Πολιτικη & Οικονομια

Μαύροι τοίχοι, άσπρη σκόνη, γκρίζα πόλη

Ανδρέας Παππάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαβάζω ότι οι προοπτικές του ελληνικού τουρισμού για το 2017 είναι ευοίωνες. Μακάρι. Λίγο η «περίεργη» κατάσταση στην Τουρκία, λίγο η ένταση που επικρατεί σε χώρες όπως η Αίγυπτος, ευνοούν, απ’ ό,τι φαίνεται, την αύξηση της τουριστικής κίνησης προς τη χώρα μας. Φαίνεται επίσης ότι, εκτός από εκείνη των παραδοσιακών προορισμών, έχει αυξηθεί θεαματικά και η επισκεψιμότητα της Αθήνας. Από 4,5 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις το 2013 έχουμε φτάσει, λέει, στα 16 εκατομμύρια.

Αυτά είναι τα ευχάριστα. Πάμε τώρα και στα δυσάρεστα. Με ποια ακριβώς κατάσταση βρίσκεται αντιμέτωπος ο τουρίστας που αποφασίζει να επισκεφθεί την Αθήνα, είτε ως κυρίως προορισμό είτε για λίγες μέρες πριν πάει σε κάποιο νησί; Το λέω με λύπη, αλλά η Αθήνα όχι μόνο δεν είναι εδώ και καιρό «διαμαντόπετρα στης Γης το δαχτυλίδι», όχι μόνο δεν είναι «χαρά της Γης και της αυγής», αλλά είναι και μια πόλη βρόμικη, άσχημη, άφιλη σε τελική ανάλυση. Λόγω περιορισμένου χώρου, θα αρκεστώ σε τρία μόνο παραδείγματα από το κέντρο της Αθήνας, το οποίο και γνωρίζω αρκετά καλά –θέλω να πιστεύω– ως κάτοικός του.

Έχετε επιχειρήσει να επισκεφθείτε το Αρχαιολογικό Μουσείο; Εγώ πάντως, την τελευταία φορά που πήγα, πριν από μερικά χρόνια, αγριεύτηκα. Πρώτα έπρεπε να διασχίσω το αυτόνομο κράτος των Εξαρχείων. Η διέλευση από εκεί είμαι βέβαιος πως ούτε απολαυστική είναι για τον τουρίστα-επισκέπτη του Μουσείου, ούτε υψιπέτη και ευφρόσυνα συναισθήματα τού γεννά. Πλησιάζοντας μάλιστα προς το Μουσείο, τα πράγματα γίνονται (ή τουλάχιστον, γίνονταν όταν πήγα για τελευταία φορά) πιο ζόρικα. Ακόμα και τα δρομάκια μέσω των οποίων το Μουσείο προσεγγίζεται από τα πλάγια ήταν γεμάτα με σύριγγες, αλλά και με ανθρώπινα ράκη που τρυπιόντουσαν ανηλεώς, ενίοτε μάλιστα επιδεικνύοντας τα πιο απόκρυφα σημεία του σώματός τους. Κάποιοι μού είπαν ότι η κατάσταση έχει κάπως βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Μακάρι. Να το δω και να μην το πιστέψω. Για ποια βελτίωση, όμως, μπορούμε να μιλάμε όταν παραδίπλα, στο κτίριο του Πολυτεχνείου, ανθούν «βιοτεχνίες» κατασκευής μολότοφ και αλωνίζουν «συλλογικότητες» κουκουλοφόρων; Ποια βελτίωση όταν η Πατησίων κάθε τρεις και λίγο κλείνει λόγω «γεγονότων», στα οποία εσχάτως έχει προστεθεί και το χάπενινγκ της τελετουργικής καύσης τρόλεϊ; Και για να μην ξεχνιόμαστε: μιλάμε για το Αρχαιολογικό Μουσείο, ένα από τα πιο πλούσια σε εκθέματα μουσεία της Ευρώπης, πολύ πιο σημαντικό –κατά τη γνώμη μου– από το πολυπαινεμένο Μουσείο της Ακρόπολης.

Ας πούμε, όμως, ότι ο αλλοδαπός επισκέπτης της Αθήνας καταφέρνει –κακήν κακώς, έστω– να ολοκληρώσει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα την επίσκεψή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Κοιτάζοντας τον Οδηγό του, θα δει ασφαλώς να του προτείνεται ως αξιοθέατο η λεγόμενη τριλογία (Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο, Εθνική Βιβλιοθήκη), στην καρδιά της πόλης. Μαύρο φίδι που τον έφαγε! Ή μάλλον άσπρο φίδι, μιας και η ηρωίνη πωλείται εδώ όπως τα λουκούμια στη Σύρο ή τα μαντολάτα στη Ζάκυνθο. Σύννεφο πάει η διακίνηση αλλά και το τρύπημα, τόσο στον πεζόδρομο μεταξύ του κτιρίου του Πανεπιστημίου και εκείνου της Ακαδημίας, όσο και λίγο πιο πάνω στην οδό Μασσαλίας, στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου (sic) του Δήμου Αθηναίων και μπροστά στην είσοδο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών! Και βέβαια, τι να πει κανείς για τα συνθήματα και τα γκράφιτι (κατά κανόνα, μνημεία κακογουστιάς και κρετινισμού) στους τοίχους όλων, μα όλων, των κτιρίων της περιοχής, μηδέ των αρχιτεκτονημάτων που συναποτελούν την τριλογία εξαιρουμένων;

Τρίτο και τελευταίο παράδειγμα, η οδός Σταδίου, δρόμος που κάποτε έλαμπε από τα φώτα των καταστημάτων της και των κινηματογράφων της. Και δεν εννοώ μόνο τη Σταδίου των δικών μου παιδικών χρόνων, τη Σταδίου του «Αττικού» και του «Απόλλωνα», του «Έσπερου» και του «Άστορ», του Μουριάδη και του Στρογγυλού, του «Βοn Ton» και της «Πανελληνίου Αγοράς». Εννοώ τη Σταδίου ακόμα και πριν από μερικά χρόνια. Μιζέρια και συμφορά κι εδώ, ιδιαίτερα αφότου έκλεισε το ξενοδοχείο «Εσπέρια» και αφότου οι «αριστεροί» επίγονοι του Τζένγκις Χαν πυρπόλησαν το «Αττικόν» και τον «Απόλλωνα». Σε πιάνει η ψυχή σου, αν βρεθείς εκεί βράδυ. Σκοτάδι μαύρο, σιωπή, βρόμα παντού, τοίχοι βανδαλισμένοι, ακόμα και άστεγοι που όχι απλώς κοιμούνται στα πεζοδρόμια αλλά έχουν στήσει και πραγματικά τσαντίρια, με στρώματα, κομοδίνα(!), γκαζιέρες, κ.λπ.

Ωραία είναι, λοιπόν, η ικανοποίηση για την αύξηση των διανυκτερεύσεων στην Αθήνα, ωραίες και οι προβολές που κάνουν λόγο για 50 εκατομμύρια επισκέπτες στην πόλη μας στο ορατό μέλλον. Προς το παρόν πάντως –και ας με συγχωρήσουν οι άνθρωποι της τουριστικής βιομηχανίας με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου– η εικόνα που προσφέρει η Αθήνα στους αλλοδαπούς που την επισκέπτονται είναι, επιεικώς, άθλια. Όπως, άλλωστε, και η εικόνα που προσφέρει στους κατοίκους της.