Πολιτικη & Οικονομια

Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: «Γράμμα στους Γάλλους φίλους μου»

Δημοσιεύτηκε αποκλειστικά στο περιοδικό Point 

Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από το 2010 ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε παίζει, με επιμέλεια, τον ρόλο του παραδοσιακού Γερμανού: λουθηρανός νοικοκύρης, ριζωμένος στο γερμανικό έδαφος και στη γερμανική πατριωτική φιλοσοφία, φαίνεται πεπεισμένος ότι ο γερμανικός κόσμος εκπροσωπεί την ώριμη ηλικία της ανθρωπότητας. Στην Ελλάδα κατάφερε να γίνει μισητός  αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις του Β’ παγκοσμίου πολέμου και φέρνοντας στην επιφάνεια το αντιγερμανικό αίσθημα· στη Γαλλία όμως ― η σειρά της οποίας δεν έχει έρθει ακόμη ― θεωρείται μεγάλος ευρωπαϊστής και γαλλόφιλος, «ο τελευταίος Ευρωπαίος» όπως τον χαρακτήρισε ο Γιούργκεν Χάμπερμας. Όπως είναι φυσικό, η γαλλοφιλία υπνωτίζει τους Γάλλους: βλέπουν τον κ. Σόιμπλε ως αντίπαλο της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και ως συνεχιστή του Χέλμουτ Κολ ― είναι σαν να μιλάμε για ένα διαφορετικό πρόσωπο.

Χθες, εν όψει των γαλλικών εκλογών, ο κ. Σόιμπλε δημοσίευσε ένα γράμμα στους «Γάλλους φίλους του»: το μεταφράζω εδώ. Πρόκειται για ένα πολύ γενικό φιλοευρωπαϊκό κείμενο, πολύ προσεκτικό ώστε να μη θεωρηθεί ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Γαλλίας, που, ωστόσο, ενθαρρύνει, εμμέσως, τους Γάλλους να απομακρυνθούν από τον πειρασμό της Μαρίν Λε Πεν. Όπως θα περίμενε κανείς, ο κ. Σόιμπλε, δεν αναφέρεται καθόλου στην Ελλάδα· την αγνοεί ακόμα και στις νύξεις του περί μεσογειακού χώρου. Παραμένει ευρωπαϊστής αλλά η Ελλάδα περισσεύει από το ευρωπαϊκό σχέδιο― ο κ. Σόιμπλε εκφράζει τον γερμανικό ιδεαλισμό του 19ου αιώνα· μοιάζει τόσο πολύ με προϊόν του Φίχτε και του Χέγκελ ώστε χάνει τα ατομικά του χαρακτηριστικά, γίνεται ένα αρχέτυπο.

«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζούσα μαζί με τη Γαλλία. Μεγάλωσα δυο βήματα από τα γαλλογερμανικά σύνορα, στον Μέλανα Δρυμό όπου σήμερα είναι η εκλογική μου περιφέρεια. Με συνόδευε πάντοτε ο ήχος της γαλλικής γλώσσας. Μια από τις πρώτες αναμνήσεις αυτής της εγγύτητας ήταν η σχολική επίσκεψη στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Α’ παγκοσμίου πολέμου στα νότια των Βοσγίων. Αυτή η σχέση και η βαθιά φιλία μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας δεν έχει τίποτα θεωρητικό ή αφηρημένο: είναι κεντρικό στοιχείο της μακράς ιστορίας των δύο χωρών μας και της Ευρώπης· πρέπει να το βλέπουμε στην πορεία αυτής της ιστορίας, όχι στα στενά όρια των πολιτικών γεγονότων του κάθε λαού ξεχωριστά.

Από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο κι από τη συνθήκη του Ελυζέ, οι κυβερνήσεις στις χώρες μας άλλαξαν τουλάχιστον οκτώ φορές. Τι μένει πενήντα, εξήντα χρόνια μετά από τη γαλλογερμανική συνθήκη; Δεν μένουν τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών· μένει η οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― αυτή θα θυμούνται οι ιστορικοί και οι Ευρωπαίοι πολίτες. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί δεν είχαν μεγάλες διαφωνίες τις οποίες δεν μπορούσαν να υπερβούν― αντιθέτως, οι γαλλογερμανικοί συμβιβασμοί προώθησαν την ευρωπαϊκή ιδέα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αυτό νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσουμε και μετά τις εκλογές στις χώρες μας τούτη τη χρονιά.

Οι Γερμανοί έχουν εμπιστοσύνη στη σύνεση των Γάλλων· στην άρνησή τους να υποκύψουν σε πεισματώδη και καταστροφικό εθνικισμό. Αυτός ο εκλογικός κύκλος μπορεί λοιπόν να αποτελέσει την ευκαιρία για καινούργια ώθηση στο έργο που κάνουμε, η Γαλλία και η Γερμανία, προς μια ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη Ευρώπη. Σήμερα, η αφετηρία μας είναι ενθαρρυντική: η οικονομία της ευρωζώνης φαίνεται να επιταχύνεται πάλι μετά από μια περίοδο στασιμότητας· επιτυγχάνουμε μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης από ό,τι τα τελευταία έξι χρόνια, η ανεργία μειώνεται κάτω από το 10% και δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. Αναμφίβολα, υπερβολικός αριθμός ατόμων, ιδιαίτερα νέων, αναζητεί ακόμα δουλειά στην Ευρώπη: ο απόηχος της χρηματοπιστωτικής κρίσης που περάσαμε δεν έχει σβήσει. Αλλά η απασχόληση και η γενική οικονομική κατάσταση στην ευρωζώνη θα βελτιωθούν αν τα κράτη-μέλη εφαρμόσουν στοχευμένες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αυξήσουν το δυναμικό ανάπτυξής τους.

Στην παγκόσμια σκηνή, οι βιομηχανικές χώρες (G7) όπως η Γαλλία και η Γερμανία καλούνται, φυσικά, να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και ιδιαίτερα την ανάδυση  καινούργιων δυνάμεων όπως η Κίνα και η Ινδία. Αυτό ανησυχεί τους Ευρωπαίους πολίτες και, καμιά φορά, τους κάνει να αμφιβάλουν για τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά δεν πρέπει να πετάξουμε το μωρό μαζί με τα απόνερα. Δεν πρέπει να κόψουμε το κεφάλι που πονάει. Εμείς οι Γάλλοι και οι Γερμανοί έχουμε καθήκον να προστατέψουμε αυτή την Ευρώπη την οποία ιδρύσαμε μαζί με τους τέσσερις άλλους εταίρους μας με τη συνθήκη της Ρώμης. Οι ανάγκες της ασφάλειας, της ελευθερίας και της ταυτότητας ―που είναι επιτακτικές για τους πολίτες μας― μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο μέσα στην κοινότητά μας, στην κοινότητα των κρατών μας. Χωρίς την Ευρωπαϊκή Ένωση καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν θα είναι πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά ισχυρή: αυτό ισχύει τόσο για τη Βρετανία όσο και για τις έξι χώρες που υπέγραψαν τη συνθήκη της Ρώμης.

Για το ζήτημα της ασφάλειας, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί έχουν προτείνει «μια ευρωπαϊκή άμυνα, σφαιρική, ρεαλιστική και αξιόπιστη» έναντι των στρατιωτικών και μη στρατιωτικών απειλών εναντίον των πολιτών και του εδάφους της ΕΕ. Δεδομένης της ποικιλίας και της γεωγραφικής απόστασης αυτών των απειλών, εννοείται πως χρειάζεται συνεργασία όλων των ευρωπαϊκών χωρών από την Πολωνία μέχρι τη Ρουμανία και την Ιταλία. Πρέπει να αξιοποιήσουμε την τεχνογνωσία μας: δεν μπορούμε εμείς οι Γερμανοί να φροντίσουμε για την ασφάλεια και την ανάπτυξη των συμμάχων μας στη Μεσόγειο και στις παρυφές της Αφρικής χωρίς τη συνεισφορά της βαθιάς γνώσης που έχουν γι’ αυτές τις περιοχές οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί.

Πέρα από την κοινή χρήση αυτών των γνώσεων, μπορούμε και οφείλουμε να συνεργαστούμε καλύτερα στο πεδίο της άμυνας. Οι αμυντικές ικανότητές μας μπορούν να ενισχυθούν και να γίνουν αποτελεσματικότερες, ιδιαίτερα σε οικονομικό επίπεδο, μόνον αν έχουν ευρωπαϊκή διάσταση. Στο βάθος του δρόμου ίσως υπάρχει ο κοινός ευρωπαϊκός στρατός που θα βρίσκεται στη διάθεση της κάθε χώρας σε περίπτωση κινδύνου.

Ας επενδύσουμε την ενέργειά μας σε αυτές τις προκλήσεις. Η Ευρώπη οφείλει να είναι αποδοτική, με απτά αποτελέσματα· οι θεωρητικές διαμάχες είναι άχρηστες. Πρέπει να αποτρέψουμε την πολυδιάσπαση τόσο σε θεωρητικό και θεσμικό επίπεδο, όσο και σε πρακτικό: οι χιλιάδες των καθημερινών προβλημάτων δεν είναι δουλειά της ΕΕ των 27, είναι δουλειά των τοπικών αρχών, των τοπικών κοινοτήτων. Ελπίζω ότι στην επόμενη γενιά δεν θα ξεχωρίζουμε την ασφάλεια, την άμυνα, το νόμισμα και την αγορά από την ευρωπαϊκή ενότητα: η ενωμένη Ευρώπη είναι ισχυρότερη από οποιαδήποτε απομονωμένη χώρα, ακόμα κι όταν πρόκειται για χώρες με μεγάλη επιρροή όπως είναι η Γαλλία και η Γερμανία. Κάτω από αυτό το φως πιστεύω ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις εκλογές.»

Αυτό είναι το γράμμα. Ο κ. Σόιμπλε έχει δίκιο ― για τους δικούς του λόγους. Ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του είναι επίσης εμφανείς: αποτελεσματικότητα, ασφάλεια, όχι «θεωρητικές» διαμάχες· εργασία.   Μοιάζει να παροτρύνει τους Γάλλους να μη παρασυρθούν από τη μεσογειακή νοοτροπία των παθών· να θυμηθούν την κοινή καταγωγή τους με τους Γερμανούς, εκείνο το κινούμενο σύνορο κοντά στον Ρήνο και στα μαύρα δάση. Και να μην κάνουν, ως ψηφοφόροι, τη βλακεία που ετοιμάζονται να κάνουν.