Πολιτικη & Οικονομια

Εκπαιδεύοντας τους πολίτες

Αν σήμερα η οργή μετατοπίζεται προς τους χθεσινούς θιασώτες των αγανακτισμένων, γιατί δεν έκαναν το γάιδαρο να πετάξει, αύριο, η ίδια οργή θα στραφεί προς κάθε προσπάθεια εφαρμογής των ωφέλιμων μεταρρυθμίσεων

Λεωνίδας Καστανάς
ΤΕΥΧΟΣ 611
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προχτές ένας καλός φίλος μού θύμησε ότι η Ιρλανδία μπήκε στην ΕΟΚ το 1973. Το 1975 έβαλε σε εφαρμογή ένα εθνικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, με έμφαση στην εκπαίδευση ενηλίκων. Μάλιστα, σκηνές από τη σχολική ζωή απεικονίζονταν στα εθνικά της χαρτονομίσματα. Το πρόγραμμα απέδωσε 20 χρόνια αργότερα. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Ιρλανδία εκτοξεύθηκε κι από μια φτωχή χώρα έφτασε στο 150% του μέσου κοινοτικού κατά κεφαλήν εισοδήματος μια δεκαετία αργότερα. Η Ελλάδα ακολούθησε την αντίστροφη πορεία. Το βιοτικό της επίπεδο ανέβαινε σταθερά από το ’81 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 2000, ενώ τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παιδείας της χειροτέρευαν. Νομοτελειακή, λοιπόν, η κατάρρευσή της.

Η Ελλάδα όχι μόνο αρνήθηκε να εκσυγχρονίσει όλες τις εκπαιδευτικές της βαθμίδες, αλλά αγωνίστηκε σκληρά για να καταστρέψει και τον υπάρχοντα εκπαιδευτικό ιστό. Ανακάλυψε αργά τη λεγόμενη αντιαυταρχική εκπαίδευση και την εφάρμοσε τόσο λάθος ώστε να εξυπηρετεί τη βασική λαϊκίστικη εθνική αφήγηση, αλλά και τους εμπλεκόμενους με αυτή.  Το λεγόμενο «δημοκρατικό σχολείο» ήταν και είναι εθνοκεντρικό, αντιδυτικό και ταυτόχρονα χαλαρό και ανεξέλεγκτο. Παράγει ολοένα και περισσότερους ημιμαθείς πολίτες με χαμηλή συνείδηση ατομικής ευθύνης. Με ελάχιστη πολιτειακή Παιδεία, καμία γνώση δημόσιων οικονομικών, καμία συναίσθηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου και ογκώδη άγνοια της πρόσφατης παγκόσμιας Ιστορίας. Αντιθέτως, η νεολαία μαθαίνει ότι αποτελεί μέρος ενός ανάδελφου έθνους, βαλλόμενου από παντού και δη από τους κακούς καπιταλιστές και νεοφιλελεύθερους της Δύσης που σήμερα τυγχάνει να είναι και τοκογλύφοι - δανειστές. Η αγάπη μας για τον Πούτιν και τη Ρωσία του είναι ενδεικτική.  

Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα της MRB το 58% θεωρεί κακή επιλογή την ένταξη στην ΕΕ, ενώ το 72% απεχθάνεται τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα. Αντιθέτως, το 75% τάσσεται υπέρ της «κλειστής, προστατευμένης οικονομίας». Ο θεσμός του κοινοβουλίου απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του 0,5% των πολιτών, ενώ συγκεντρώνουν ιδιαίτερα αρνητική εμπιστοσύνη θεσμοί όπως η ΕΕ (-43,1%), η ΕΚΤ (-55,4%) και το ΔΝΤ (-68,7%). Μια ιδιαίτερα αποτελεσματική φαιοκόκκινη προπαγάνδα έχει κάνει απίθανη δουλειά πάνω σε ένα ρωμαλέο σώμα πολιτών που έχει εκπαιδευτεί για να μισεί την πρόοδο, τη Δύση, την τεχνολογία, τα επιτεύγματα των οποίων απολαμβάνει και πασχίζει  να αποκτήσει. Και όμως ένα τέτοιο «διχασμένο κορμί» μπήκε στις 40 πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Είναι το ίδιο που βιώνει και θα βιώνει την ύφεση για πολλά χρόνια ακόμα, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη θα ανεβάζει τους ρυθμούς ανάπτυξης και σύντομα θα ξεχάσει την οικονομική κρίση που πέρασε.

Η κακή εκπαίδευση είναι αυτή που βοήθησε όσο τίποτα άλλο τις ετοιμοπόλεμες σειρήνες του λαϊκισμού να θριαμβεύσουν. Οι εθνολαϊκιστές, πάνω απ’ όλα, είναι οι ίδιοι ημιμαθείς γι’ αυτό και τερατολόγοι. Είτε ως πολιτικοί, είτε ως δημοσιογράφοι αναμασούν στερεότυπα και καταφεύγουν σε ευκολίες συνωμοσιολογίας και κινδυνολογίας προκειμένου να γίνουν πιστευτοί. Οι περισσότεροι δεν υποκρίνονται. Δεν ξέρουν και γι’ αυτό δεν μπορούν. Είναι ενδεικτικό  ότι το έτος 2017, τα δημόσια οικονομικά μιας ευρωπαϊκής χώρας διαχειρίζονται καθηγητές της μαρξιστικής οικονομίας και θιασώτες του «δεν πληρώνω». Απέναντί τους βρήκαν ένα μεγάλο πλήθος πολιτών που δεν είχαν στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών και διεθνούς δικαίου και ήταν έτοιμοι να πιστέψουν ότι όλα λύνονται με τον τσαμπουκά και την «πολιτική διαπραγμάτευση».          

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνήθηκε να κοινωνήσει την αλήθεια και να εκπαιδεύσει τους πολίτες του στις νέες συνθήκες, δηλαδή στην «τεχνολογία των μνημονίων». Τώρα, μετά από επτά χρόνια ύφεσης αυτό φαντάζει ακόμα πιο δύσκολο. Το γεγονός ότι ο ορθολογισμός και οι φιλοευρωπαϊκές ιδέες δεν δημιουργούν κοινωνικό ρεύμα, παρόλη την κυβερνητική αποτυχία των λαϊκιστών, έγκειται στην αδυναμία των αντίστοιχων ταγών να πείσουν για τα προφανή. Και δεν πείθουν, γιατί ακόμα και σήμερα δεν θέτουν ως προτεραιότητα τη διακίνηση της αλήθειας, απεναντίας την αποφεύγουν. Καταφεύγουν και αυτοί στην ευκολία της καταγγελίας των μόνιμα κακών κυβερνητικών πρακτικών αναμένοντας την πτώση του ώριμου φρούτου.

Δεν είναι όμως έτσι. Αν σήμερα η οργή μετατοπίζεται προς τους χθεσινούς θιασώτες των αγανακτισμένων, γιατί δεν έκαναν το γάιδαρο να πετάξει, αύριο, η ίδια οργή θα στραφεί προς κάθε προσπάθεια εφαρμογής των ωφέλιμων μεταρρυθμίσεων. Η χώρα βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ ένα μακρύ σπιράλ θανάτου με έδρα την άγνοια του δημοσίου συμφέροντος. Οι πολιτικοί και οι δημοσιολόγοι έχουν υποχρέωση να πληροφορήσουν την κοινωνία, όχι υπό τον τύπο της προπαγάνδας, αλλά υπό αυτόν της επιστημονικής απόδειξης. Έστω και την ύστατη στιγμή, να εκπαιδεύσουν τους πολίτες. Με παρρησία και συναίσθημα. Γιατί η σωστή «διδασκαλία» έχει και συναίσθημα όταν ο «δάσκαλος» αισθάνεται ότι διακονεί την αλήθεια.

Επιτέλους, το συναίσθημα δεν είναι μόνο η κακομοιριά, δεν είναι το χάιδεμα αυτιών και η εξαπάτηση. Το ερώτημα είναι πόσους πολιτικούς έχουμε που μπορούν να αποδείξουν την αλήθεια και πόσοι από αυτούς τολμούν να το κάνουν. Απέναντι σε ένα πλήθος που μιλάει άλλη γλώσσα.