Πολιτικη & Οικονομια

Ανεβαίνει συνεχώς ο λογαριασμός της κρίσης

Γιώργος Κύρτσος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ζήτημα που κυριαρχεί στο δημόσιο βίο είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος - μνημονίου. Σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε να έχει κλείσει από το πρώτο τρίμηνο του 2016. Με ευθύνη της κυβέρνησης η οποία στην προσπάθειά της να διαχειριστεί το πολιτικό κόστος δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στην αντιμετώπιση της κρίσης, το ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης παραμένει ανοιχτό. Το μόνο για το οποίο μπορεί να είμαστε σχεδόν βέβαιοι είναι ότι θα έχει κλείσει μέχρι τον Ιούνιο του 2017 για να καταβληθεί η σχετική δόση και να μπορέσει το ελληνικό Δημόσιο να αντιμετωπίσει τις σημαντικές τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις του Ιουλίου 2017. Σε περίπτωση που δεν κλείσει η αξιολόγηση και δεν καταβληθεί η δόση θα οδηγηθούμε στη χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου και στην αναγκαστική έξοδο από το ευρώ.

Τέλος χρόνου

Η μεγάλη καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος - μνημονίου περιορίζει την αξιοπιστία της κυβέρνησης, στέκεται εμπόδιο στη δημιουργία κλίματος οικονομικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και οδηγεί τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές στην προβολή νέων απαιτήσεων, καθώς διαπιστώνουν ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν θέλει ή δεν μπορεί να διαχειριστεί με επιτυχία το τρίτο πρόγραμμα δανειοδότησης της ελληνικής οικονομίας και το σχετικό μνημόνιο.

Ο χρόνος τελειώνει για όλους. Η ελληνική πλευρά αδυνατεί να οργανώσει την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας εφόσον οι επιλογές της οδηγούν στην υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα, στη φυγή εργαζόμενων και επιχειρήσεων στο εξωτερικό, στην απόσυρση τραπεζικών καταθέσεων, στη διατήρηση των μικρών και μεσαίων επενδύσεων που άλλοτε αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας, σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Η καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης καθιστά πρακτικά αδύνατη την έγκαιρη ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος - μνημονίου μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει μείνει πίσω ένα χρόνο στη δεύτερη αξιολόγηση, είναι αδύνατον να καλύψει το χαμένο έδαφος και να βγάλει το ελληνικό Δημόσιο στις αγορές σε μεγάλη κλίμακα και με ανταγωνιστικά επιτόκια, για να απεξαρτηθεί έγκαιρα από τους Ευρωπαίους εταίρους σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα θα βρεθούμε στην ανάγκη να ζητήσουμε την παράταση του τρίτου μνημονίου ή τη σύναψη ενός τέταρτου.

Το πρόβλημα είναι ότι έχει τελειώσει ο πολιτικός χρόνος και για τους Ευρωπαίους εταίρους. Οι περισσότερες κυβερνήσεις των κρατών της ευρωζώνης πιέζονται από την άνοδο της σκληρής και της άκρας Δεξιάς η οποία στηρίζει τη δημοτικότητά της και στο αίτημα για άμεση απόσυρση από τη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος. Επομένως η καθυστέρηση της κυβέρνησης Τσίπρα μάς εκθέτει σε τεράστιους οικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους εφόσον δεν είναι εξασφαλισμένη η παράταση της χρηματοδότησης των ελληνικών μνημονίων.

Ο χειρότερος συνδυασμός

Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης εξαιτίας της κυβερνητικής καθυστέρησης οδηγεί στην προβολή νέων απαιτήσεων από τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές οι οποίοι προσπαθούν, με κάθε τρόπο, να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους ή τουλάχιστον να προστατευτούν πολιτικά. Οι συμβιβασμοί που επιτυγχάνονται στηρίζονται στους χειρότερους δυνατούς συνδυασμούς. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ ζητεί τη μείωση του αφορολόγητου για να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μείωσης των εξαιρετικά υψηλών φορολογικών συντελεστών για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα τα οποία υπερφορολογούνται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σοβαρά οικονομικά αντικίνητρα.

Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες η κυβέρνηση πρόκειται να προχωρήσει στη μείωση του αφορολόγητου ορίου χωρίς όμως να την συνδυάσει με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα μεσαία και τα υψηλά εισοδήματα. Με τον τρόπο αυτό θα εφαρμοστεί μια πιο αυστηρή από κοινωνική άποψη πολιτική, χωρίς όμως να δημιουργηθούν τα φορολογικά κίνητρα για τη βελτίωση της κατάστασης και της προοπτικής της οικονομίας.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι συμβιβασμοί που δέχεται η κυβέρνηση προσδιορίζονται από τη δική της αδυναμία να εφαρμόσει με αποτελεσματικό και δημιουργικό τρόπο το τρίτο πρόγραμμα - μνημόνιο και από τις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών οι οποίοι προσπαθούν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους και να καλυφθούν, στο μέτρο του δυνατού, πολιτικά. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα θα συζητάμε για το πότε ακριβώς θα μπουν οι υπογραφές στις προγραμματισμένες αξιολογήσεις χωρίς να υπάρχει σοβαρή πιθανότητα για μια οργανωμένη προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων και εξόδου από την κρίση.