- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η επιτυχημένη έκθεση για τη δεκαετία του ’80 στην Τεχνόπολη τελείωσε αυτές τις μέρες. Η νοσταλγία για τα έιτις συνεχίζεται σε όλο τον κόσμο. Ένα άρθρο σε τρεις συνέχειες του Φ. Γεωργελέ ο οποίος περιέγραφε τότε τα 80s μέσα από τη στήλη Α112 του περιοδικού «Ταχυδρόμος», μας δείχνει τον τρόπο που βλέπαμε τη δεκαετία εκείνη τότε που μόλις τελείωνε.
Τη δεκαετία του ’70, το βασικό ερώτημα ήταν: Είναι η γραβάτα σημείο καπιταλιστικής αλλοτρίωσης; Τη δεκαετία του ’80, το ερώτημα μετατράπηκε αρκετά: Μια μπλε γραβάτα πάει με καφέ Τίμπερλαντ παπούτσια; Μη βιαστείτε ν’ απαντήσετε. Οι απαντήσεις έχουν σημασία μόνο αν δοθούν την εποχή που τέθηκαν οι ερωτήσεις. Τώρα, λίγες μέρες πριν το 1990, ξέρουμε. Η δεκαετία τελειώνει, γίναμε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι;
Τώρα που η δεκαετία τελειώνει, την ονομάζουν τα Χρόνια του Κενού. Όχι άδικα. Τα έιτις δόξασαν το image, την τηλεοπτική εικόνα της πραγματικότητας, το clean. Ήταν η πρώτη δεκαετία που δεν γνώρισε αντιστάσεις και εναλλακτική κουλτούρα, με τη μορφή που υπήρχαν πριν. Τα νέα κινήματα ήταν μόδα αύριο, ξεπερασμένα την επόμενη σεζόν. Είχαν στόχο τους άλλωστε να γίνουν μόδα. Για πρώτη φορά η επιτυχία είχε κοινή μονάδα μέτρησης για όλους, για τους γονείς και τα παιδιά τους. Επιτυχία σήμαινε χρήμα και φήμη. Στη γενική σύγχυση αξιών της δεκαετίας, οι δυο προηγούμενες ήταν οι μόνες σταθερές. Στη δεκαετία του ’60 θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Στη δεκαετία του ’70 τον εαυτό μας. Στη δεκαετία του ’80 είπαμε, αφού τίποτα δεν καταφέραμε απ’ αυτά, δεν βγάζουμε τουλάχιστον λεφτά; Ο κόσμος, αφού τα προηγούμενα χρόνια ασχολήθηκε με την ψυχή και το μυαλό του, αποφάσισε στα 80s να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα, αφού το να την αλλάξει αποδείχτηκε κάπως δύσκολο. Χρησιμοποίησε βέβαια όλα τα άλλοθι. Το κυνήγι του χρήματος ονομάστηκε «σύγχρονη περιπέτεια» και το όνειρο της κοινωνικής ανόδου κρυβόταν κάτω από in και out. Το «think positive» εξαφάνισε κάθε αντίσταση.
Μετά την ιδεολογικοποίηση της προηγούμενης δεκαετίας ακολούθησε η έκπτωση των ιδεών. Η αυτοκρατορία του Εφήμερου ήταν η απάντηση στην κυριαρχία της ιδεολογίας. Τα «πρέπει» της κάθε εφήμερης μόδας καθόριζαν και ομογενοποιούσαν συμπεριφορές. Όλοι μπορούσαν να είναι κάποιοι, αρκεί να «φαίνονται» τέτοιοι. Το στιλ ήταν πάντα η άμυνα των λαϊκών τάξεων, η κομψότητα εκεί που το αφεντικό δεν είχε παρά μόνο χρήματα. Στα έιτις όμως το προσωπικό στιλ, το στιλ των ομάδων, υποχώρησε χάριν του λουκ. Του λουκ που έδειχνε ότι είσαι μέσα στα πράγματα, που υποδήλωνε τους προνομιούχους. Αυτούς που πέρναγαν το face-control του πορτιέρη. Τους επώνυμους. Καθώς οι κοινωνικές δομές παρέμεναν βέβαια ίδιες, το θέμα ήταν να «φαίνεσαι» τέτοιος. Ποτέ τόσοι πολλοί δεν προσπάθησαν να φανούν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, όσο αυτά τα χρόνια. Ψεύτικα Ρόλεξ, απομιμήσεις Καρτιέ, ψεύτικες συμπεριφορές. Fake and faux. Μπιζού και άνθρωποι.
Καθώς το λουκ είναι ανοιχτό στη μίμηση, έπρεπε να ανανεώνεται συνεχώς για να επανακαθορίζει τους νέους προνομιούχους. Οι «προχωρημένοι» έπρεπε ν’ αποδεικνύουν την πρωτοπορία τους από σεζόν σε σεζόν και ιδίως σε κάθε νέα κολεξιόν. Το life-style έγινε στήλη περιοδικών, το night-clubbing καθόριζε κοινωνικές συμπεριφορές, η ανάπτυξη των media και τα νέα επαγγέλματα δημιούργησαν τους νέους επώνυμους, το λουκ έψαχνε τους νέους χώρους για να φανεί. Στις ντισκοτέκ δείχνουμε το λουκ, προάγουμε το δίσκο μας, τις φωτογραφίες μας, τους πίνακες ή απλά τον εαυτό μας. Δείχνουμε ότι είμαστε πάντα στα σιρκουί. Γιατί πρέπει πάντα να είσαι στο σιρκουί. Να έχεις πρόσκληση για κάθε βραδιά. Να φαίνεσαι. Αυτό σημαίνει, πρεμιέρες, προσκλήσεις, κοκτέιλ, βερνισάζ. Όχι απαραίτητα δημιουργία. Οι νέοι επώνυμοι δεν ήταν αυτοί που έκαναν κάτι για το οποίο γίνονται γνωστοί, αλλά αυτοί που φέρονται σαν επώνυμοι. Για περισσότερη ευκολία όλοι ασχολήθηκαν με κάτι αφηρημένο, δηλαδή την Τέχνη, αφού πρώτα αναγόρευσαν οτιδήποτε σε Τέχνη. Η μόδα έγινε τέχνη, η διαφήμιση έγινε τέχνη, η κουζίνα έγινε τέχνη, η διακόσμηση έγινε τέχνη, το επάγγελμα του πορτιέρη έγινε τέχνη, τα μοντέλα, οι κομμωτές, οι μακιγιέζ και οι μανικουρίστριες έγιναν καλλιτέχνες, ο μπάρμαν έγινε καλλιτέχνης, το να ανοίγεις εστιατόριο έγινε τέχνη, όλα έγιναν τέχνη. Όλοι άνοιγαν μπαρ, όλοι ήταν άνθρωποι «της νύχτας». Κατά τα μέσα της δεκαετίας, κανείς δεν ήταν αρχιτέκτονας, πωλήτρια, ράφτης, μαγαζάτορας. Όλοι ήταν ντιζάινερς, σχεδιαστές κοσμημάτων, διακοσμητές εσωτερικών χώρων, ιδιοκτήτες χώρων έκφρασης, καλλιτεχνικοί σύμβουλοι διαφημίσεων, στιλίστες, φωτογράφοι, παραγωγοί, μάνατζερ, μοντέλα.
Τα γκόλντεν-μπόις δεν τα βοήθησε η Σοφοκλέους, αλλά οι γιάπις όταν έφτασαν και κατάλαβαν ποιοι είναι διαβάζοντας ξένα περιοδικά, έβαλαν θριαμβευτικά τη σφραγίδα τους στην εποχή. Ζωντάνεψαν το αμέρικαν dream, αφού το ’καναν να μοιάζει λίγο με το ελληνικό όνειρο κοινωνικής αποκατάστασης της δεκαετίας του ’50. Μήπως και το «Working girl», αν βάλεις αντί Μανχάταν Κολωνάκι, αντί Staten island Κολωνό και αντί Μέλανι Γκρίφιθ Τζένη Καρέζη, σε τι διαφέρει από τις ελληνικές ταινίες του ’50;
Η δεκαετία της μεταμφίεσης είχε είδωλα τους στιλίστες, αυτούς που κατασκεύαζαν τις εφήμερες μεταμφιέσεις. Η δεκαετία έπασχε από περιεχόμενο γι’ αυτό έπαιζε με την εικόνα. Χωρίς περιεχόμενο οι φόρμες δεν αντιπροσώπευαν τίποτα, γι’ αυτό έπρεπε ν’ αλλάζουν συνεχώς. Η κούραση και οι γιάπις, που απασχολημένοι όλη μέρα δεν είχαν χρόνο και φαντασία, έφεραν την επιστροφή στο κλασικό. Ο κλασικισμός απαιτούσε γνώση πέντε βασικών ετικετών και χρήμα. Ακολούθησε η ομοιομορφία της «ποιότητας». Οι σχεδιαστές μπερδεμένοι ανάμεσα στη λειτουργικότητα και την Τέχνη, χωρίς να έχουν έμπνευση πια από τα νεολαιίστικα στιλ που είχαν ήδη ισοπεδωθεί, επιστρέφουν στις προηγούμενες δεκαετίες. Η νοσταλγία όμως δεν διακρίνεται για την αυθεντικότητα, αλλά για τη μίμηση, και στο αδιέξοδο, οι «δημιουργοί» φτιάχνουν όλο και περισσότερο στολές παράστασης παρά ρούχα. Η δεκαετία-παράσταση όμως τελειώνει και ο κόσμος αντί ν’ αλλάζει στολές κάθε σεζόν προσπαθεί πια να βρει τη στολή του εαυτού του. Η παντοδυναμία της μόδας τελειώνει, ένα νέο αξίωμα επικρατεί: Τη μόδα τη συζητάμε, τη θαυμάζουμε, την αναλύουμε, αλλά δεν τη φοράμε.
Την προηγούμενη δεκαετία, ήταν η τελευταία φορά που η μουσική διαφοροποίησε κοινωνικές ομάδες. Το πανκ από μόνο του ήταν κίνημα αυτοκτονίας. Και σαν τέτοιο, λιτό και απέριττο: Λόγια: fuck. Ρυθμός: μπανγκ-μπανγκ. Μήνυμα: No future. Το νιου γουέιβ προσπάθησε να μετατρέψει την άρνηση άνευ στόχων, σε ανταρτοπόλεμο σημειολογικών κωδίκων. Ήταν πάρα πολύ έξυπνο για την εποχή του. Νιου γουέιβ, κολντ γουέιβ των πρώτων χρόνων, ήταν περισσότερο υπολείμματα της προηγουμένης δεκαετίας. Μετά ακολούθησε η μουσική ομοιομορφία. Ηλεκτρονική ποπ, τοπ-τεν, χιτ-παρέιντ, επιστροφές, νοσταλγία. Στο τέλος της δεκαετίας, με την επιστροφή των χαμένων ευαισθησιών, επανανακαλύπτεται ο κοινωνικός ρόλος της μουσικής. Band-aid, live-aid, απαρτχάιντ και τρίτος κόσμος, έθνικ, και λάτιν. Ούτε αυτό όμως διαφοροποιεί τίποτα, συμπεριφορές ή κοινωνικές ομάδες. Όλοι είμαστε φιλάνθρωποι, όπως όλοι άλλωστε είμαστε και αριστεροί σ’ αυτή τη χώρα. Άσε τριτοκοσμικοί…
Στο σινεμά θριαμβεύει η μοντερνιτέ, το φιλμ περιπέτειας και μεγάλου θεάματος. Ο Besson με τον «Υπόγειο», ο Beneix με το «Φεγγάρι στον υπόνομο», η διαφημιστική ματιά. Γρήγορη, ακαριαία, αποτελεσματική, θεαματική. Όπως αρμόζει στην εποχή μας, αλλά όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι έχει και κάτι να πει. Κάποιοι Αλμοντοβάρ χαμογελάνε ειρωνικά σχολιάζοντας τη ζωή μας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ενώ ο Σπίλμπεργκ εκμεταλλεύεται την εποχή των υπερπαραγωγών για να ονειρεύεται το μέλλον ντόλμπι, σινεμασκόπ και γκραν σπεκτάκλ.
Στην αρχιτεκτονική η αισθητική νικάει τη χρησιμότητα, το ντιζάιν και το χάι τεκ θριαμβεύουν, οι Σταρκ και Πουτμάν γίνονται τα επόμενα είδωλα μετά τους στιλίστες μόδας. Τα αντικείμενα παίρνουν ονόματα. Δεν κάθεσαι σε μια καρέκλα, αλλά σ’ ένα Cassina, όπως δεν φοράς ένα πουκάμισο αλλά ένα Γκοτιέ. Όταν το ιντούστριαλ και τα σπίτια-εκθέσεις αρχίζουν να παγώνουν, η δεκαετία τελειώνει, ακολουθούν οι επιστροφές, οι νοσταλγίες, το ανακάτωμα των στιλ, το κιτς σαν άποψη, το μεταμοντέρνο.
Το night-clubbing ήταν στα χρόνια του ’80 τρόπος ζωής, τα κλαμπ ήταν οι χώροι που άθροιζαν τις αξίες της δεκαετίας: Το κοινωνικό status, την επιλογή των προνομιούχων στην είσοδο, το θέαμα, τις δημόσιες σχέσεις-μπίζνες, τη διασκέδαση. Η φήμη και το χρήμα όμως απαιτούν εργασία και χρόνο. Έτσι αυτό που από τα προηγούμενα χρόνια χανόταν όλο και περισσότερο ήταν το τελευταίο, δηλαδή η διασκέδαση. Τα fashion-victims ήταν πολύ απασχολημένα μέχρι να βρουν το σωστό στήσιμο, ώστε να προλάβουν να διασκεδάσουν, και οι γιάπις πολύ κουρασμένοι. Το δείπνο στο ρεστοράν έγινε η βραδινή διασκέδαση, τα μπαρ έγιναν εστιατόρια. Στη δεκαετία του ντιζάιν και του νέου, η κουζίνα έγινε νουβέλ. Στη νουβέλ Κυζίν το φαγητό είναι λίγο, για να διατηρηθεί το γούστο, είναι μαγειρεμένο στον ατμό και θυμίζει νοσοκομείο, το σερβίρισμα είναι τέχνη. Τα σπαράγγια, τα μπιζέλια, τα σπανάκια, είναι σωστά τοποθετημένα και σχηματίζουν άψογους χρωματικούς συνδυασμούς στο πιάτο, τα ονόματα είναι περίεργα.
Με δυο λόγια το φαγητό είναι κακό, οι σερβιτόροι κακοί και όλα πανάκριβα. Αλλά στα καλά εστιατόρια πάμε για να δούμε, όχι να φάμε. Αυτά τα χρόνια αναποδογύρισαν τα γαστρονομικά μας ήθη, χάσαμε το είδος. Άρχισε με τα κινέζικα, συνεχίστηκε εξωτικά, μεξικάνικα, μετά φτάσαμε στην «παλιά Ευρώπη». Με την επιστροφή στο σπίτι, η πρόσκληση «θέλεις να φάμε μαζί το βράδυ;» άλλαξε: Το βράδυ θα σας μαγειρέψω κινέζικο. Το φαγητό απέκτησε μεγάλη σημασία, αφού θεωρήθηκε μέρος της αναβάθμισης της καθημερινής ζωής. Τα πάρτι έγιναν κοκτέιλ δημοσίων σχέσεων και οι ντισκοτέκ πείραμα εξακρίβωσης της κοινωνικής μας αποδοχής. «Θα περάσουμε το face-control;» Χιλιάδες άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια στάθηκαν ώρες ατέλειωτες στο κρύο έξω από την πόρτα ενός κλαμπ για να μπουν κάποτε μέσα, εκεί που τίποτα δεν συνέβαινε. Στο τέλος της δεκαετίας διαπιστώσαμε ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν διασκεδάσαμε. Το χάουζ ήρθε λίγο σαν κάθαρση σ’ όλα τα προηγούμενα. Βαρύ, εξοντωτικό, ιδρωμένο, υστερικό, συνέτριψε πόζες και καθωσπρεπισμούς.
9/11/89, από το βιβλίο του Φώτη Γεωργελέ «Α112. Ένα ταξίδι στον άγριο κόσμο των Media», εκδ. «Νέα Σύνορα»-Λιβάνης
Το σάουντρακ του Α112
Ήταν και η μουσική υπόκρουση των έιτις. Τότε τα poadcast τα έλεγαν κασέτες… Η μουσική υπόκρουση του Α112 δεν μοιάζει πολύ με αυτό που έχει μείνει στις αναμνήσεις μας για τη «ντίσκο δεκαετία». Είναι φυσικό. Για τον καθένα η δεκαετία του ’80 ήταν ένα άλλο ταξίδι, σε πολύ διαφορετικά μέρη.
«Η μουσική υπόκρουση της ζωής μας» αυτά τα χρόνια ήταν κάποια τραγούδια που έπαιζε και αγάπησε ο Α112. Λίγα παλιότερα και τ’ άλλα από το ’85 ως το ’89. Τα τραγούδια μιας πενταετίας. Αυτή είναι η κασέτα «Α112», η μουσική υπόκρουση αυτού του βιβλίου. Σήμα του σταθμού όπως κάθε βδομάδα, το «Θέμα για μεγάλες Πόλεις» των Simple Minds. Πρώτο τραγούδι της πρώτης εκπομπής ήταν το «Slave of emotion» του Bruce Joyner.
Η λίστα:
"Lady don’t mind" – Talking Heads
"Give me back my name" – Talking Heads
"Be bob a Lula" – Willie Loco Alexander
"Autoportrait" – Mecano
"This is not a love song" – J. Lydon
"Pussy X" – Cas Product
"Our darkness" – Anne Clark
"Midnight man" – Flash and the Pan
"Kiss of" – Violent Femmes
"Shout" – Tears for Fears
"Power games" – Anne Clark
"Song of Europe" – Brian Ferry
"Poems without words" – Anne Clark
"My way" – Sid Vicious
"Portrait" – Damned
"Sex beat" – Cun Club
"Tupelo" – Nick Cave
"White Wedding" – Billy Idol
"Faded flowers" – Shriekback
"This big hush" – Shriekback
"Flowers by the door" – Tsol
"House of light" – Libido Blume
"Watusi Rodeo" – Guadalcanal Diary
"All you zombies" – Hooters
"In a manner of speaking" – Tuxedomoon
"Cry fire" – Alan Vega
"Don’t you" – Simple Minds
"Oh mother" – Tex and the Horseheads
"The living end" – Jesus and Mary Chain
"The traitor" – Minimal Compact
"Man’s man’s world" – Residents
"Everywhere I go" – Call
"December" – Waterboys
"Don’t get me wrong" – Pretenders
"Real wild child" – Iggy Pop
"Boys town" – Rob Junglas
"French kissing in USA" – Blondie
"With or without you" – U2
"Sign of the time" – Prince
"La mia bocca" – Jil Jones
"C’ est comme ca" – Rita Mitsuko
"Maximizing the Audience" – Wim Mertens
"Wanted man" – Nick Cave
"Don’t’ give up" – Kate Bush
"Ararat" – Minimal Compact
"Angry" – J. Lydon
"Rolf an Florian go Hawaiian" – Blaine Reninger
"Psychocandy" – Jesus and Mary Chain
"This corrosion" – Sisters of Mercy
"Dominion" – Sisters of Mercy
"In the Dutch Mountains" – Nits
"Subdance" – Kitaro
"Thais" – This Mortal Coil
"I need love" – L.L. Cool J.
"Struggle for pleasure" – Wim Mertens
"The executioner" – Paul Haig
"First we take Manhattan" – L. Coen
"Beat dis" – Bomb the bass
"Beds are burning" – Midnight Oil
"People have the power" – Patti Smith
"Sweet sixteen" – Billy Idol
"Heaven on earth" – Mission
"Come out" – Skin
"My nation under ground" – J. Cope
"I’m bored" – Iggy Pop
"Orinoko flow" – Enya
"She is a mystery for me" – Roy Orbison
"Desire" – U2
"Race" – Yello
"The one I love" – REM
"Strange Times" – Trespass
"One silver dollar" – Vaya Con Dios
"Route 66" – Depeche Mode
"Sweet Jam" – Cowboys junkies
"I don’t need a lover" – Texas
"Buffalo stance" – Neneh Cherry
"Belfast child" – Simple Minds
"Nothing worth living for" – Violent Femmes
"Night Porter" – Japan
"Call it love" – Yello
"Mea Culpa" – Eno-Burne
"There’s no trouble there" – Trisomie 21
"Theme 1" – Clan of Xymox
"Osamu’s theme" – Philip Glass
"Blue Velvet"
"End title" – Blade Runner – Βαγγέλης Παπαθανασίου
"Petit train" – Rita Mitsuko
"Sex kick" – Transvision Vamp
"Look" – Roxette
"Beaten generation" – The-The
"Yebo" – Art of Noise