Πολιτικη & Οικονομια

Σχετικά με τη δίωξη της Σώτης Τριανταφύλλου

Αντί να συζητάμε το δύσκολο θέμα του Ισλάμ και της ισλαμικής τρομοκρατίας, αναθέτουμε την ελευθερία του λόγου στα δικαστήρια

Βάσω Κιντή
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

To επίδικο σχετικά με τη Σώτη Τριανταφύλλου σε αυτή τη φάση είναι η δίωξη, όχι οι απόψεις της γενικά. [Και η δίωξη αποτρέπει, δυστυχώς, από το να συζητηθούν οι απόψεις της επί της ουσίας.] Επί της δίωξης, λοιπόν, υπάρχουν αυτοί που την υποστηρίζουν και αυτοί που είναι κατά. Από αυτούς που την υποστηρίζουν, ένας έκανε την αναφορά, ο κ. Δημητράς, επικεφαλής μια ΜΚΟ, του ΕΠΣΕ, και ζήτησε από τη δικαιοσύνη τη δίωξή της μαζί με πλήθος άλλων, άνω των 100 όπως λέει ο ίδιος, σε διάφορες φάσεις. Εκ των υστέρων, φαίνεται σαν να επιχειρείται να αποσιωπηθεί αυτή η συμμετοχή σε αυτή τη δίωξη. Υπάρχουν και άλλοι που υποστηρίζουν τη δίωξη:

όσοι έχουν δυσανεξία στην ίδια τη Σώτη Τριανταφύλλου για τις γενικότερες πολιτικές παρεμβάσεις της και την κυνηγούν ακόμη και με φυσική βία (βλ. αυγά σε παλαιότερη παρουσίαση βιβλίου) 

όσοι έχουν δυσανεξία εν γένει στον λόγο που δεν τους αρέσει, τους ενοχλεί, είναι αντίθετος με τον δικό τους και θέλουν να τον εξοστρακίσουν ακόμη και δικαστικά (διάφοροι σταλινικής αντίληψης)

όσοι έχουν βρει στον αντιρατσιστικό νόμο ένα μηχανάκι από το οποίο περνούν φράσεις, τσιτάτα και κείμενα σωρηδόν για να αποσταχτεί και να διωχθεί ο ρατσιστικός λόγος. Σαν μια κρησάρα λόγου σε μια λογική καθαρμού. Έτσι δημιουργούνται όμως συνθήκες ανευλευθερίας και φόβου στον δημόσιο χώρο αφού θα πλανάται διαρκώς ως φάσμα μία πιθανή δίωξη ειδικά εάν θέλει κανείς να πει κάτι αντιδημοφιλές.

Στην άλλη πλευρά, εναντίον της δίωξης, μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής κατηγορίες:

όσοι συμφωνούν επί της ουσίας με τις απόψεις της ΣΤ και θεωρούν ότι όχι απλώς δεν πρέπει να διωχθούν αλλά να επιδοκιμαστούν.

όσοι είναι υπέρ του απόλυτου δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση και θεωρούν ότι ακόμη και ο ρατσιστικός, μισαλλόδοξος λόγος δεν πρέπει να διώκεται δικαστικά αλλά μόνο με αντίκρουση λόγου. Ορισμένοι από αυτούς θεωρούν ότι ο λόγος της ΣΤ είναι ρατσιστικός (βλ. Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) ενώ άλλοι όχι. Πάντως για την ουσία του επιχειρήματος, είναι αδιάφορο εάν ο λόγος της ΣΤ είναι ρατσιστικός. Για την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου π.χ., η κρίση περί ρατσιστικού λόγου της ΣΤ χρησιμοποιείται απλώς αντισταθμιστικά στην εναντίωσή τους στη δίωξη αφού για το ίδιο το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου όπως λέει ο Παναγιώτης Τσιάλας, «Αγγαρεία κάνουν, ποινήν εκτίουν»

όσοι είναι εναντίον του αντιρατσιστικού νόμου είτε γιατί θεωρούν ότι θίγει το απόλυτο δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, είτε γιατί είναι κακογραμμένος και θα χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά. Έτσι δεν θέλουν να χρησιμοποιείται. Θεμιτό επιχείρημα που δεν αναιρείται με το να λέγεται ότι αφού υπάρχει ο νόμος πρέπει να τον χρησιμοποιούμε ή, χειρότερα, αφού υπάρχει είναι σωστός (βλ. διάκριση νόμιμου-ηθικού).

• όσοι δεν είναι εναντίον του αντιρατσιστικού νόμου, δεν θεωρούν την ελευθερία της έκφρασης απόλυτο δικαίωμα και δεν θεωρούν ότι ο λόγος της ΣΤ είναι ρατσιστικός.

Βάζω τον εαυτό μου σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία. Δεν θεωρώ ότι πρέπει να προστατεύεται οποιοσδήποτε λόγος και δεν θεωρώ ότι ένας νόμος μπορεί ποτέ να είναι full-proof ως προς πιθανή κακομεταχείρισή του. Υπάρχουν ασφαλώς διαβαθμίσεις για το πότε ένας νόμος είναι καλά διατυπωμένος αλλά ποτέ δεν μπορεί να αποκλειστεί καταχρηστική ερμηνεία του. Επί του επίδικου λέω ότι παρότι διαφωνώ σε πολλά με τις απόψεις της ΣΤ, δεν θεωρώ ότι ο λόγος της είναι ρατσιστικός, πολύ δε περισσότερο δεν θεωρώ ότι παρακινεί σε πράξεις βίας. Αλλά δεν μπορώ να το αναπτύξω εδώ. Αυτό που με ενοχλεί με τη δίωξη είναι ο κίνδυνος να αναπτυχθεί ένα περιβάλλον παρακολούθησης, καχυποψίας και διωγμού κάθε φωνής που μπορεί να αποκλίνει, να είναι προκλητική, να θέτει δυσάρεστα θέματα, πράγμα που θα κάνει τον δημόσιο βίο ασφυκτικό και ανελεύθερο. Ασφαλώς διωγμό υφίστανται και τα θύματα ρατσιστικού λόγου και επιθέσεων γι’ αυτό δεν είμαι εν γένει εναντίον του αντιρατσιστικού νόμου. Αλλά δεν μπορούμε να αναθέτουμε ή να παραπέμπουμε την ελευθερία του λόγου στα δικαστήρια. Δεν πρέπει να αποποιούμαστε την ευθύνη της κρίσης και της δημόσιας αντιπαράθεσης. Δεν μπορούμε να λέμε συλλήβδην, «ας πάει η τάδε άποψη στα δικαστήρια να κριθεί». Ή να λέμε «εμείς θα τα παραπέμπουμε όλα που θεωρούμε ύποπτα κι ας κρίνουν οι δικαστές». [Καταλαβαίνω ότι μία ΜΚΟ συστήνεται με αυτόν ακριβώς τον στόχο, να παρακολουθεί και να παραπέμπει οποιαδήποτε ένδειξη ρατσισμού – δεν παύει όμως να με ανησυχεί μία πρακτική που μοιάζει να θέτει επί του δημόσιου βίου τη διαρκή λαιμητόμο της δικαστικής δίωξης. Μπορεί να έχουμε στην Ελλάδα πολλά φαινόμενα ρατσισμού αλλά οι μαζικές αναφορές μπορεί να δείχνουν και έλλειψη διάκρισης.] Οι δικαστές είναι εκεί για να κρίνουν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αλλά δεν θα τους κάνουμε διαρκείς επόπτες της δημόσιας ζωής. Η αντιπαράθεση ιδεών είναι πρωτίστως δική μας ευθύνη, των πολιτών.

Δυστυχώς η δίωξη αλλάζει τα πεδίο συζήτησης. Αντί να συζητάμε το δύσκολο θέμα του Ισλάμ και της ισλαμικής τρομοκρατίας υποβάλλοντας σε έλεγχο και τις απόψεις της ΣΤ, τις παραπέμπουμε στα δικαστήρια. Ο Απόστολος Δοξιάδης κάνει τον κόπο να συζητήσει αυτό ακριβώς το θέμα: την παραπομπή της ΣΤ στο δικαστήριο. Σε ένα μείζον ζήτημα της δημόσιας ζωής αναλαμβάνει την ευθύνη, κρίνει επί της ουσίας (δεν συμφωνώ σε όλα) και παίρνει θέση, εκείνη τη θέση που στο συγκεκριμένο επίδικο θεωρώ σωστή. Δείχνει έναν δρόμο δημόσιας συζήτησης που στην Ελλάδα αποφεύγουμε. Προτιμάμε, αντί να κρίνουμε συγκεκριμένα επί της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης με τις ιδιαιτερότητες και τη συνθετότητα που έχει, να ξεμπερδεύουμε και να τοποθετούμαστε γρήγορα και εύκολα ιδεολογικά και μανιχαϊστικά και όχι πάνω στο τραχύ έδαφος της πραγματικότητας και της ουσίας. Μακάρι να τελειώσει γρήγορα η υπόθεση με την παραπομπή ώστε να συζητηθούν σε άλλη βάση και οι απόψεις της ΣΤ.