Πολιτικη & Οικονομια

Μισός αιώνας αγάπες

Αφελώς για χρόνια πιστεύαμε ότι η δημοκρατία είναι κάτι σαν φυσιολογική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας

Άννα Δαμιανίδη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Θυμάμαι τη μέρα που κηρύχτηκε δικτατορία σα να ήταν χτες. Συχνά την έχω ανακαλέσει, θα ήθελα να το κάνω πάλι σαν κάτι πολύ παράξενο που έτυχε στην εφηβεία μου. Αλλά φέτος ζωντανεύει η ανάμνηση με ανησυχητικά σημάδια. 

Δεν είναι πια μόνο οι ταξιτζήδες που πάντα ήθελαν έναν Παπαδόπουλο να μας βάλει σε σειρά. Είναι πολλά παρόμοια, η δυσανεξία των συμπολιτών στις αντίθετες απόψεις, η νοσταλγία τους για κάποια υποτιθέμενη ομοιομορφία που ίσως κάποτε βασίλευε, ίσως τη βλέπουν στις φωτογραφίες από τη Βόρεια Κορέα και τη ζηλεύουν, ίσως έχουν απλώς απαυδήσει από τη ζωή χωρίς κανόνες που επικρατεί στη, γεμάτη απαγορεύσεις ωστόσο, χώρα μας, και πιστεύουν ότι άλλη γιατρειά δεν υπάρχει από ένα σιδερένιο χέρι που θα κρατά τον κόσμο πειθαρχημένο στον τρόπο που εκείνοι –ο καθένας– νομίζει σωστό. Έρχεται δε κι από άλλα μέρη το μήνυμα γι’ αυτή τη νοσταλγία, όπως με έκπληξη παρατηρούμε τον τελευταίο καιρό. Με έκπληξη, γιατί νομίζαμε ότι μόνο εμείς πάσχαμε από την ανωριμότητα που αναζητά τον συμβολικό πατέρα, έστω και λίγο αυταρχικό, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Και καλά η Τουρκία, πες ότι τη θεωρούμε ούτε καν συνομήλικη, αλλά νεώτερη και πολύ πιο πρωτόγονη, επιρρεπή στον αυταρχισμό, αλλά και οι ΗΠΑ και η Γαλλία, και διάφορες άλλες χώρες πολιτισμένες να τον χρειάζονται σαν ηλεκτροσόκ που θα τις συνεφέρει, νομίζουν, θα τους ξαναδώσει πίσω λαμπερή την ιδεατή ταυτότητα, ή ό,τι άλλο φαντασιώνονται ότι έχουν χάσει, αυτό δεν χωνεύεται εύκολα. Αν δεν μπορούμε να αναζητήσουμε κι εμείς οι νότιοι το όραμα της ήρεμης αυτογνωσίας σε δημοκρατίες άτρωτες, τι θα απογίνουμε; 

Στην εφηβεία μας ήταν σα να μας έκλεισαν ξαφνικά σ’ ένα μοναστήρι. Ο κόσμος γύρω, εκείνη η γοητευτική Ευρώπη του ’60 που ωρίμαζε σε μια συναρπαστική εποχή αφθονίας κι ερωτημάτων, έμοιασε πολύ επικίνδυνος κι έπρεπε να προστατευτούμε στο κελί της Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών. Αυτά που χάσαμε ως έφηβοι από τον εγκλεισμό εκείνο δεν αναπληρώθηκαν ποτέ. Εγωιστικό να το σκέφτεται κανείς, σε σχέση με όσους πέρασαν χρόνια σε φυλακή, ή εξορία, βασανίστηκαν, υπέφεραν, αλλά μπορεί και να είναι το καθοριστικό στοιχείο που διαμόρφωσε την πολιτική νοοτροπία μας, ο επαρχιωτισμός που ξαναβγήκε τόσο εύκολα στην επιφάνεια. Ναι, η χούντα δεν αρκούνταν στην υπακοή και την υποκρισία, ήθελε να ελέγχει τα φρονήματα και τα γούστα, να υπαγορεύει τις μουσικές και τις μόδες, ήθελε πλήρη αφοσίωση, ήθελε αγάπη, όπως θέλουν αυτού του τύπου τα σύγχρονα καθεστώτα. Το λαϊκό έρεισμα σε βάθος. Γι’ αυτό κι έκανε το πραξικόπημα στην Κύπρο, τόσο επιπόλαια κι ωστόσο αυθόρμητα, όταν κατάλαβε ότι έχει χάσει το λαϊκό έρεισμα, την αγάπη, μπας και τα ξανακέρδιζε. Αν τα είχε καταφέρει τότε, σίγουρα δεν θα είχε πέσει έτσι απότομα, είναι βέβαιο. 

Μέσα στο κελί που μας έκλεισαν τότε, εμείς επιμέναμε ν’ αγαπάμε άλλους, τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους, ακόμα κι όταν νομίζαμε ότι ήμασταν κομμουνιστές. Το ίδιο νόμιζαν κι από εκείνους πολλοί  εξάλλου, η πρόκληση μετρούσε, η ελευθερία. Δεν κατάφερε η χούντα να την αγαπήσουμε, ό,τι κι αν έκανε. Κι όχι μόνο επειδή ήταν αιμοβόρα, συγκριτικά με άλλα καθεστώτα της εποχής εκείνης ήταν σχεδόν σοφτ. Αλλά επειδή ήμασταν αλλού τότε, κι άδικα μας κρατούσε στην απομόνωση. Στη μάχη για τις καρδιές των Ελλήνων, νίκησε η άρνηση της νεολαίας να τη δεχτεί. 

Πώς γίνεται τώρα αυτοί που ζούσανε την πιο δημιουργική, την πιο τολμηρή κι ευφάνταστη, την πιο αισιόδοξη περίοδο των ευρωπαϊκών δεκαετιών, αυτήν που εμείς χάσαμε στο νευραλγικό εκείνο 1967, να μοιάζουν να μας πλησιάζουν στην παράξενη νοσταλγία του αυταρχισμού; 

Αφελώς για χρόνια πιστεύαμε ότι η δημοκρατία είναι κάτι σαν φυσιολογική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, πηγαίνουν όλοι προς τα εκεί μοιραία, σχεδόν χωρίς προσπάθεια, δεν έχουν παρά να παίζουν το ρόλο τους σωστά, ο στρατός με το στρατό και οι εκκλησίες με τον εσωτερικό κόσμο των πιστών, να μην ανακατεύονται παλάτια και πεντάγωνα κι όλα θα έβρισκαν το δρόμο τους. Όπως μια γέννα που γίνεται στο νερό, μαλακά θα γλιστρούσε η δημοκρατική συνείδηση στον κόσμο, με λίγες βαθιές αναπνοές θα ελευθερωνόταν κι αυτόματα θα ανέπνεε. Χρειάζεται όμως και εκπαίδευση για να γίνει το μωρό άνθρωπος και η δημοκρατία από προσδοκία και διακήρυξη να γίνει συνείδηση και να λειτουργεί στην καθημερινότητα. Δεν είναι εύκολη δουλειά να μάθεις να σέβεσαι τον αντίπαλο, τις μειοψηφίες, τα δικαιώματα του ενός και του άλλου. Ορίστε, η Γαλλία σε αδιέξοδο, και το Βέλγιο, και η Βρετανία, με τα δικαιώματα των φιδιών που τρέφουν στον κόρφο τους, τι κάνεις με τους φανατικούς μουσουλμάνους; Εκπτώσεις στις δημοκρατικές κατακτήσεις; Και πώς; Κι ο ρατσισμός γεννιέται με την ίδια ευκολία που νομίζαμε ότι είχε το δημοκρατικό αίσθημα, μάλλον με πολύ μεγαλύτερη. Αρχίζουν οι φόβοι, κι ένα σωρό πολιτικοί με χαρά τους καλλιεργούν, στα μικρά εθνικά κράτη, τα περίκλειστα, θα έχουν όλοι τους μεγαλύτερη εξουσία, τι τη θέλουμε την Ευρώπη; Γιατί δεν φτάνει η Δημοκρατία, θέλαμε και Ειρήνη, φτιάξαμε την Ευρώπη, αυτό το δύσκολο επίτευγμα. Δεν αρέσει στους πολιτικούς, πώς θα ελέγχουν σε τόσο πολύπλοκους θεσμούς; Κι ανεβαίνει η Λε Πεν κι οι παρόμοιοι, με τη βοήθεια των τζιχαντιστών, που είναι λες και τους πληρώνουν. Σα να θέλουν οι λαοί να κλειστούν μόνοι τους τώρα σ’ ένα κελί μοναστηριού, να γλιτώσουν από τον κακό κόσμο. 

Αλλά όχι, δεν είναι οι λαοί. Είναι οι οπαδοί που οι ηγέτες τους ονομάζουν έτσι. Η τάση μπορεί να περάσει σαν ένα μαύρο σύννεφο πάνω από την Ευρώπη, κι η Ένωση να ξαναβρεί το βήμα της, να ξαναβρεί η δημοκρατία τρόπους.