Πολιτικη & Οικονομια

Η Λυμπεράκη και η Καραπάνου στην Ελλάδα της κρίσης

Σία Κοσιώνη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είχα καιρό να πάω στο θέατρο και μου είχε λείψει. Με παρακίνησε η Πέγκυ Τρικαλιώτη, την οποία συνάντησα μια μέρα στον ΣΚΑΪ. Είχε έρθει να μιλήσει για την παράσταση «Δε μ’ αγαπάς - Μ’αγαπάς», στην οποία πρωταγωνιστεί μαζί με τη Ρένη Πιττακή.

Να ’μαι, λοιπόν. Κυριακή βραδάκι. Το θέατρο Βασιλάκου πλημμυρισμένο από κόσμο. Περιμένοντας να ξεκινήσει η παράσταση, τον κοιτώ και τον περιεργάζομαι. Το συνηθίζω κάθε φορά που βρίσκομαι σε κάποιο θέαμα.

Το βρίσκω εντελώς φυσιολογικό να θέλει κανείς να ξέρει με ποιους θα μοιραστεί για λίγες ώρες ιδέες, εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα. Σύντομα θα είμαστε κοινωνοί της ίδιας εμπειρίας. Θα νιώθουμε μαζί, θα γελάμε μαζί, ίσως κλαίμε μαζί ή ζοριζόμαστε να μην επιτρέψουμε σε ένα ατίθασο δάκρυ να κυλήσει. Σε λίγο θα μοιραζόμασταν μία παράσταση απαιτητική. Ένα έργο που πραγματεύεται την περίεργη σχέση δύο γυναικών, μάνας και κόρης, των πεζογράφων Ρίτας Λυμπεράκη και Μαργαρίτας Καραπάνου, μέσα από τα γράμματα που αντάλλασσαν επί χρόνια, η μάνα στο Παρίσι και η κόρη στην Ελλάδα.

Σχέση δύσκολη, πολύπλοκη, πολυθεματική. Σχέση που διατρέχεται από χιλιάδες συναισθήματα. Αγάπης, απόρριψης, νοσταλγίας, αντιζηλίας, ανάγκης, πάθους... Σχέση που διαπνέεται και εμπνέεται από τις ταραχώδεις δεκαετίες του ’60 και του ’70 για να κοπεί από την ειμαρμένη στα 00s με το θάνατο των δύο γυναικών, με μικρή χρονική απόσταση η μία από την άλλη.

Μεγάλες παρέες ηλικιωμένων γυναικών, φορούν τα καλά τους, συζητούν, γελούν δυνατά, πίνουν ένα απεριτίφ. Ζευγάρια 60+, διακριτικά, μιλούν χαμηλοφώνως, και λιγότεροι νέοι, άνθρωποι της ηλικίας μου.

Η παράσταση αρχίζει. Ησυχία. Κάποιες στιγμές γέλιου. Και μετά πάλι ησυχία. Κάποια ρουθουνίσματα από τα δάκρυα που αφέθηκαν να γλιστρήσουν. Και μετά ησυχία και πάλι. Μέσα από μία εξιστόρηση γεμάτη ημερομηνίες, φτάνουμε στο καλοκαίρι του 1974. Η Καραπάνου σημαίνει γεμάτη ενθουσιασμό στη μητέρα της το τέλος της επταετούς δικτατορίας: «Έπεσε η χουντα, μαμά! Έφτασε από το Παρίσι προχθές ο Καραμανλής. Η Ελλάδα αλλάζει σελίδα, μαμά.Ο κόσμος έχει βγει στους δρόμους και πανηγυρίζει. Σα να βγαίνουμε απο το σκοτάδι στο φως. Σα να βγαίνουμε απο τον Μεσαίωνα...». Η Λυμπεράκη, επαναστάτρια, αντισυμβατική και μπριόζα, όπως πάντα, ξεσπά και πανηγυρίζει. «Ναι, Μαργαρίτα μου! Δημοκρατία! Ελευθερία! Αυτό που συμβαίνει είναι πραγματική αναγέννηση. Ο άνθος του Ελληνισμού επιστρέφει.Τωρα θα αλλάξουν όλα. Το πιστεύω. Η χαρά μου είναι μεγάλη. Και για τη δική σου τη γενιά, πρέπει να είναι ακόμα μεγαλύτερη...»

Και ξαφνικά μία βοή. Γελάκια, ψίθυροι και ανακατωσούρα. Μες στο σκοτάδι το κοινό ηλεκτρίζεται, χλευάζει, χασκογελάει. Εκπέμπει ήχους ειρωνείας, μπερδεμένη με απογοήτευση και θυμό.

Έφυγα από την παράσταση με τους αναμενόμενους προβληματισμούς γύρω από τη σχέση μητέρας-κόρης. Και... έναν επιπλέον. Απροσδόκητο.

Τι σήμαινε στα αλήθεια αυτή η βοή; Ανακαλώ στο μυαλό μου τα πρόσωπα της χθεσινοβραδινής μου παρέας. Και τους κοτσάρω από πάνω συννεφάκια με λέξεις:

«Σιγά την ελευθερία και τη δημοκρατία... Να που καταντήσαμε...»

«Και τι κερδίσαμε που έπεσε η χούντα; Είδαμε και με τη Δημοκρατία πώς προκόψαμε...»

«Μια χαρά ήταν η χούντα. Τουλάχιστον αυτοί δεν κλέβανε»

Ή μήπως: «Σα δε ντρέπονται, οι αλήτες. Ξεφτιλίσανε τους αγώνες για τη δημοκρατία».

Δεν έχω ιδέα. Το μυαλό μου στροβιλίζεται.

Στέλνω μήνυμα στην Πέγκυ και τη ρωτώ αν αυτό συμβαίνει σε κάθε παράσταση. Μου απαντά θετικά και μου ενισχύει κι εκείνη τον προβληματισμό.

Τι σημαίνει όλο αυτό; Τι σημαίνει για τον τρόπο με τον οποίο πορευθήκαμε στα 39 αυτά χρόνια της Δημοκρατίας; Πώς τα βιώσαμε κι εμείς και οι πολιτικοί μας; Πώς τα αξιοποιήσαμε; Τι σημαίνει αυτή η αντίδραση; Ποια είναι η μετάφραση; Σημαίνει ότι το άγριο τώρα ισοπεδώνει τις κατακτήσεις δεκαετιών; Η δημοκρατία και η ελευθερία είναι τόσο απαξιωμένες έννοιες που μπορούμε και χωρίς αυτές; Ή τόσο πια δεδομένες και στέρεες που μπορούμε και να κάνουμε χιούμορ μαζί τους; Και πού οδηγεί αυτό; Σημαίνει επίσης ότι το σημερινό μας σκοτάδι σκέπασε και διέγραψε τις μέρες ευημερίας, το σπιτάκι και το οικοπεδάκι που αποκτήσαμε; Σημαίνει ότι εμείς λείπαμε ταξίδι και δεν καταλάβαμε τίποτα; Το ότι κάποιοι καταχράστηκαν και τη Δημοκρατία και την πατρίδα σημαίνει ότι πρέπει να αποκηρύξουμε τα 39 χρόνια της Μεταπολίτευσης; Μήπως δεν σημαίνει τίποτα και απλώς οι δικές μου κεραίες είναι υπερευαίσθητες;

Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι η παρέα μου εκείνο το βράδυ ήταν στη συντριπτική της πλειοψηφία ώριμοι και ενεργοί πολίτες αυτής της χώρας στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αυτά τα χρόνια, τα οποία αποκήρυξαν με μερικούς ήχους και λίγες λέξεις σε εκείνη τη σκηνή. Εκείνοι ξέρουν. Εγώ απλώς αναρωτιέμαι.