Πολιτικη & Οικονομια

Αθωώνοντας την πενταετία Καραμανλή

Η καραμανλική συνιστώσα συμπληρώνει αρμονικά τους φιλοκυβερνητικούς

Σπύρος Βλέτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από το 2009, όταν εγκατέλειψε την πρωθυπουργία, ο Κώστας Καραμανλής εκλέγεται συνεχώς βουλευτής. Παρά την κρισιμότητα των καταστάσεων, δεν πήρε ποτέ τον λόγο να μιλήσει στο κοινοβούλιο. Ούτε μια φορά. Ίσως σκέφτηκε ότι δεν χρειάζεται να μιλάει, καθώς μιλούν άλλοι για λογαριασμό του.

Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι εφημερίδες που υποστηρίζουν τον σιωπηλό πρώην πρωθυπουργό, ο αριθμός των οποίων ξεπερνά τον αριθμό των εφημερίδων που υποστηρίζουν την επίσημη Νέα Δημοκρατία. Σε εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης η καραμανλική συνιστώσα των σχολιαστών συμπληρώνει αρμονικά τους φιλοκυβερνητικούς δημοσιογράφους. Δημοσιεύματα καλλιεργούν θεωρίες συνωμοσίας –που ουδέποτε αποδεικνύονται– γύρω από απόπειρες δολοφονίας εναντίον του και σενάρια για τις πυρκαγιές της Πελοποννήσου το 2007. Βιβλία εκδίδονται και παρουσιάζονται για να απαλλάξουν τον πρώην πρωθυπουργό από τις ευθύνες του για τη χρεοκοπία της χώρας.

Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι η συντονισμένη προσπάθεια από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ να αποκατασταθεί ο Κώστας Καραμανλής. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ντοκουμέντο» (5/3/2017) αναφερόμενος σε εκείνον είπε «Παρά τα λάθη του, οι όροι με τους οποίους πολιτεύτηκε και το κοινοβουλευτικό ήθος του δεν συγκρίνονται με αυτό της ηγεσίας που τον διαδέχθηκε».

 

Μια μέρα πριν ο υπουργός Νίκος Παππάς έγραφε στο Twitter: «Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να αυξάνει το δημόσιο χρέος κατά 10 δισεκ.€/έτος, όπως γινόταν την 8ετία 1996-2004». Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα οποία έχει αποδεχτεί χωρίς καμία αμφισβήτηση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το χρέος ανέβηκε κατά 120 δισ. ευρώ μέσα στην πενταετία 2004-2009, ήτοι 24 δισ. το χρόνο. Ο υπουργός πηγαίνει στην περίοδο Σημίτη, ξεπερνώντας την περίοδο Καραμανλή. Πέρα από την προφανή ποσοτική διαφορά του μεγέθους της αύξησης του χρέους ανάμεσα στις δύο περιόδους, υπάρχει μια πολύ σημαντική ποιοτική διαφορά. Την περίοδο Σημίτη υπήρχαν για επτά χρόνια μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα. Πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος είχε πλεόνασμα από την ετήσια διαχείριση των οικονομικών του και του περίσσευαν χρήματα για να πληρώνει τόκους παλαιών δανείων. Επειδή όμως, και εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων της εποχής, το περίσσευμα δεν έφτανε για να πληρωθούν όλοι οι τόκοι, το υπόλοιπο καλυπτόταν από νέο δανεισμό και αυξανόταν το χρέος.

Αντιθέτως, όλες τις χρονιές της διακυβέρνησης Καραμανλή υπήρχαν μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα. Τη διετία 2008-2009 το ελληνικό δημόσιο ξόδεψε 34 δισεκατομμύρια περισσότερα από όσα εισέπραξε, χωρίς στο ποσό να συμπεριλαμβάνεται η πληρωμή των τόκων. Τα πρωτόγεννη ελλείμματα σημαίνουν νέο χρέος.

Δεν είναι μόνο η κυβέρνηση που προσπαθεί να αθωώσει την πενταετία Καραμανλή. Ο Τάσος Κωστόπουλος σε κριτική του για την έκθεση GR80 αναφέρει στην «Εφημερίδα των συντακτών»: «Το παρελθόν με τα μάτια του παρόντος και το παρόν με τα μάτια του παρελθόντος, μέσα όμως από ένα προκαθορισμένο σχήμα: αυτό της “διαδρομής που οδηγεί στη σημερινή κρίση”, ως απόρροια της γενικευμένης “κοινωνικής κινητικότητας και ευημερίας” που ακολούθησε την εκλογική τομή του 1981 – και όχι του πολύ μεταγενέστερου πάρτι της Ολυμπιάδας, των πανάκριβων εξοπλιστικών προγραμμάτων μετά τα Ίμια ή των λεόντειων “Συμπράξεων Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα” που ξεζούμισαν τα κρατικά ταμεία καθ’ οδόν προς τη χρεοκοπία του 2010».

Απόλυτα συντονισμένος με τη γραμμή Μαξίμου, ο συντάκτης αποδίδει τη χρεοκοπία στην περίοδο Σημίτη. Η αριστερή άποψη δεν θέλει να παραδεχτεί ότι το κράτος χρεοκόπησε από τις παροχές του πελατειακού συστήματος. Τα φαινόμενα διαφθοράς ήταν υπαρκτά, όμως οι εξοπλισμοί και τα δημόσια έργα αποτελούσαν μικρό μέρος των κρατικών δαπανών. Μόνο το 2009 η επιδότηση των ασφαλιστικών ταμείων και ΔΕΚΟ έφτασε τα 20 δισ. (από 5,5 το 2002). Το ποσό αυτό ξεπερνά το άθροισμα της συμμετοχής του δημοσίου στα μεγάλα έργα (το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων το έβαζαν ΕΕ και ιδιώτες) και την επιβάρυνση από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το συνολικό κόστος των εξοπλισμών –που δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις αμυντικές δαπάνες, οι οποίες περιλαμβάνουν και τη λειτουργία του στρατού– από το 1974 μέχρι το 2010 έφτασε στα 32 δισ. δολάρια, σε σταθερές τιμές του 1990, σύμφωνα με το ινστιτούτο SIPRI.

Αν κάποιος θέλει να κάνει κριτική στον Σημίτη θα πρέπει να ξεκινήσει από την υποχώρησή του στη δύναμη των συντεχνιών, η οποία οδήγησε στην απόσυρση των προτάσεων Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Αν οι προτάσεις αυτές είχαν εφαρμοστεί, θα είχαμε γλιτώσει περίπου το ένα τρίτο από την κρατική επιχορήγηση των 200 δισ. στα ασφαλιστικά ταμεία από το 2000 μέχρι το 2015, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ίδιου του Τάσου Γιαννίτση.

Για να κάνει όμως κανείς μια τέτοια κριτική θα πρέπει να είναι αντίθετος στις παροχές προνομίων του πελατειακού συστήματος, όπως, για παράδειγμα, στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Αλλά η Αριστερά στην Ελλάδα πάντα ζητούσε να μοιράζονται περισσότερα. Ανεξάρτητα από το αν ήταν δίκαιες οι παροχές και από το αν υπήρχαν χρήματα.

Ποτέ δεν ανέλαβε την ευθύνη να πει αυτό είναι δίκαιο και το υποστηρίζουμε ή αυτό είναι άδικο και το απορρίπτουμε. Ακόμη και στη χρεοκοπία έταζε τα πάντα στους πάντες. Με πλήρη ανευθυνότητα πορεύτηκε και έφτασε στην κυβέρνηση. Και τώρα που τα έκανε θάλασσα, μηχανεύεται τυχοδιωκτικά την επιβίωσή της στην εξουσία. Και αναζητεί στηρίγματα, αθωώνοντας τον σιωπηλό πρώην πρωθυπουργό.