Πολιτικη & Οικονομια

Η απομάγευση μιας «άγιας» συζήτησης

Με αφορμή την υποδοχή με τιμές Αρχηγού Κράτους του Αγίου Φωτός ειπώθηκαν τέτοιες ανοησίες που αν ζούσε ο Ορθός Λόγος θα παρακαλούσε τους «υπερασπιστές» του να μιλάνε λιγότερο 

Γιώργος Σιακαντάρης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή την υποδοχή με τιμές Αρχηγού Κράτους του Αγίου Φωτός ειπώθηκαν τέτοιες ανοησίες που αν ζούσε ακόμη ο Ορθός Λόγος στην Ελλάδα θα παρακαλούσε τους «υπερασπιστές» του και τους υπερασπιστές του διαχωρισμού Κράτους - Εκκλησίας να μιλάνε λιγότερο Κάθε φορά στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας προδίδει τις «μεγάλες απουσίες» Διαφωτισμού που για ιστορικούς λόγους χαρακτηρίζουν τη χώρα μας. Όταν όμως γράφω για «απουσίες Διαφωτισμού» δεν εννοώ την υπεράσπιση του Ορθού Λόγου έναντι της Θρησκείας, αλλά τον αντιδιαφωτισμό των υποτιθέμενων «διαφωτιστών». Με αφορμή την υποδοχή με τιμές Αρχηγού Κράτους του Αγίου Φωτός ειπώθηκαν τέτοιες ανοησίες που αν ζούσε ακόμη ο Ορθός Λόγος στην Ελλάδα θα παρακαλούσε τους «υπερασπιστές» του και τους υπερασπιστές του διαχωρισμού Κράτους - Εκκλησίας να μιλάνε λιγότερο και πριν το κάνουν να τον συμβουλεύονται λίγο. 

Φέτος η κοινοτοπία με το πρόσχημα της υπεράσπισης του ορθού λόγου απέναντι στο Άγιο Φως έπεσε σύννεφο. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Μπαλαούρας μίλησε για «παγανιστικές» εκδηλώσεις και η κ. Φωτεινή Βάκη, πάλι του ΣΥΡΙΖΑ, μίλησε για «ψευδοθαύμα». Θεωρείται πολύ προοδευτικό κάθε τέτοιες μέρες οι «προοδευτικοί» και οι «ανοιχτόμυαλοι» να κάνουν έκκληση στους πιστούς για να επιστρέψουν  στη «λογική», να πάψουν δηλαδή να πιστεύουν. 

Και πώς το κάνουν αυτό; Μα φυσικά επιστρατεύοντας «θεολογικά» επιχειρήματα. Γιατί τόσο η επίκληση του παγανισμού όσο και το ψευδοθαύμα προϋποθέτουν πως ο εγκαλών ενδιαφέρεται για την ορθή πίστη αντί του παγανισμού ή για το πραγματικό θαύμα αντί του ψευδοθαύματος. Αντιθρησκευτική επιχειρηματολογία με θρησκευτικά επιχειρήματα. Υπεράσπιση του Λόγου μέσα από τον διαχωρισμό των «έξυπνων» που καταλαβαίνουν από τους «πιστούς» που δεν καταλαβαίνουν. 

Ο Διαφωτισμός όμως συνοψίζεται στην άποψη του Ντεκάρτ ότι «η φύση ή η ουσία του ανθρώπου συνίσταται στο ότι είναι σκεπτόμενο πράγμα χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως είναι μονάχα αυτό» και στην άποψη του Καντ ότι υπάρχουν πράγματα τα οποία μπορούμε να γνωρίζουμε και πράγματα (όπως ο Θεός προσθέτω) για τα οποία μπορούμε να μιλάμε χωρίς να μπορούμε να τα γνωρίζουμε (να τα προσεγγίζουμε δηλαδή με επιστημονικά και πειραματικά επαληθεύσιμες αποδείξεις).

Σ’ ένα διάλογο των πραγματικών υπερασπιστών του Ορθού Λόγου και όχι της ελιτίστικης απαξίωσης του «πιστού», ο ορθολογιστής θα έπρεπε να ξεκινά από την αναγνώριση του γεγονότος ότι η εμπιστοσύνη στον Λόγο σίγουρα εκφράζεται με ορθολογικά επιχειρήματα, αλλά η πίστη στη μεταφυσική ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να «καταρριφτεί» με ορθολογικά επιχειρήματα. Είναι προσωπική στάση και υπόθεση. Ο ορθολογιστής γνωρίζει ότι δεν χρειάζεται να κάνει «εισπήδηση» στην πίστη. Τα επιχειρήματά του αφορούν το επίγειο βασίλειο και όχι το ουράνιο. Εξάλλου το επίγειο βασίλειο είναι και  βασίλειο των πιστών, είτε το αναγνωρίζουν και κατανοούν είτε όχι.  Οι ίδιοι οι πιστοί ως πολίτες δρουν στο πλαίσιο των πιο αυστηρών ορθολογικών πράξεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και παράλληλα δρουν ωσάν η θεοσέβειά τους να μην έχει καμία ισχύ πάνω στον εμπράγματο κόσμο των σχέσεων της αγοράς. 

Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Απλά ότι η συζήτηση για το ποιος έχει δίκιο, όσοι υπερασπίζονται την αγιότητα του Φωτός ή όσοι τη θεωρούν «ψευτοθαύμα», είναι μια θρησκευτική και όχι μια κοσμική συζήτηση. Οι χώροι είναι διακριτοί και αυτό οφείλουν να το σέβονται όλοι. Ο διαχωρισμός Κράτους - Εκκλησίας είναι προοδευτικό αίτημα, όταν αυτός αφορά την μη επιβολή εκ μέρους του Κράτους μιας κυρίαρχης θρησκείας, αλλά η κυρίαρχη θρησκεία ή αθεΐα σε ατομικό επίπεδο είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής. Με αυτή την έννοια το ουδετερόθρησκο κράτος δεν σημαίνει νομιμοποίηση της επέμβασης του οποιουδήποτε «ορθολογιστή» ή «αντικληρικαλιστή» στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας αποδέχεται ή όχι τις παραδόσεις ενός λαού και του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Διαφορετικά η βεμπεριανή απομάγευση της συμπεριφοράς του σύγχρονου πολίτη επιστρέφει ως μπούμερανγκ με τη θρησκειοποίηση του Ορθού Λόγου.