- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κυριακή πρωί και στην Τεχνόπολη, στην έκθεση www.gr80s.gr για τα ελληνικά 80s, ο κόσμος είναι πολύς, χωρίς όμως να προκαλείται συνωστισμός. Κυκλοφορούμε λοιπόν χαλαρά στα διάφορα περίπτερα που προσπαθούν να αποτυπώσουν –ή να επινοήσουν– mainstream όψεις εκείνης της εποχής. Υπάρχουν αρκετές οικογένειες και οι γονείς δείχνουν χαρούμενοι στα παιδιά τους τα εκθέματα.
«Να! Βλέπεις αυτά τα υφασματάκια με τις εικονίτσες;» λέει δίπλα μου ένας μπαμπάς στον εφτά ή οχτώ χρονών γιο του, δείχνοντάς του κάτι χεβιμεταλάδικα ραφτά. «Τα ράβαμε στα μανίκια μας, όταν ήμασταν παιδιά. Όχι βέβαια όσο εσύ, λίγο μεγαλύτεροι». «Εμείς γιατί δεν έχουμε τέτοια;» ρωτάει το παιδί. «Δεν ξέρω, Θωμά μου, ήταν αλλιώς τότε» απαντά ο μπαμπάς έπειτα από λίγη σκέψη.
Δύο σαρανταπεντάρηδες με πανομοιότυπο γκριζαρισμένο μούσι βάζουν τις γυναίκες τους να τους φωτογραφίσουν μπροστά στην καλογυαλισμένη XT. Ένα ζευγάρι βγάζει σέλφι με φόντο τα φορέματα με τις βάτες. Στη βιβλιοθήκη των 80s ένας κύριος ξεφυλλίζει το «Στο δρόμο» του Κέρουακ. Στο μικροαστικό διαμέρισμα που έχει στηθεί για τις ανάγκες της έκθεσης επικρατεί το αδιαχώρητο. Την τιμητική του έχει φυσικά το διόραμα με τα playmobil που απεικονίζει την επιστροφή του Ανδρέα από το Χέρφιλντ.
Γενικά, από τη συμπεριφορά των επισκεπτών αναδύεται μια νοσταλγία με κάπως χωρατατζίδικο περιτύλιγμα. Σαν να βρισκόμαστε σε μια γιγάντια, ολογραφική σελίδα του φέισμπουκ και ετοιμαζόμαστε να ποστάρουμε κάτι του τύπου: Εγώ με ΠΑΣΟΚ-Εγώ με Σύριζα.
Ξαφνικά, συνειδητοποιώ το προφανές: Αν εξαιρέσεις τα παιδιά, οι υπόλοιποι επισκέπτες ανήκουμε σε μια αρκετά περιορισμένη ηλικιακά ομάδα. Χοντρικά, ο μικρότερος θα έχει γεννηθεί το 1978 και ο μεγαλύτερος κάπου στα τέλη των 60s. Γηραιότερος δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Νεώτεροι είναι μόνο οι σεκιουριτάδες και οι ευγενικοί εθελοντές που στέκονται στα περίπτερα και δίνουν πληροφορίες.
Το βρίσκω απολύτως λογικό. Εμάς αφορούν τα 80s. Είναι η εποχή όπου ανακαλύπταμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την θέση μας στον κόσμο. Που προσπαθούσαμε να διαλέξουμε μία από τις υπάρχουσες ομπρέλες για να μπούμε από κάτω, ώστε να αποκτήσουμε ταυτότητα. Που ακολουθούσαμε το κυρίαρχο ρεύμα ή στυλώναμε μπερδεμένοι τα πόδια και επιχειρούσαμε μια λοξή και φαινομενικά αδιέξοδη πορεία.
Σ’ ένα κοντέινερ, οι επιμελητές έχουν στήσει μερικά ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ο διαπεραστικός ήχος του Πάκμαν κυριαρχεί. Λείπουν βέβαια αρκετά για να ανασυσταθεί η ατμόσφαιρα εκείνων των χώρων: Η καπνίλα, το κιτρινωπό αρρωστημένο φως… Και βέβαια ο τύπος που έδινε τα κέρματα. Συνήθως ήταν πενηντάρης και είχε λιγδιασμένο σακάκι και βλέμμα επίδοξου βιαστή. Δεν υπήρχε τίποτε πάνω του που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί 80s. Δεν φορούσε μπάγκι παντελόνι, ούτε άκουγε Cure ή Duran Duran. Κι όμως, θα μπορούσε να προσωποποιήσει θαυμάσια μια από τις κυρίαρχες όψεις των 80s.
«Έπρεπε να είχα έρθει με τη Ρίτα και τη Φλωρεντία», λέει δίπλα μου μια καλλίγραμμη γυναίκα, μνημονεύοντας τις κολλητές της. Φέρνω και εγώ στο μυαλό μου την παρέα μου εκείνης της εποχής. Κάποιοι το παλεύουν. Ένας έχει μεταναστεύσει. Ένας άλλος έχει πεθάνει. Μια φίλη έκλεισε πρόσφατα τα λογιστικά της βιβλία, έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια στο επάγγελμά της. Ο Χ με τον οποίο σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί, γράφει πια πύρινα ποστ στο φέισμπουκ για «ανθέλληνες» και «εβραιομασώνους». Μας θυμάμαι, τους δυο μας, να βγαίνουμε από το σινέ Αλόη, έχοντας μόλις δει τον Αταίριαστο του Κόπολα και να βαδίζουμε αυτάρεσκα και ανάλαφρα προς τα σπίτια μας.
«Η έκθεση για τα ελληνικά 80s», γράφει σε μια σύντομη κριτική του ο Θεόφιλος Τραμπούλης – φίλος από τα early 90s αυτός- «είναι ένα παράδειγμα πώς τα κοινά και η συλλογικότητα από μόνα τους δεν έχουν πολιτικό χαρακτήρα. Μπορεί να υποστηρίξουν τον πιο αντιδραστικό φασισμό ή την πιο απελευθερωτική ανεκτικότητα. Εν προκειμένω, η έκθεση συγκαλεί ένα κοινό που, το νιώθεις στους επισκέπτες της, είναι πολιτικά αμήχανο, πολιτιστικά ηττημένο και λαχταρά να βρει επιβεβαίωση ακόμη και στις αναμνήσεις του».