Πολιτικη & Οικονομια

Οι δύο ηγέτες που τερμάτισαν τον εμφύλιο

Υπάρχει ένα οξύμωρο που χαρακτηρίζει την πολυετή εκρηκτική συνύπαρξη στα πολιτικά μας πράγματα, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Λίνα Παπαδάκη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπάρχει ένα οξύμωρο που χαρακτηρίζει την πολυετή εκρηκτική συνύπαρξη στα πολιτικά μας πράγματα, του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ενώ ανάμεσα στους ίδιους και τα κόμματά τους υπήρχε σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση, την ίδια στιγμή οι ίδιοι ένωναν τους Έλληνες. Οι δύο αυτοί ηγέτες ήταν εκείνοι που τερμάτισαν τον εμφύλιο και κανονικοποίησαν την κοινωνία, την πολιτική ζωή και τη χώρα, και −νομίζω− ότι αυτό η ιστορία θα τους το πιστώσει ολόκληρο.

Κοινής κεντρώας καταγωγής, υπήρξαν οι μόνοι αυτού του βεληνεκούς αστοί πολιτικοί της γενιάς τους που δεν υπήρξαν αντικομμουνιστές. Πρώιμος τροτσκιστής ο Ανδρέας, χωρίς συμμετοχή στα πάθη του εμφυλίου και με αριστερή ρητορική μέχρι την ωριμότητά του, υπήρξε ο καταλύτης της επανασύνδεσης των ηττημένων του εμφυλίου με τον κοινωνικό οργανισμό. Μαχητής της αντίστασης ο Μητσοτάκης, με ενεργό ρόλο στην αποτροπή του εμφυλίου στην Κρήτη, έπαιξε επί χρόνια το ρόλο του αξιόπιστου συνομιλητή των αριστερών ηγετών ακόμα και τα χρόνια της ημιπαρανομίας τους. Την εποχή της δικτατορίας και οι δύο συνεργάστηκαν με αριστερούς σε κοινούς αντιχουντικούς αγώνες, δημιουργώντας το υπόστρωμα του κοινού δημοκρατικού στόχου με τους άλλοτε εχθρούς του αστικού κόσμου.

Ο πρώτος κατήργησε τους φακέλους κοινωνικών φρονημάτων, αναγνώρισε εμπράκτως την Εθνική Αντίσταση, έβαλε στο κόμμα του πολλούς αριστερούς πολιτικούς και για πρώτη φορά διόρισε στο Δημόσιο χιλιάδες πολίτες που μέχρι τότε ανήκαν στο πολιτικό περιθώριο της ήττας και των διώξεων. Στο ΠΑΣΟΚ τα χρόνια εκείνα, έβαλε να κάθονται στα ίδια έδρανα τον Μάρκο Βαφειάδη και τον Μανώλη Γλέζο με τον στρατηγό του εμφυλίου Αντώνη Δροσογιάννη, κάνοντας με εμφατικό τρόπο πράξη το όραμά του για οριστική συμφιλίωση της διχασμένης χώρας.

Ο δεύτερος άμβλυνε ως Πρωθυπουργός και αρχηγός του κόμματος της συντηρητικής παράταξης την κλασσική αντικομμουνιστική πολεμική, προσκάλεσε στο κόμμα του (προκαλώντας εγκεφαλικά στους Ηρακλείς της δεξιάς παρακαταθήκης) τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Βούλτεψη κι άλλους αριστερούς, ενώ στο επιστέγασμα της δυναμικής της συμφιλίωσης συνεργάστηκε κυβερνητικά με τα κομμουνιστικά κόμματα στην Κυβέρνηση Τζαννετάκη. Η δική του δουλειά ήταν αρκετα δύσκολη γιατί είχε να αντιπαλέψει τους πυρήνες της σκληρής θρησκόληπτης, εθνικιστικής αντικομμουνιστικής δεξιάς που ήταν κραταιοί μέσα στο κόμμα του.

Το οξύμωρο που λέγαμε παραπάνω είναι ότι όλα αυτά εντάχθηκαν στο πλαίσιο της μεταξύ τους οξύτατης αντιπαλότητας. Ο Ανδρέας έβαζε αριστερούς στο δημόσιο υπό τη σφοδρή κριτική του Μητσοτάκη ότι διόγκωνε το κράτος, ο Μητσοτάκης συγκυβερνούσε με τους κομμουνιστές και παρέπεμπε τον Παπανδρέου στη Δικαιοσύνη. Η εθνική συμφιλίωση φαινομενικά πέρασε μέσα από τον κομματικό φανατισμό, στην ουσία όμως −άλλοτε ενσυνείδητα κι άλλοτε μοιραία− αυτό που συνέβη ήταν η σταδιακή αντικατάσταση του ιστορικού εθνικού διχασμού από την κανονικότητα της δημοκρατικής πολιτικής διαμάχης.

Στο τέλος σχημάτισαν και οι δύο τους, μαζί με τον Συνασπισμό της Αριστεράς, την Κυβέρνηση Ζολώτα οριστικοποιώντας την ειρηνική και ομαλή πολιτική συμβίωση νικητών, ηττημένων και οιονεί αμέτοχων του εμφυλίου. Σε εκείνη τη σημαδιακή χρονική στιγμή οι δύο αυτοί πολιτικοί άνδρες επισημοποίησαν την πρωταγωνιστική κοινή τους στάση και διαδρομή στην κατάκτηση της εθνικής συμφιλίωσης, και πιστεύω ότι θα είναι το πρώτο που θα τους αναγνωρίσει η ιστορία.