Πολιτικη & Οικονομια

Τι συνδέει τον Μακρόν με τη Σώτη Τριανταφύλλου και τον Νίκο Δήμου

Με μίνι αναφορά και στη Χρυσή Αυγή

Δημήτρης Φύσσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προφανώς σε πολλούς/ές θα φανεί αυθαίρετο, μα νομίζω πως μια έντονη σχέση συνδέει τρία γεγονότα που απασχόλησαν και/ή  απασχολούν την επικαιρότητά μας: το «διαβόητο» tweet του κ. Νίκου Δήμου ενάντια στον πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα, τη δικαστική εμπλοκή της κ. Σώτης Τριανταφύλλου για ένα  άρθρο της σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα και τη νίκη του κ. Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία. 

Πριν  διατυπώσω τη σύνδεση των τριών περιπτώσεων, να θυμίσω τα γεγονότα:

Α. Στις 25 Απριλίου, ο κ. Δήμου τουιτάρησε: «Αν ο Αλέξης αντί για την κνίτισα Περιστέρα είχε ερωτευθεί την καθηγήτριά του, ίσως είχε γίνει ο Έλληνας Μακρόν. Τώρα όμως έμεινε αμόρφωτος». Μετά τις εντονότατες αντιδράσεις υπαναχώρησε ως εξής: «Πάντως το σημερινό tweet παρεξηγήθηκε – δεν πέρασε το χιούμορ κι έμοιασε με προσωπική επίθεση. Το διαγράφω και ζητώ συγγνώμη. Ήταν ατυχές».

Β. Στις 14.11.2015, μετά την πολύνεκρη ισλαμoφασιστική επίθεση στο «Μπατακλάν», η κ. Σώτη Τριανταφύλλου, σε άρθρο της σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα και κάτω από τον τίτλο «Rock and roll will never die», είχε γράψει, ανάμεσα στ’ άλλα:  «όπως έλεγε ο Μάρκο Πόλο, 'φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι'». Ο κ. Παναγιώτης Δημητράς, διαχειριστής του blog «Παρατηρητήριο Ρατσιστικών Εγκλημάτων» και γνωστός φιλελέυθερος, κινήθηκε νομικά (μεταξύ άλλων και) ενάντια στη συγγραφέα, επικαλούμενος τον αντιρατσιστικό νόμο και υπονοώντας ότι η κ. Τριανταφύλου μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλεί ισλαμοφοβική βία. Ο εισαγγελέας το δέχτηκε και η ποινική δίκη προσδιορίστηκε, τελικά, για τις 21 Ιουλίου. Η κ. Τριανταφύλλου ανταπάντησε με μια δήλωση που κατέληγε: «Δεν πρόκειται να υποχωρήσω – είμαι αυτή που είμαι και πιστεύω αυτά που πιστεύω. Και δεν αναζητώ ούτε οπαδούς, ούτε θαυμαστές ώστε να κάνω συμβιβασμούς. See you in court».

Γ. Στις 3 Μαΐου, ο κεντρώος κ. Μακρόν και η ακροδεξιά κ. Λεπέν προχώρησαν σε ντιμπέιτ ενόψει του δεύτερου γύρου της προεδρικής εκλογής στη Γαλλία. 

Και στις τρεις περιπτώσεις, η κοινή βάση είναι η ελεύθερη έκφραση: με χιούμορ (στην περίπτωση Δήμου), με ιστορική αναφορά (πιθανά λαθεμένη) στην περίπτωση Τριανταφύλλου, με αντιμαχόμενη ισηγορία στην περίπτωση Μακρόν.

Ο κ. Δήμου υποχρεώθηκε να ανακαλέσει το ευφυές του σχόλιο, παρόλο που ό,τι έγραψε  ή είναι χιουμοριστικό ή όχι.  Αν είναι χιουμοριστικό (που είναι, εξαιτίας ενός από τα βασικά γνωρίσματα του χιούμορ, που είναι βέβαια ο φαινομενικός παραλογισμός μις ορισμένου είδους αναλογίας), τότε είναι παράλογο να προκαλεί αντιδράσεις, ακόμα και στους κατεξοχήν στερούμενους χιούμορ ανθρώπους των άκρων. Αν δεν είναι, τότε πρέπει να κριθεί επί της ουσίας. Και επί της ουσίας δε λέει κανένα ψέμα: αν δεχτούμε την υπόθεση, τότε ισχύει και η απόδοση. Εκτός αν κανείς θέλει να υποστηρίξει στα σοβαρά ότι ο πρωθυπουργός μας είναι μορφωμένος.   

Σε οποιαδήποτε από τις δυο περιπτώσεις, η υποχώρηση του κ. Δήμου αποτελεί νίκη της ανελεύθερης έκφρασης και της λεγόμενης "πολιτικής ορθότητας" στην έκφραση- κι αυτό δεν μπορεί να καλυφτεί από την καλή προαίρεση και πίστη του ίδιου. (Επιπλέον, το έλασσον αυτό γεγονός επιβεβαίωσε τον κοινό τόπο, ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο στο να μπορέσουν να συμπέσουν οι ανθρωποι, απ΄ ό,τι η περί χιούμορ αντίληψη).  

Η κ. Τριανταφύλλου, από την άλλη, αντιμετωπίζει προβλήματα εξαιτίας του αντιρατσιστικού νόμου. Αν μου επιτρέπεται να έχω γνώμη, η γνώμη μου είναι ότι ο νόμος είναι λαθεμένος. Σχεδόν τα πάντα μπορούν να θεωρηθούν «ρατσιστικά», ανάλογα ποιος το βλέπει και –κυρίως– ποιος δικαστής το κρίνει. Ένας τέτοιος «αντιρατσιστικός» νόμος μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε ενάντια σε οποιονδήποτε. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, δε χρειάζονται ειδικοί νόμοι κατά του ρατσισμού, όπως δε χρειάζονται ειδικοί νόμοι για την από του Τύπου έκφραση, ούτε ειδικοί νόμοι υπέρ της "πολιτικά ορθής" έφρασης, ούτε βέβαια νόμοι ενάντια σε οποιαδήποτε κοινωνικοϊστορική άποψη ή την άρνησή της. Από την άποψη αυτή, δικαίωμα της κ. Τριανταφύλλου είναι να λέει αυτά που λέει, και πολλά άλλα, στο άρθρο αυτό / σε άλλα άρθρα / στο συναφές δοκίμιό της,  κι όποιος νομίζει ότι θίγεται προσωπικά ή έχει έννομο συμφέρον ας πράξει τα δέοντα με βάση την υπάρχουσα νομοθεσία. 

Κλασικό παράδειγμα: η άρνηση του Ολοκαυτώματος. Αν δικάζεις τον άλλο επειδή αρνείται το Ολοκαύτωμα, τότε α) δεν υπάρχει περίπτωση να τον πείσεις β) τον ηρωοποιείς σ’ ένα μέρος της κοινής γνώμης γ) αποφεύγεται η δημόσια συζήτηση για το θέμα – γίνεται δηλαδή αυτό ακριβώς που θέλει ο αρνητής. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι δημόσια συζήτηση και  ήρεμη έκθεση επίμονων επιχειρημάτων μ’ ένα συντονιστή κοινής αποδοχής, που θα εξασφαλίζει την ισηγορία. Στην περίπτωση αυτή, ο ακραίος είτε θ΄αρνηθεί ολωσδιόλου τη συζήτηση είτε  θα προσέλθει μεν, αλλά ή θα θυμώσει ή θα φανεί γυμνός από επιχειρήματα ή θα απειλήσει ή θα ακούγεται σα χαλασμένο τηλέφωνο ή θα φύγει. Σε κάθε περίπτωση, ο δημοκρατικός συζητητής θα κερδίσει, στα μάτια του ουδέτερου ή του ταλαντευόμενου πολίτη (γιατί –πάντα– γι’ αυτόν γίνεται κάθε συζήτηση).

Πράγμα που μας φέρνει στην περίπτωση Μακρόν. Το ενδιαφέρον εδώ είναι διπλό: ο κεντρώος υποψήφιος και δέχτηκε να μιλήσει με την ακροδεξιά αντίπαλό του και δεν είχε καμιά δυσκολία να τη «νικήσει» λεκτικά, όπως έδειξαν τόσο οι μετρήσεις αμέσως μετά τη διαδικασία, όσο και το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ο κ. Μακρόν, πηγαίνοντας κόντρα σε ό,τι είχε κάνει ο κ. Σιράκ το 2002 απέναντι στον πατέρα της κ. Λεπέν, δε δίστασε στιγμή – και δεν έχασε. Ζύγιασε από τη μια το πόση νομιμοποίηση έδινε στην Άκρα Δεξιά η ισότιμη συζήτηση μαζί της κι από την άλλη το πόσο κέρδος θα έδινε στην υποψήφιά της η άρνηση της συζήτησης, την οποία φυσικά εκείνη θα την έκανε σημαία της. Και αποφάσισε ότι θα μιλήσει μαζί της. 

Η αναλογία με τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή είναι προφανής: όσο τα άλλα κόμματα αρνούνται να συζητήσουν μαζί της, τόσο αυτή κερδίζει. Όπως οι έμποροι των ναρκωτικών ένα μόνο πράγμα φοβούνται, τη νομιμοποίηση των ουσιών, έτσι και οι νεοναζιστές (κι όχι μόνο αυτοί) ένα μόνο πράγμα φοβούνται: την ελεύθερη συζήτηση, με ίσα δικαιώματα των συζητητών. 

d.fyssas@gmail.com