Πολιτικη & Οικονομια

Σβήνοντας στο Μενίδι

Φάνης Ουγγρίνης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν έχω επισκεφθεί τούτη τη διαβόητη συνοικία της Αττικής. Την γνωρίζω έμμεσα, μέσα από διαβάσματα και εξιστορήσεις φίλων. Έχω όμως βρεθεί στον Δενδροπόταμο, και μάλιστα αρκετές φορές, καθώς εκεί βρισκόταν το συνεργείο φορτηγών με το οποίο συνεργαζόμουν. Δεν πήγα ποτέ σα τουρίστας, οι άνθρωποι εκεί δεν είναι αξιοθέατα, δεν κολακεύονται όταν κάποιος νεαρός κάνει το κομμάτι του τραβώντας σέλφις στα καφενεία τους. Μια επίσκεψή μου όμως ήταν αλλιώτικη, ξεχωριστή, όταν συνόδευσα έναν πολύ καλό μου φίλο στον Φάρο του Κόσμου. 

Απίστευτη αντίφαση. Έξω να τριγυρίζουν σκελετωμένοι ηρωινομανείς, ενώ μέσα στο μικρό ισόγειο σπιτάκι να συντελείται ένα θαύμα. Εκεί, σε έναν χώρο ζεστό, στο μικρό οικοτροφείο που διευθύνει ο πατέρας Αθηναγόρας Λουκατάρης, εκπαιδεύεται μια δυνατή ομάδα Ρομποτικής, με διεθνείς διακρίσεις. Έλληνες χορηγοί στηρίζουν την προσπάθεια, Έλληνες ιερείς την συντονίζουν, Ελληνίδες τσιγγάνες συνδράμουν εθελοντικά. Ε ναι, δεν είμαστε όλοι για τα μπάζα.

Τα χαμογελαστά αγόρια και κορίτσια του Λουκατάρη έχουν όνειρα. Ονειρεύονται να σπουδάσουν, να βρουν καλές δουλειές, και μάλλον να φύγουν από την γειτονιά τους. Ονειρεύονται να πάψουν να είναι τσιγγάνοι και να γίνουν Μπαλαμοί, μια που η ιδιότητα αυτή δεν έχει να κάνει με αίμα ή χρώμα, μα με τρόπο και στάση ζωής. Κι όσοι απ’ αυτούς επιμείνουν στο μπασκετάκι τους και μείνουν μακριά απ’ την πρέζα πιθανότατα θα τα καταφέρουν, και θ’ απομακρυνθούν. 

Το δυστύχημα είναι πως αυτή η τόσο λογική τάση τους είναι και η μεγάλη τραγωδία του Δενδροποτάμου, κάθε καταυλισμού και συνοικίας Ρομά. Οι πιο διαβαστεροί, οι πιο εργατικοί, οι πιο ξύπνιοι, οι πιο τυχεροί κατά κανόνα φεύγουν, γίνονται επιχειρηματίες, γιατροί, δικηγόροι, κι αφήνουν πίσω τους τις παλιές γειτονιές τους έρμαιο εμπόρων ναρκωτικών, κλεφτών μετάλλων και ληστών. Μπορεί μάλιστα έτσι να καταλήξει κι όλη η Ελλάδα, αν συνεχιστεί το σύγχρονο brain drain.

Οι τελευταίες δεκαετίες ήταν παράξενες για τους τσιγγάνους. Τους βρήκαν αναποδιές. Έχασαν τις παραδοσιακές δουλειές τους στους αγρούς, λόγω της ραγδαίας μηχανοποίησης της γεωργίας. Η άνθηση τεράστιων πολυκαταστημάτων σε όλη την επικράτεια τσάκισε τους γυρολόγους. Η οικοδομή πέθανε. Η μαζική είσοδος μεταναστών από τον τρίτο κόσμο κατέστησε δυσεύρετες ακόμη και τις κλασικές ανειδίκευτες χαμαλοδουλειές. 

Ταυτόχρονα, οι αριθμοί τους απογειώθηκαν λόγω των υψηλών γεννήσεων και της μετακίνησης δεκάδων χιλιάδων ομόφυλων τους από τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Ειδικά για τους τελευταίους οι Έλληνες τσιγγάνοι λένε τα χειρότερα, καθώς-όπως υποστηρίζουν-η υψηλή παραβατικότητα των νεοφερμένων εκθέτει και τους ίδιους. Αν κρίνω απ’ όσα βλέπω στη Θεσσαλονίκη, μάλλον έχουν δίκιο. Επαιτεία, κλοπές καλωδίων, εκπόρνευση ανηλίκων, ρακοσυλλογη φαίνεται να έχουν περάσει ολοκληρωτικά στα χέρια Βουλγάρων και Ρουμάνων.

Πάντως, παρά αυτές τις προφανείς αντιξοότητες, η κοινωνία τους έχει την καλύτερη αντιμετώπιση από γεννήσεως ελληνικού κράτους (παρεμπιπτόντως, λένε πως κι ο Καραϊσκάκης δικός τους ήταν). Η Πολιτεία συντηρεί σχολεία για τα παιδιά τους, τα νοσοκομεία είναι στη διάθεσή τους, παρά το γεγονός ότι συνήθως είναι ανασφάλιστοι, έχουν προνομιακή αντιμετώπιση σε εξετάσεις και προσλήψεις ως ειδική ομάδα πληθυσμού, λαμβάνουν μικρά μα σημαντικά επιδόματα απορίας και τέκνων.

Και το κυριότερο, από το ’90 και μετά τυγχάνουν της αμέριστη αρωγής και προστασίας της εγχώριας διανόησης και της Αριστεράς. Όλοι δα θυμόμαστε το Ντάτσουν με τα καρπούζια, στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών. Όλοι γνωρίζουμε την δημοφιλέστατη εκπομπή με το όνομα «Αλ Τσαντίρι». Όλοι έχουμε ακουστά τον Γιώργο Μάγκα με το κλαρίνο του. Όμως αυτά τα θετικά δεν μοιάζουν να βοηθούν τους σημερινούς τσιγγάνους. Όλοι παρακολουθήσαμε τις κουμπαριές του Κωνσταντόπουλου.

Όλο αυτό το σχετικά ευνοϊκό περιβάλλον δεν βελτιώνει τη ζωή τους εξαιτίας της μεγαλύτερης «τύχης» τους, της άνωθεν κατευθυνόμενης ανοχής των κρατικών αρχών στην παραβατικότητα τους. Όταν δε σ' ενοχλεί κανείς για το παράπηγμα σου, δεν έχεις λόγο να ψάξεις για διαμέρισμα. Όταν δε σε σταματά η Τροχαία, δεν έχεις λόγο να έχεις ασφαλισμένο το αμάξι σου. Όταν δε σε ελέγχει το ΣΔΟΕ, δεν έχεις λόγο να στήσεις κανονικό μαγαζί. Όταν δεν εποπτεύεσαι από κοινωνικούς λειτουργούς, δεν έχεις λόγο να στείλεις τα παιδιά σου σχολείο. Όταν η γειτονιά σου είναι άβατο, δεν έχεις λόγο να μην πυροβολείς στον αέρα για πλάκα με παράνομο όπλο. Όταν όλα αυτά συμβαίνουν γύρω σου, όταν αυτή είναι η κανονικότητα και η ρομποτική η εξαίρεση, πόσο πιθανό είναι να αλλάξεις εσύ και να αγωνιστείς για ν’ αλλάξει και το περιβάλλον σου;

Μα αν αυτή η γενικευμένη ανομία κάνει τόση ζημιά, γιατί να γίνεται ανεκτή; Είπαμε, κατευθύνεται άνωθεν. Διάφοροι ανήθικοι πολιτικοί μας τα κάνουν πλακάκια με αρχηγούς των Ρομά, εξασφαλίζοντας ομαδικές ψήφους, και σε αντάλλαγμα παρέχουν πολιτική προστασία μα ενίοτε και μετρητά (θυμάστε τον «Γύφτο Μπάκα» του Τσοχατζόπουλου;). Κι έτσι, χάρη σε ακόμη μια επιπολαιότητα της εθνικής ηγεσίας, ζωές μένουν κολλημένες σε ένα βρώμικο τέλμα, ενώ παλιά πειράματα συμβίωσης, σαν εκείνο του Φοίνικα, εγκαταλείπονται στην αδιαφορία. Το να μένουν λοιπόν «γύφτοι» οι Ρομά αποδίδει. Αναπόφευκτα τα κουφώματα των σχολείων έχουν μεγαλύτερη αξία ως σκραπ αλουμινίου.

Είναι αστείο να πιστεύουμε πως το Μενίδι αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Στο Λονδίνο, στα παρισινά  προάστεια, στις παρυφές της Μόσχας και της Πόλης, στα γκέτο των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, παντού στις σκοτεινές γωνιές του δυτικού πολιτισμού λαθροβιούν οι απόκληροι. Μαύροι, λευκοί  σκούροι, ασιάτες, μουσουλμάνοι, χριστιανοί, όλοι ζουν χωρίς νόημα, με έναν άλλο αξιακό κώδικα, κομμένο και ραμμένο στον δικό τους κόσμο. Όμως οι σοβαρές χώρες δεν μένουν απαθείς, εργάζονται για να εξαλείψουν αυτά τα φαινόμενα δαπανώντας μεγάλους πόρους. Η πιο αναποτελεσματικά ευρωπαϊκή χώρα στην εξάλειψη της ακραίας φτώχειας είναι φυσικά η Ελλάδα, με μεγάλη διαφορά. Λεφτά πετιούνται, αλλά τίποτα δεν αλλάζει για τους τσιγγάνους. Το άμοιρο νεκρό παιδάκι με το φρικτό τέλος ίσως τελικά να γλίτωσε μία φρίκη δίχως τέλος…