Πολιτικη & Οικονομια

Όταν η γιαγιά μου ήθελε να με κάνει άντρα

Οι αναμνήσεις ενός αγοριού που έγινε ποιητής

Gay Super Hero
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τον Ιανουάριο που μας πέρασε έγινε ο πρώτος ανοιχτά γκέι ποιητής, αλλά και ο πρώτος ποιητής λατινοαμερικάνικης καταγωγής που κλήθηκε να διαβάσει ένα πρωτότυπο έργο του κατά την τελετή ορκωμοσίας αμερικανού προέδρου (Μπάρακ Ομπάμα). (Το βίντεο από την ορκωμοσία και οι στίχοι εδώ.)

Ο Ρίτσαρντ Μπλάνκο γεννήθηκε το 1968 και ήταν παιδί όταν οι γονείς του μετανάστευσαν από την Κούβα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, όπου το υλικό των οικογενειακών αναμνήσεων είναι ο μίτος που οδηγεί το συγγραφέα μέσα σε ένα λαβύρινθο από πολλαπλές και αλληλοσυγκρουόμενες ταυτότητες. Το κείμενο που θα διαβάσετε παρακάτω γράφτηκε για μια συλλογή με κείμενα ομοφυλόφιλων λογοτεχνών, που εξηγούν ποια προσωπικότητα επηρέασε περισσότερο το έργο τους.

«Είμαι έξι ή εφτά χρονών και γυρνάω σπίτι με τον παππού και τη γιαγιά μου από το σπίτι της θείας Ονελία.

Ο γιος της Χουάν Αλμπέρτο είναι θηλυπρεπής, “αφεμινάδο” όπως τον αποκαλεί με απέχθεια η γιαγιά μου. "Πορκέ; Και είναι τόσο όμορφος. Μα τι έκανε λάθος με αυτό το παιδί;” και συνεχίζει γυρνώντας προς εμένα στο πίσω κάθισμα. “Καλύτερα μια εγγονή πουτάνα, παρά εγγονός αδελφούλα σαν κι εσένα. Κατάλαβες;” μου λέει και η φωνή της γεμίζει με περιφρόνηση.

Συγκατανεύω κουνώντας το κεφάλι, αλλά δεν καταλαβαίνω. Δεν ξέρω τι σημαίνει αδελφούλα, δεν ξέρω καν τι σημαίνει σεξ. Το μόνο που ξέρω είναι πως μιλάει για μένα, για μένα· ό,τι και να εννοεί, είναι κακό, πολύ κακό. Καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα κάθομαι στο γραφείο ενός ψυχοθεραπευτή και του λέω την ίδια ιστορία. Με τη βοήθειά του, τους επόμενους μήνες ανακαλύπτω το μέγεθος της λεκτικής και ψυχολογικής κακοποίησης που για χρόνια είχα απωθήσει στο υποσυνείδητο.

Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι και σήμερα προσπαθώ να ξετυλίξω το κουβάρι αυτής της κακοποίησης και πώς επηρέασε την προσωπικότητά μου, τις σχέσεις μου και το γράψιμό μου. Δεν γράφω στο φως του Όσκαρ Ουάιλντ, του Γουόλτ Ουίτμαν ή της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, αλλά στη σκιά της γιαγιάς μου, μιας ομοφοβικής γυναίκας με απολυτήριο δημοτικού που έχει επηρεάσει το έργο μου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.

Είμαι εφτά χρονών νομίζω. Η γιαγιά μου με κατσαδιάζει για τον τρόπο που τρώω: “Βγάλε το καλαμάκι απ’ το στόμα σου. Οι άντρες δεν πίνουν με καλαμάκι. Πέτα το τώρα και σήκω όρθιος”. Για την εμφάνισή μου: “Δίος μίο, πετσί και κόκαλο είσαι. Γι’ αυτό σε βαράνε τα αγόρια στο σχολείο. Ακόμα κι ένα κορίτσι μπορεί να σε δείρει. Φάε την μπριζόλα σου γιατί θα δεις τι θα πάθεις”. Για τους φίλους μου: "Δεν σε ξαναπηγαίνω στο σπίτι του Ενρίκε. Είναι μαμόθρεφτο. Δεν θέλω να ξαναπαίξεις μαζί του. Δεν με νοιάζει τι λες, στο δωμάτιό του αντί για στρατιωτάκια έχει κούκλες. Με κούκλες θες να παίζεις; Αυτό θέλεις, σενιορίτα;”

Για τα παιχνίδια μου: “Είπα στη μητέρα σου να μη σου πάρει μαρκαδόρους για τα Χριστούγεννα. Πρέπει να βγεις έξω και να παίξεις σαν άντρας, όχι να κάθεσαι εδώ μέσα και να ζωγραφίζεις σαν κοριτσάκι όπως κάνει αυτή η μαρικόν, ο Χουάν Αλμπέρτο”. Για τον τρόπο που μιλάω: “Σαν κοριτσάκι ακούγεσαι στο τηλέφωνο. Πότε θα αλλάξει η φωνή σου;” Για το περπάτημά μου: “Σταμάτα να σέρνεις τα σανδάλια σου και να κουνιέσαι σαν αδελφούλα. Περπάτα όμορφα, μας κοιτάει κόσμος!” Ό,τι και να κάνω είναι λάθος (“Δεν θα σου περάσει, εγώ θα σε κάνω άντρα...”), φοβάμαι να μιλήσω (“...θα το δεις...”), φοβάμαι να ζητήσω οτιδήποτε (“...ακόμα κι αν με στείλεις στον τάφο!”) , ντρέπομαι που είμαι ζωντανός.

Στα τριάντα ένα μου κάθομαι σε ένα τραπέζι υπό το φως των κεριών, απέναντι από τον άντρα που θα γίνει ο σύζυγός μου. Του μιλάω για τη γιαγιά μου και τους μηχανισμούς που ανέπτυξα για να την αντιμετωπίσω, και πώς αυτοί οι μηχανισμοί με οδήγησαν στο γράψιμο και έγιναν μέρος της δημιουργικής μου διαδικασίας. Αποτραβηγμένος και εσωστρεφής, έγινα παρατηρητής του κόσμου αντί να συμμετέχω σε αυτόν. Για να μπορέσω να επιβιώσω συναισθηματικά, έμαθα να διαβάζω το περιβάλλον μου πολύ προσεκτικά και να ανταποκρίνομαι με τρόπο που να μην προκαλεί το χλευασμό και την οργή της γιαγιάς μου. Εξηγώ στο μέλλοντα σύζυγό μου ότι παραμένω αυτό το ήσυχο, καταπιεσμένο παιδί όποτε είμαι σε ένα δωμάτιο γεμάτο με κόσμο. Προσπαθώ να γίνομαι όσο πιο αόρατος μπορώ, αλλά την ίδια στιγμή συγκρατώ με τις αισθήσεις και το συναίσθημα κάθε λεπτομέρεια και αργότερα κάποια απ’ αυτές μπορεί να εμφανιστεί σε ένα ποίημα.

Πολλοί περιγράφουν τη δουλειά μου σαν ζωντανή και γεμάτη χυμούς· οι συγγενείς μου μένουν κατάπληκτοι διαβάζοντας στα ποιήματα μικρές λεπτομέρειες της οικογενειακής ζωής που έχω καταφέρει να συγκρατήσω. Το αποδίδω στις δεξιότητες που αναγκάστηκα να καλλιεργήσω μεγαλώνοντας. Συνειδητοποιώ όμως και για ποιον λόγο στράφηκα στα γράψιμο. Γράφοντας μπορώ να συμμετέχω στον κόσμο, να νιώθω ζωντανός. Ταυτόχρονα παραμένω ασφαλής στη θέση του παρατηρητή, μέσα στο δωμάτιό μου, καθισμένος στο γραφείο μου, εκεί που κανείς, και ειδικά η γιαγιά μου, δεν μπορεί να με πειράξει.

Είμαι σίγουρα οκτώ χρονών. Το θυμάμαι με τόση βεβαιότητα γιατί η γιαγιά μου είναι εκτός εαυτού που έχω γίνει οκτώ χρονών και δεν έχω μάθει ακόμα ποδήλατο. “Αλλά τι να περιμένει κανείς...” Ξεκινάει την πρόταση και αφήνει τη συνέχεια σε μένα. Τι να περιμένει κανείς από ένα κοριτσάκι, έναν τοιούτο, μια αδελφούλα; Έχω μάθει πια πολύ καλά τι είμαι. “Θα σε μάθω εγώ. Βάλε τα αθλητικά σου και πάμε”. Φτάνουμε με τα πόδια μέχρι το πάρκινγκ, δίπλα στην εκκλησία, ανεβαίνω στη σέλα, κάνω πετάλι και πέφτω· κάνω πετάλι και πέφτω· κάνω πετάλι και καταφέρνω μετά από πολλά να ισορροπήσω τέλεια, αφήνοντας τη γιαγιά μου πίσω να χειροκροτεί και να φωνάζει: “¡Andale! Επιτέλους ¡Andale!”.

Στο δρόμο για το σπίτι κάνω ποδήλατο δίπλα της καθώς με καμαρώνει και με φιλάει στο μέτωπο: “Κε μπιεν! Τα κατάφερες περίφημα. Κε μάτσο!” Το βράδυ μου φτιάχνει το αγαπημένο μου κοτόπουλο φρικασέ με έξτρα ελίτσες ειδικά για μένα. Για μια στιγμή μπορώ σχεδόν να πιστέψω πως μ’ αγαπάει, πως δεν θα με πει ξανά αδελφούλα, πως θα μ’ αφήσει να παίξω με τους κοριτσίστικους μαρκαδόρους και τα λέγκο μου. Αλλά το ίδιο βράδυ διώχνει απ’ την αγκαλιά μου το γάτο μου τον Φέρμπι: “Κόφ’ το. Μοιάζεις με κοριτσάκι έτσι που κάθεσαι και χαϊδεύεσαι με το γατί. Γιατί δεν σου αρέσουν οι σκύλοι;” Για τη γιαγιά μου ακόμα και το ζωάκι μου είναι λάθος.

28 χρόνια μετά ένας άλλος θεραπευτής με συμβουλεύει να αγοράσω μια γάτα, θεωρώντας πως θα μου κάνει καλό να κανακέψω λίγο τον εαυτό μου. Παίρνω ένα αδέσποτο με βούλες λεοπάρδαλης που τον φωνάζω Βούδα και με ακολουθεί παντού μέσα στο σπίτι. Ο Βούδας χαϊδεύεται πάνω μου, στα χέρια και το στομάχι μου, τον σηκώνω ψηλά και μου γλείφει τα φρύδια. Αν και είναι κατοικίδιο μοιάζει να με αγαπάει άνευ όρων, σε αντίθεση με τη γιαγιά μου που με αγαπούσε μόνο όταν έπαιζα ποδόσφαιρο, όταν περπατούσα χωρίς να κουνάω τα χέρια μου πέρα-δώθε, όταν στεκόμουν και συμπεριφερόμουν όπως το “σωστό” αγόρι που ήθελε να μεγαλώσει. Από πολύ μικρός έμαθα να πιστεύω ότι η αγάπη πάντα προσφέρεται με όρους. Επειδή δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν, έκλεισα όλα τα κανάλια συναισθηματικής επικοινωνίας με τους άλλους. Φοβήθηκα να αγαπήσω γιατί κανείς δεν μπορούσε να αγαπήσει μια “αδελφούλα” σαν κι εμένα: ούτε οι γονείς μου, ούτε τα αδέλφια μου, ούτε οι εραστές μου. Ως υποκατάστατο της πραγματικής επαφής, προσπάθησα να επικοινωνήσω συναισθηματικά με τους άλλους μέσα από το γράψιμο. Μέσα από τους στίχους ενός ποιήματος μπορούσα να αγαπήσω από ασφαλή απόσταση, να αγαπήσω εικονικά. Μπορούσα να γράψω αυτά που δεν τολμούσα να πω, να γίνω τρωτός και ευάλωτος.

Είμαι εννιά, ίσως δέκα, κάθομαι στον καναπέ και ξεφυλλίζω έναν κατάλογο μιας εταιρείας ρούχων. Σελίδες επί σελίδων γεμάτες με άντρες, άντρες χωρίς πουκάμισα, άντρες που φοράνε στενά εσώρουχα, άντρες με μπότες στα πόδια. Θέλω να τους αγγίξω, αφήνω τα δάχτυλά μου να χαϊδέψουν τα άτριχα σώματά τους, τα τριχωτά τους σώματα, τα χέρια, το στήθος και τον καβάλο τους. Νιώθω όμορφα. Νιώθω απαίσια. Θέλω να χαϊδέψω τον εαυτό μου αλλά δεν μπορώ γιατί ξέρω πως αυτό εννοεί η γιαγιά μου όταν με λέει αδελφούλα, ξέρω πια πολύ καλά τι εννοεί. Το ξέρει πως το ξέρω και ξέρει πολύ καλά τι κάνω όταν μπαίνει φουριόζα στο δωμάτιο.

Πριν προλάβω να βάλω τον κατάλογο πίσω στη στοίβα με τα περιοδικά, τον αρπάζει απ 'τα χέρια μου, τον πετάει κάτω και μου φωνάζει: “Σταμάτα να κάνεις σαν πουστράκος. Θες να σε γράψω στο μπαλέτο; Αυτό θες; Βγες έξω τώρα και πήγαινε να παίξεις όπως όλα τα αγόρια”. Αντί να βγω, τρέχω στο δωμάτιό μου, σκίζω μια σελίδα από το τετράδιό μου και γράφω: “Εγώ, ο Ρίτσαρντ ντε Χεσούς Μπλάνκο, ορκίζομαι να μην ξανακάνω ποτέ, μα ποτέ, αυτό που έκανα σήμερα. Μάρτυράς μου ο Θεός”. Υπογράφω, βάζω ημερομηνία, κλείνω τη σελίδα σε έναν φάκελο και βάζω το φάκελο κάτω απ' το στρώμα μου.

Τριάντα δύο, ίσως και τριάντα τρία χρόνια μετά, θυμάμαι πως φοβόμουν ακόμα κι αυτό που είχα γράψει τότε, φοβόμουν πως η γιαγιά μου θα μπορούσε να το είχε βρει και να προδοθώ. Ένας φόβος που παρέμεινε πολύ μετά τα τριάντα και με εμπόδιζε από το να αποκαλυφθώ στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές μου. Τα λίγα ερωτικά ποιήματα που τόλμησα να εκδόσω ήταν όλα γραμμένα στο δεύτερο πρόσωπο, χρησιμοποιώντας την άφυλη αντωνυμία “Εσύ”, ενώ στις αφιερώσεις δεν χρησιμοποιούσα ποτέ ονόματα, παρά μόνο αρχικά. Όλοι οι πολυαγαπημένοι μου και οι σχεδόν αγαπημένοι είχαν μεταμορφωθεί σε ανώνυμα αρτικόλεξα, σε συνθηματικά ακρωνύμια μιας σεξουαλικότητας που είχα την ελπίδα πως η γιαγιά μου δεν θα ανακάλυπτε ποτέ. Η λογοτεχνική μου ντουλάπα παρέμενε ερμητικά κλειστή ενώ η καταγωγή μου χρησίμευε ως καμουφλάζ: Αφού δεν μπορούσα να γράψω για την ερωτική μου ταυτότητα έγραφα για την πολιτισμική, για την εμπειρία ενός κουβανού που μεγαλώνει στην Αμερική. Όχι πως αυτά τα ζητήματα δεν με απασχολούσαν ή δεν συνεχίζουν να με απασχολούν μέχρι σήμερα. Αλλά ήταν η σκιά της γιαγιάς μου που με εμπόδιζε να εξερευνήσω το έργο των ομοφυλόφιλων λογοτεχνών, πόσο μάλλον να γράψω για τη σεξουαλικότητά μου και τα παιδικά μου χρόνια μαζί της. Στο μυαλό μου δεν ήμουν “ένας απ' αυτούς”· αλλά φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια.

Είμαι 26 και επισκέπτομαι την Κούβα για πρώτη φορά. Τρώμε στο σπίτι της θείας Μίμα όταν μαθαίνω ότι ο γιος της Γκιλμπέρτο αυτοπυρπολήθηκε και πέθανε σε ηλικία οκτώ χρονών. Συμπάσχω απόλυτα αυτό το παιδί, αυτό το αγόρι που δεν γνώρισα ποτέ. Σαν αστραπή θυμάμαι πως ένιωθα και τι εννοούσα όταν έγραφα εκείνο το σημείωμα. Αυτό το συναίσθημα απόγνωσης, την επιθυμία να βάλω τέρμα στη ζωή μου, τη βαθιά ριζωμένη θλίψη της παιδικής μου ηλικίας. Μια θλίψη που δεν με έχει αφήσει ποτέ και οι θεραπευτές μου την ονομάζουν "δυσθυμία” – μια μόνιμη αλλά χαμηλής έντασης κατάθλιψη. Στα 41 μου συνειδητοποιώ ότι αισθάνομαι έτσι όλη μου τη ζωή και πως γράφω πάντα από τη συγκεκριμένη ψυχολογική γωνία. Με εμπνέει η μελαγχολία που βλέπω να καθρεφτίζεται στους άλλους, στον κόσμο και οι τρόποι που την αντιμετωπίζουμε. Προσπαθώ να αιχμαλωτίσω τη θλίψη και μέσω της γλώσσας να τη μεταμορφώσω σε κάτι όμορφο, γεμάτο νόημα. Μπορεί κατά τη διάρκεια της καριέρας μου να μην έχω γράψει κάτι με στόχο το γκέι κοινό, όμως ως προς τη θεματολογία έχω υπάρξει ασυνείδητα ένας καθαρά ομοφυλόφιλος συγγραφέας: Προσπαθούσα πάντα να φτιάξω λεμονάδα από λεμόνια, κάστρα από λάσπη, ομορφιά μέσα απ’ τον πόνο.

Θα είχα γίνει άραγε ποτέ ποιητής χωρίς την κακομεταχείριση της γιαγιάς μου; Ίσως, αλλά δεν θα ήμουν ο ίδιος ποιητής, ούτε θα έγραφα τα ίδια έργα. Όπως και νά 'χει, η κληρονομιά της ήταν να ενσταλάξει μέσα μου χωρίς να το θέλει κατανόηση σχετικά με την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θα μπορούσα να πω ότι η γιαγιά μου είναι μια σατανική μέγαιρα, να την ξεγράψω και να ξεμπερδεύω. Αλλά το παράδειγμά της με κάνει να καταλάβω ότι δεν υπάρχουν απόλυτα μεγέθη στις ανθρώπινες σχέσεις. Όλοι οι άνθρωποι, κι εγώ ο ίδιος ανάμεσά τους, δεν είναι πάντα καλοί ή πάντα κακοί.

Δεν λένε πάντα αυτό που εννοούν· και δεν εννοούν πάντα αυτό που λένε. Η γιαγιά μου με αγάπησε όσο καλύτερα μπορούσε, ίσως με τον ίδιο τρόπο που την είχαν αγαπήσει και την ίδια. Η προσπάθειά της “να με κάνει άντρα” ήταν μια σκληρή και βάναυση εκδοχή αυτής της αγάπης, αλλά χωρίς να το θέλει έπλασε τον καλλιτέχνη που είμαι σήμερα. Έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από τότε που το συνειδητοποίησα: Κάθομαι μόνος δίπλα της ενώ είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Την έχουν ναρκώσει με φάρμακα. Τα σωληνάκια στο λαιμό της δεν την αφήνουν να μιλήσει. Δεν μπορεί πια να μου πει κάτι απαίσιο. Καθώς την κοιτάω, περνάνε σαν ταινία από τη μνήμη μου όλες οι λέξεις και οι φράσεις με τις οποίες με στόλιζε. Βγάζω ένα σημειωματάριο και αρχίζω να γράφω μερικούς στίχους για ένα ποίημα που το ονομάζω “Οι Φωνές της”. Είναι το πρώτο ποίημα που θα της αφιερώσω, το πρώτο ποίημα που θα γράψω γι' αυτήν και για τη σεξουαλικότητά μου. Το πρώτο ποίημα στο οποίο αποκαλύπτομαι.

Είμαι δώδεκα, είμαι τριάντα οκτώ, είμαι δεκαεπτά, είμαι τριανταενός, είμαι άντρας όταν ξυπνάει από τον λήθαργο, ανοίγει τα μάτια της διάπλατα, με κοιτάει, μου σφίγγει το χέρι και μετά γλιστράει μακριά, ήσυχα, σιωπηλά, χωρίς ούτε μία λέξη – και την αφήνω να φύγει».

{Mετάφραση από εδώ. Μερικά ποιήματα του Μπλάνκο εδώ και εδώ}