Πολιτικη & Οικονομια

Παραμύθι χωρίς αφήγηση

Δημήτρης Ψυχογιός
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

[Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση του ΟΠΕΚ «Η Ελλάδα πέρα από τα μνημόνια, ανάγκη μιας νέας αφήγησης» που έγινε στις 26/2/13]


Μια που θα συζητήσουμε για νέες αφηγήσεις, θυμίζω πως οι καλύτερες αφηγήσεις αρχίζουν πάντα με το «μια φορά κι έναν καιρό».

Μια φορά και έναν καιρό, λοιπόν, βασίλευε σε χώρα μακρινή βασιλιάς που δεν ήταν καθόλου σοφός. Δεν του άρεσε να ασχολείται με τις υποθέσεις του κράτους, του άρεσε απλώς να βασιλεύει, να του αποδίδουν τιμές, να μοιράζει στους φίλους του θέσεις και αξιώματα και να οργανώνει μεγάλα γεύματα, πλουσιοπάροχα, με μεγάλες συντροφιές – αν και δεν είχε μαστριμαργική καλλιέργεια, το καλύτερο πιάτο του ήταν σουβλάκια στου «Μπαϊραχτάρη». Ήταν και ευσεβής άνθρωπος, ζητούσε πάντα από τον θεό βοήθεια αλλά αυτός τον βοηθούσε μόνο στα ιδιωτικά του πράγματα – του έδωσε δίδυμα παιδιά, γεγονός για το οποίο ο βασιλιάς τον ευχαρίστησε δημόσια, όμως αυτό δεν έπεισε τον θεό να τον βοηθήσει και στα δημόσια πράγματα. Το βασίλειο πήγε κατά διαόλου και κλήθηκε νέα δυναστεία να αναλάβει την εξουσία.

Ο νέος βασιλιάς ήθελε να κυβερνήσει, ήταν καλών προθέσεων άνθρωπος αλλά ανίκανος να τα βγάλει πέρα με τον τρομερό δράκο Τρόικα που εμφανίστηκε ξαφνικά, από κάτι σκοτεινά βόρεια δάση. Ο Τρόικας ήταν σαν τον Κέρβερο, είχε τρία κεφάλια, και όπως εκείνος φύλαγε τον Άδη ο Τρόικας βάλθηκε να ελέγχει το θησαυροφυλάκιο, τι μπαίνει και τι βγαίνει, γιατί ο πρώτος βασιλιάς το είχε αδειάσει εντελώς και δεν μπορούσε να δίνει στον Δράκο τα χρήματα που του χρωστούσε. Γιατί ήταν πλούσιος και ισχυρός ο Τρόικας – ορισμένοι μάλιστα έλεγαν πως είναι και σοφός, καλός δράκος, όχι κακός. Είναι αλήθεια πως συναντούσε και μεγάλη αντίδραση αυτός ο δεύτερος βασιλιάς, όλη η αυλή ήταν εναντίον του εκτός από μερικούς ευνοούμενους που όμως δεν ήσαν καλύτεροι από τον προστάτη τους. Ο λαός ήθελε να εξοντωθεί ο Τρόικας εδώ και τώρα, γιατί είχε συνηθίσει στα γλέντια που οργάνωνε ο πρώτος βασιλιάς, κάτι που ήταν αδύνατον να γίνει. Εξεγέρθηκε ο λαός, ήταν όλη την ημέρα στους δρόμους.

Πάει καλιά του και ο δεύτερος βασιλιάς, έρχεται νεότερος, από ήσσονα δυναστεία, κανείς δεν φανταζόταν πως θα έφτανε σε τέτοιο αξίωμα αλλά όσο βασίλευε ο πρώτος συνεχώς φώναζε, συνήθως από τόπο που ονομαζόταν «Ζάππειο», πως αυτός θα τα καταφέρει με τον Τρόικα γιατί ήταν γενναιότερος και εξυπνότερος. Αυτός ο τρίτος βασιλιάς τα πήγαινε κάπως καλύτερα με τον Δράκο αλλά ο λαός δεν ήταν ευχαριστημένος – τον υπομόνευε άλλωστε τέταρτος που ήθελε και αυτός να γίνει βασιλιάς, αφού είδε πόσο εύκολο ήταν. Αρκούσε να υπόσχεσαι πως θα νικήσεις τον Δράκο και πως υπήρχε καλή μάγισσα που κουνώντας το ραβδί της θα γέμιζε το θησαυροφυλάκιο με πλούτη αμύθητα – αλλά και το κελάρι θα γέμιζε με άπατα βαρέλια γεμάτα κρασί και λάδι, με κοφίνες τεράστιες από τις οποίες δεν θα τέλειωνε ποτέ το στάρι. Και βιβλίο θα έδινε η μάγισσα που θα είχε μέσα γραμμένες όλες τις ιστορίες, όλες τις μουσικές, όλες τις ζωγραφιές και όλες τις εξισώσεις του κόσμου.

Νέο και όμορφο παλικάρι ήταν ο τέταρτος που ήθελε να γίνει βασιλιάς. Φόρεσε σιδερένια παπούτσια, πήρε σιδερένια μαγκούρα στο χέρι και ξεκίνησε για την άκρη του κόσμου να βρεί την καλή μάγισσα, με το μαγικό ραβδί, το μαγικό σπαθί και το μαγικό βιβλίο. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, προχωράει ακούραστος για τον προορισμό του...

Θα διακόψω για λίγο το παραμύθι, ώσπου να φθάσει το παλικάρι στην άκρη του κόσμου, και θα περάσω για λίγο σε άλλο αφηγηματικό είδος, την επιστημονική φαντασία. Είναι εύκολο είδος όταν γράφεις για το απώτατο μέλλον, για μετά από εκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια: ούτε εσύ ούτε το δημιούργημά σου θα αντέξει ως τότε ώστε να σε ελέγξουν – δύσκολο είδος όμως όταν γράφεις για το εγγύς μέλλον, όπως αποδεικνύει η πλήρης αποτυχία του οργουελικού «1984» και του «2001, Οδύσσεια του Διαστήματος» του Άρθουρ Κλαρκ να προβλέψουν ποια θα ήταν η κατάσταση του κόσμου στις αντίστοιχες ημερομηνίες. Και οι δύο είχαν γράψει τα βιβλία τους περίπου 35 χρόνια πριν το έτος που αναφερόταν στον τίτλο τους, ουσιαστικά ήθελαν να περιγράψουν πως θα ζει η επόμενη γενιά από τη δική τους. Τα έργα τους, απέτυχαν ως μελλοντολογικές προβλέψεις αλλά τα θυμόμαστε, τα αγαπάμε και συζητάμε ακόμα για αυτά χάρη στη δύναμη των ιδεών και της γραφής των δημιουργών τους – γιατί ήσαν καλλιτέχνες και όχι μελλοντολόγοι.

Πώς θα είναι, λοιπόν, η Ελλάδα σε 35 χρόνια, το 2048, πώς θα ζει η επόμενη γενιά και μαζί της εγώ αφού θα είμαι ακριβώς 100 ετών και ίσως κληθώ να δώσω εξηγήσεις για τη σημερινή μου αφήγηση; Αν ήμουν ο Τζωρτζ Όργουελ θα έγραφα «δυστοπικό» σενάριο, αν ο Άρθουρ Κλαρκ «ουτοπικό». Αλλά επειδή δεν είμαι τεχνίτης όπως αυτοί και δεν θα κριθώ για τη δύναμη των ιδεών και της γραφής μου, σας εξομολογούμαι ότι θα πράξω βλέποντας και κάνοντας: σε καμιά δεκαριά χρόνια, όταν θα έχουν πάρει τα πράγματα το δρόμο τους, θα κρύψω το έργο με τις λάθος προβλέψεις και θα κρατήσω το επιτυχημένο – σαν τις παλιές μαμές που όταν γεννιόταν κορίτσι ενώ, φυσικά, είχαν προβλέψει αγόρι, εμφάνιζαν το κρυφό γράψιμο πίσω από τα εικονίσματα ή το ημερολόγιο τοίχου που έλεγε «δεν θα γεννηθεί παιδί αλλά κορίτσι». Φυσικά, αν είχε γεννηθεί «παιδί» δεν θα το έδειχνε το γράψιμό της.

Από αυτή την παλιά παράδοση, ότι οι μαμές έχουν πάντα δίκιο, βγήκε και η φράση «η βία είναι η μαμή της ιστορίας». Γιατί όταν υπάρχει βία, πάντα ο ένας από τους δύο θα επικρατήσει. Και εκ των υστέρων θα πούμε πως ήταν γραφτό από την ιστορία να κερδίσει – άρα η βία έχει πάντα δίκιο.

Στο δυστοπικό έργο, η Ευρώπη έχει διασπαστεί σε κράτη και κρατίδια, ακόμα περισσότερα από τα σημερινά. Καταλωνία, Σκωτία, Βρετάνη, για παράδειγμα, είναι ανεξάρτητα κράτη. Τα περισσότερα είναι εθνικιστικές δικτατορίες. Πόλεμοι διεξάγονται μεταξύ τους. Οι στρατοί αποτελούνται από μισθοφόρους αφρικανούς και ασιάτες μετανάστες. Υπάρχουν επιμέρους συμμαχίες, η Ελλάδα, γνωστό ανάδελφο κράτος, δεν συμμετέχει σε καμία. Έχει επεκταθεί καταλαμβάνοντας τη Βόρεια Ήπειρο και την υπόλοιπη Μακεδονία αλλά έχει χάσει τη Θράκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, είναι γεμάτη πρόσφυγες, όπως το 1922. Φυσικά είναι δικτατορία. Οι τυχερότεροι από τους πρόσφυγες μεταναστεύουν στην Αυστραλία ή την Κίνα, οι υπόλοιποι είναι μισθοφόροι στους ευρωπαϊκούς πολέμους. Έχει νόμισμα τη δραχμή, υπάρχουν κουπόνια για τη βενζίνη, τον καφέ, τη σοκολάτα, αλλά υπάρχουν συσσίτια στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, το προσδόκιμο ζωής έχει μειωθεί κατά 15 χρόνια. Και άλλα άσχημα που δεν με παίρνει η ώρα να τα περιγράψω.

Στο ουτοπικό σενάριο, η Ευρώπη είναι ενιαία ομοσπονδία από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια. Οι μετανάστες έχουν ενσωματωθεί και δεν υπάρχουν πια ροές γιατί έχει αποκατασταθεί η δημογραφική ισορροπία και επιπλέον Ασία και Αφρική μπορούν να συντηρούν τους πληθυσμούς τους. Όλη η Ευρώπη, και ιδιαίτερα η Ελλάδα, ζουν κυρίως από τον τουρισμό και τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες που παρέχουν, κάπως όπως η Αθήνα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Το προσδόκιμο ζωής έχει φθάσει στα 110 (για τούτο θα ζω εγώ) αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα με τους συνταξιούχους: αντί να ξημεροβραδιάζονται στα ΚΑΠΗ παίζοντας πρέφα, οργανώνονται σε εθελοντική βάση, προσφέρουν υπηρεσίες σαν να δουλεύουν. Και άλλα όμορφα που δεν με παίρνει η ώρα να τα περιγράψω.

Για να πετύχει το δυστοπικό σενάριο δεν έχουμε, εμείς και οι άλλοι Ευρωπαίοι, παρά να συνεχίσουμε όπως ως τώρα. Για να εκπληρωθεί το ουτοπικό σενάριο, από τη μεριά μας τουλάχιστον, πρέπει να γίνουν ορισμένα πράγματα:

Χρειαζόμαστε λιγότερες ηρωικές αφηγήσεις.

Χρειαζόμαστε πιο ορθολογικές αφηγήσεις.

Χρειαζόμαστε λιγότερη δικαιωμένη εκ των υστέρων βία στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική πράξη.

Χρειαζόμαστε περισσότερη εκπαίδευση και λιγότερη «μόρφωση» ως δικαιολογία για την αγραμματοσύνη.

Κυρίως χρειαζόμαστε προτάσεις και όχι αφηγήσεις.

Είχα εκφράσει τη διαφωνία μου με τον τίτλο της εκδήλωσης – φθάνουν πια οι αφηγήσεις, δεν είναι τα πάντα ούτε στη ζωή ούτε στην πολιτική ούτε στον λόγο «αφηγήσεις», «μεγάλες» ή «μικρές». Yπάρχουν σχέδια, επιχειρήματα, αποδείξεις, γεγονότα, υπολογισμοί – οι τεχνικοί της πολιτικής επικοινωνίας τα θέλουν όλα «αφηγήσεις», εύπεπτα παραμυθιάσματα ει δυνατόν. Αν δεχθούμε ότι τα πάντα εντάσσονται σε κάποια αφήγηση και τα πάντα είναι σύγκρουση αφηγήσεων έχουμε εγκλωβιστεί στον μεταμοντέρνο σχετικισμό. Αν κάτι υπάρχει σε όλες τις αφηγήσεις, τότε προφανώς παύει να είναι «αφήγηση», είναι δομικό στοιχείο του κόσμου μας που υπερβαίνει τις αφηγήσεις του.

Οι αφηγήσεις εμπεριέχουν και αφορούν πρωτίστως το παρελθόν, το λέει και η λεξη – «αφήγηση για το μέλλον» είναι οξύμωρο, προηγείται το μέλλον. Για τούτο ο Όργουελ και ο Κλαρκ απέτυχαν να αφηγηθούν το μέλλον. Για το παρελθόν όμως μπορείς να πεις ό,τι θέλεις, δεν μπορείς (από όσο ξέρουμε) να το επηρεάσεις. Υπάρχει εκεί και το ερμηνεύεις, το αφηγείσαι. Βεβαίως οι αφηγήσεις επιδρούν στο παρόν και στο μέλλον δημιουργώντας το «ενεστωτικό παρελθόν», την εικόνα δηλαδή που έχουμε σχηματίσει για τον εαυτό μας και τον τόπο μας. Αλλά δεν το οργανώνουν. Οι προτάσεις οργανώνουν το παρόν και δημιουργούν το μέλλον, μέσα από τη σύνθεση ή τη σύγκρουση με άλλες προτάσεις.

Ζητώ συγγνώμην, παρασύρθηκα, ξέχασα το νέο και όμορφο παλικάρι που θέλει να γίνει τέταρτος βασιλιάς και έχει φύγει για την άκρη του κόσμου, να βρει την καλή μάγισσα με το μαγικό σπαθί που θα νικούσε τον δράκο Τρόικα. Και με το μαγικό ραβδί που θα γέμιζε το θησαυροφυλάκιο με πλούτη αμύθητα και τα κελάρια με άπατα βαρέλια γεμάτα κρασί και λάδι, με κοφίνες γεμάτες στάρι που δεν θα τέλειωναν ποτέ. Και το βιβλίο που θα είχε μέσα γραμμένες όλες τις ιστορίες, όλες τις μουσικές, όλες τις ζωγραφιές και όλες τις εξισώσεις του κόσμου. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, συνάντησε δράκους και μάγισσες που ήθελαν να τον εμποδίσουν και τους νίκησε, συνάντησε άλλους που τον βοήθησαν και του είπαν πώς να προχωρήσει, περπάτησε 40 ημέρες και 40 νύχτες, έλιωσαν τα σιδερένια παπούτσια του και η σιδερένια μαγκούρα του, έφθασε στην άκρη του κόσμου.

«Καλωσήρθες», του λέει η μάγισσα, «σε περίμενα» – τι μάγισσα θα ήταν αν δεν το ήξερε ότι θα πάει. «Μια ζωή περιμένω τον άνθρωπο που θα με βοηθήσει να φτιάξουμε το σπαθί που τους νικάει όλους, το ραβδί που δίνει όλα τα πλούτη και το βιβλίο που έχει όλες τις ιστορίες, τις ζωγραφιές, τις μουσικές και τις εξισώσεις του κόσμου».

«Μα δεν τα έχεις έτοιμα;»

«Όχι, εγώ ξέρω πώς φτιάχνονται· μα χρειάζομαι και βοηθό, είναι βαριά δουλειά».

Τι να κάνει το παλικάρι, να γυρίσει με άδεια χέρια δεν γινόταν – άσε που δεν είχε πια σιδερένια παπούτσια και μαγκούρα. Έμεινε να την βοηθήσει ώστε να τα αποκτήσει και να γυρίσει να γίνει βασιλιάς. Αλλά ήταν δύσκολη δουλειά, έπρεπε να διαβάσεις αρχαίες συνταγές Χαλδαίων σοφών, έπρεπε να λύνεις εξισώσεις και να κάνεις πειράματα, ήθελε χρόνο, έπρεπε και να ζούνε. Την ημέρα λοιπόν καλλιεργούσαν τα αμπέλια, τα λιόδεντρα και τα σταροχώραφα της μάγισσας. «Το είπε και ο Καντίντ του Βολταίρου» του εξήγησε. «Μετά από περιπέτειες πολλές και ταξίδια δεκαετιών σε όλον τον κόσμο κατέληξε στο συμπέρασμα πώς “πρέπει να καλλιεργούμε τον κήπο μας”». Τις νύχτες έκαναν πειράματα στο εργαστήριό της. Για να ξεκουραστούν, έλεγαν ο ένας στον άλλο ιστορίες, ζωγράφιζαν, έλυναν εξισώσεις, τραγουδούσαν.

Και επειδή ήταν νέα και όμορφη η μάγισσα, την παντρεύτηκε το νέο και όμορφο παλικάρι. Κάνανε πολλά παιδιά που τα μεγαλύτερα τους βοηθάνε τις ημέρες στις δουλειές και τη νύχτα τους συμπαραστέκονται για να φτιάξουν το μαγικό σπαθί, το μαγικό ραβδί και το μαγικό βιβλίο – φυσικά, πριν βάλουν τα παιδιά τους για ύπνο τους λένε ωραία παραμύθια και τα μαθαίνουν να ζωγραφίζουν, να γράφουν, να λύνουν εξισώσεις, να τραγουδάνε.

Και κάποια στιγμή η νέα και όμορφη μάγισσα, που είχε γίνει πια όμορφη ώριμη γυναίκα και το παλικάρι όμορφος ώριμος άντρας, του αποκάλυψε πώς είχε μάθει το μυστικό για την κατασκευή των μαγικών εργαλείων της: της το είχαν εμπιστευθεί σε συνάντηση μυστικής οργάνωσης που την έλεγαν ΟΠΕΚ. Την είχε ιδρύσει, του εξήγησε, ο προηγούμενος, πριν τον πρώτο ανεπρόκοπο και βουλιμικό βασιλιά, κάποιος που τον λέγανε Κώστα Σημίτη και στο βασίλειο είχε απαγορευθεί ακόμα και να αναφέρεται το όνομά του. Γιατί τους έλεγε πράγματα δυσάρεστα που δεν ήθελαν να τα ακούσουν. Δεν ήταν καλός αφηγητής, θα έλεγαν οι επικοινωνιολόγοι.

Και εκεί στην άκρη του κόσμου, ζήσανε αυτοί καλά και εμείς ακόμη καλύτερα – μετέχοντας στο ουτοπικό σενάριο που περιέγραψα παραπάνω.