Πολιτικη & Οικονομια

«Εμείς οι δημοσιογράφοι»

Μια συζήτηση περί δημοσιογραφίας με τον Βαγγέλη Σιαφάκα

Αγγελική Σπανού
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οταν διάβασα τις ιστορίες του Βαγγέλη Σιαφάκα “Με μια χιλιάρα Καβασάκι” (εκδ. Πόλις) πίστεψα πως ο ίδιος έχει αποχαιρετήσει τη δημοσιογραφία με ανακούφιση, ίσως και άγρια χαρά, που αφήνει πίσω του μια βομβαρδισμένη περιοχή. Το βιβλίο είναι τόσο καλό που θα του επέτρεπε να αλλάξει όχθη οριστικά, χωρίς να ξανακοιτάξει απέναντι. Ο λόγος που ήθελα να μιλήσουμε για το πρώτο του βιβλίο ήταν αυτός, να διαπιστώσω αν πράγματι έχει φύγει μακριά από τη δημοσιογραφική έρημο, αν προσπαθεί να σωθεί εγκαταλείποντας όσα τον έφεραν ως εδώ - το γράψιμο για όσα συμβαίνουν κάθε μέρα, την ανανεωτική αριστερά, την περιέργεια για την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, τη διάθεση να πει κάτι που να έχει σημασία για τους πολλλούς. Ο τίτλος που διάλεξα για τη συζήτησή μας δίνει και την απάντηση στην ερώτηση που δεν έκανα αλλά υπήρχε ανάμεσα στις γραμμές. 


Στην τελευταία παρουσίαση του βιβλίου είδα αρκετούς παλιούς Ρηγάδες. Τι νόημα έχει σήμερα η αναφορά σε εκείνη την εποχή της ανανεωτικής αριστεράς; Πού βρίσκονται πολιτικά σήμερα οι παλιοί σας σύντροφοι; 

Βρίσκονται παντού και πουθενά. Ένα  τμήμα των Ρηγάδων της γενιάς του Πολυτεχνείου βρίσκεται ακόμη και στην κυβέρνηση. Οι παλιοί της Β Πανελλαδικής, που υποστήριξαν τη διατήρηση του κομμουνιστικού χαρακτήρα  του κόμματος(ΑΚΟΑ - Γ. Μπανιάς) και αποχώρησαν όταν ο Λ. Κύρκος προχωρούσε στη δημιουργία της ΕΑΡ, αποτελούν τον ισχυρό βραχίονα της κυβέρνησης (Γαβρόγλου, Βούτσης Μιχόπουλος, Κοντονής, Σκουρλέτης κα) με τους «πατεραδες» τους, (Μπαλτάς, Φλαμπουράρης). Μαζί με τα πρώην στελέχη της ΚΝΕ του Α. Τσίπρα συγκροτούν τον πιο ισχυρό πόλο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Οι υπόλοιποι, η μεγάλη πλειοψηφία μετά την αποτυχία της ΔΗΜΑΡ, είναι διασκορπισμένοι παντού αλλά κυρίως  στα σπίτια τους και στο facebook. Αφού κατηγορήθηκαν ως «γερμανοτσολιάδες» πέρασαν στην άλλη πλευρά της «γραμμής του μίσους». Είναι αυτοί που απεχθάνονται περισσότερο και από την δεξιά τον ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι  γινόταν και δυστυχως εξακολουθει να γίνεται στην αριστέρα όταν έχουμε «εμφύλιο»  

Ισχύει ακόμη η διαχωριστική γραμμή Δεξιάς-Αριστεράς; Κάποιοι λένε ότι η διάζευξη σήμερα είναι μεταξύ μεταρρυθμισμού-ορθολογισμού και λαϊκισμού... 

Ας μην επινοούμε νέες διαχωριστικές γραμμές. Ηδη έκανε μεγάλη ζημιά η διαχωριστική γραμμή μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Δημιούργησε παρά φύση συνεργασίες και τελικά απαγόρευσε στον ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει στρατηγική συμμαχιών που είναι απαραίτητη για μια ουσιαστική πολιτική ηγεμονία. Οι διαιρέσεις στην χώρα μας είχαν πάντα σχέση με τους ιστορικά διαμορφωμένους πολιτικούς χώρους, Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά. Ούτε η εκλογική αποψίλωση του ΠΑΣΟΚ δεν έφερε αναδιατάξεις στο βάθος της κοινωνίας. Δημιούργησε βέβαια ένα πρωτοφανές πολιτικό ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος όμως πεισματικά αρνείται να εκφράσει τον χώρο (της λεγόμενης κεντροαριστεράς). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να «χαρίζεται» το κέντρο στην ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση. 

Το επάγγελμα δημοσιογράφος δεν ακούγεται και πολύ καλά σήμερα. Αδικο ή αναμενόμενο; Μήπως και τα δύο; 

Και άδικο και αναμενόμενο. Εχει να κάνει με τη δομική κρίση του ελληνικού τύπου, την φούσκα της τηλεόρασης και την ραγδαία ανάπτυξη ενός περίεργου τύπου “δημοσιογραφίας” στο διαδίκτυο. Ποτέ στην ιστορία του τύπου δεν ταυτίστηκαν τόσο πολύ δημοσιογράφοι και κόμματα. Η «στρατευμένη» δημοσιογραφία είναι εξ ορισμού ανυπόληπτη. Ηταν η οδός διαφυγής, ακόμη και επαγγελματικής, για πολλούς δημοσιογράφους. Η εξυπηρέτηση συμφερόντων εκδοτών και κομμάτων ενίσχυσε τη δυσπιστία του κοινού και επέτεινε την κρίση. 

Είναι άδικο γιατί δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική εικόνα. Εκατοντάδες συνάδελφοι, η μεγάλη πλειοψηφία, τιμούν τη δημοσιογραφία και αγωνίζονται να επιβιώσουν σε συνθήκες ζούγκλας με μισθούς πείνας, με τα ασφαλιστικά τους ταμεία να μην μπορούν να τους εγγυηθούν τίποτα. 

Ανεύθυνοι εκδότες, νέα  εκδοτο-πιράνχας, αδηφάγα κόμματα και  τέλος μια εκδικητική κυβέρνητικη «πολιτική» έφεραν τα πράγματα εδώ. Ορισμένοι θεωρούν ότι σχεδόν όλοι οι δημοσιογράφοι είναι εχθροί και πρέπει να στηριχθούμε σε ορισμένους «δικούς» μας (παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κι εξακολουθεί να έχει σοβαρούς δημοσιογράφους).Η άποψη αυτή αποστέρησε επικοινωνιακές δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ προς πολλούς δημοσιογράφους με τους οποίους θα μπορούσε να έχει «αρμονικές» σχέσεις. Επιπλέον δημιούργησε στρεβλώσεις στα θεωρούμενα «δικά μας» μέσα. Παράδειγμα η  «Αυγή», στην οποία δούλεψα κοντά στον Χρυσοστομίδη, τον Κωνσταντινίδη, τον Γιάνναρο, μαζί με τους νεότερους τον Κάρη, τον Σπυρόπουλο, τον Σιαμαντά, τον Πετρουλακη, τον Μπράμο, τον Πάικο κα). Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεχόμενος επιθέσεις πανταχόθεν, θεώρησε ότι η απάντηση ήταν η μετατροπή μιας ιστορικής εφημερίδας με υψηλό ήθος  και διαλεκτική σκέψη που ενημέρωνε τους αριστερούς  σε όργανο του κόμματος δηλαδή με την πιο παλιά εκδοχή  αυτής της παλιοκομμουνιστικής αντίληψης. Το αποτέλεσμα ήταν να «εκτοξεύεται» ο ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 36% και η Αυγή να …χάνει φύλλα από την ήδη πενιχρή κυκλοφορία της. Και αναφέρω την «Αυγή» γιατί πονάω για όσα συμβαίνουν εκεί. 

Το ΜEGA δεν έχει ενημερωτικό πρόγραμμα, ο ΔΟΛ βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Τι είναι αυτό που ζούμε;

Υπάρχουν κάποιοι που νομίζουν ή έχουν τη βεβαιότητα πως τα ΜΜΕ καθορίζουν τις πολιτικές συμπεριφορές των πολιτών-εκλογέων. Μέγα λάθος. Η κοινή γνώμη διαμορφώνεται από τα ίδια τα γεγονότα και όχι από τον τρόπο που αυτά μεταφέρονται. Το έχω δει και ξαναδεί αυτό το έργο. Τα κόμματα, όλα τα κόμματα, όταν χάνουν την εκλογική τους επιρροή εξαιτίας των γεγονότων, των επιπτώσεων που προκαλεί η πολιτική τους, τα βάζουν με τα ΜΜΕ. Λες και αυτα ευθύνονται που χάνουν. Υπάρχει και μια εκδοχή για «εσωτερική κατανάλωση». Δηλαδή πως  «η γραμμή ήταν σωστή αλλά δεν επικοινωνήθηκε σωστά.» Δηλαδή φταίνε ή τα ΜΜΕ ή οι επικοινωνιακές πολιτικές που αναπτύχθηκαν. Ετσι νομίζουν πως βγαίνουν λάδι. Τα ίδια έκανε ο Σημίτης, ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, τα ίδια κάνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ σε υπερθετικό βαθμό.

Αυτός είναι ο πολιτικός περίγυρος της κρίσης.  Με κυρίαρχη αυτή την άποψη βλέπεις ό,τι θέλεις η  ό,τι μπορείς να δεις: Το ΜΕΓΚΑ δεν είναι ένα ιστορικό κανάλι που συνεισέφερε στην ενημέρωση, ο ΔΟΛ δεν εκδίδει τις εφημερίδες του ιστορικού κέντρου αλλά είναι κέντρα της διαπλοκής και το κλείσιμό τους θεωρειται από ορισμένους (ελπιζω όχι πολλους) ως νίκη της Αριστεράς στη μάχη κατά της διαφθοράς. Ας είμαστε εμείς δίκαιοι. Δεν κλείνει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτά τα μαγαζιά, ενδεχομένως  τα «αποτελειώνει». Ο ΔΟΛ παραδόθηκε στον Ψυχάρη που το χόμπι του ήταν τα σκοτεινά πολιτικά παιχνίδια (τα έκανε και με τον ΣΥΡΙΖΑ). Οι εφημερίδες του δεν ανανεώθηκαν ποτέ δημοσιογραφικά. Κουραστικά έντυπα που έχαναν περισσότερους αναγνώστες από τον ίδιο το ρυθμό της όξυνσης της κρίσης. Μπορεί να είναι αλήθεια πως οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ δεν είναι σαν τον Μαρινόπουλο αλλά αυτό δεν σημαίνει πως επιτρέπεται ή μπορεί να συνεχίζεται η αλόγιστη συσώρευση χρεών. Μπορούν να διασωθούν το ΜΕΓΚΑ και ο ΔΟΛ; 

Νομίζω πως ναι, αν κάποιοι το θελήσουν, το προσπαθήσουν αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα. Ελπιζω ακόμη πως οι κατέχοντες την εξουσια θα θεωρήσουν κάποτε τον τυπο ως εθνική περιουσία ως πολιτιστίκη ζώσα κληρονομιά. Διάολε, το είχε αντιληφθει ακόμη κι ο Σαρκοζι της δεξιάς στην Γαλλία πριν  από 10 χρόνια  

Κι ύστερα είμαστε εμείς, οι δημοσιογράφοι. Οταν έκλεισε η Τεγοπούλου την Ελευθεροτυπία (αυτή πήγε άκλαυτη) κάποιοι συνάδελφοι προχώρησαν σε μια συνεταιριστική μορφή. Είχε λίγα αποτελέσματα αλλά είχε. Στο Συγκρότημα τι περιμένουν; Έχουν  στα χέρια τους την ψυχή, την άυλη δύναμη των εντύπων. Με άλλο ΑΦΜ και παραπλήσιους τίτλους, πχ “Δεύτερο Βήμα” θα μπορούσαν να προχωρήσουν μόνοι τους και να βρουν επενδυτή. Ας αφήσουν πίσω τους το κουφάρι του Ψυχάρη με τα υπέρογκα χρέη. Ενα «συμβόλαιο τιμής» για την πολιτική γραμμή με νέους επενδυτές χρειάζεται και μια περίοδο όπου θα ζουν με χαμηλότερους μισθούς που σε κάθε περίπτωση είναι καλύτερο από την ανεργία. 

Ζούμε το τέλος μιας περιόδου με τα ηγετικά εκδοτικά σχήματα που γνωρίζαμε και ίσως την αρχή μιας νέας περιόδου με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους  δημοσιογράφους αν το πιστέψουμε, αν έχουμε μια ΕΣΗΕΑ που ξέρει τι θέλει, αν, αν, αν… 

Τα διηγήματα είναι μόνο η αρχή; Θα συνεχιστεί η πορεία στη λογοτεχνία; 

Ελπίζω να είναι μόνο η αρχή. Η συλλογή ιστοριών “Με μια χιλιάρα Καβασάκι” γράφτηκε μέσα σε μια πυρετώδη δημιουργική έκρηξη. Οι ιστορίες έτρεχαν σαν νεράκι λες και τις προετοίμαζα χρόνια. Δεν το είχα συνειδητοποιημένο, ούτε ποτέ είχα σκοπό να γράψω. Προέκυψε μάλον σαν μια εντελώς αγνωστη σε μένα  εσωτερική ανάγκη. Ξέρετε, εμείς οι δημοσιογράφοι δεν μπορούμε εύκολα να αποστασιοποιηθούμε από τα κλισέ και τους κώδικες της δημοσιογραφικής γραφής. Μας θεωρούν κακούς λογοτέχνες. Είχα να αντιμετωπίσω αυτη την προκατάληψη και βέβαια την εμφάνισή μου στο χώρο αυτό στα εξήντα μου. Οι κριτικές που πήρα ήταν πολύ καλές. Δεν έχουν ακόμη σβήσει τη μεγάλη ανασφάλεια που είχα όταν πήγα τα διηγήματά μου στο εκδοτικό οίκο Πόλις. Μένει να αποδείξω πως μπορώ να κάνω λογοτεχνία στο επόμενο βιβλίο μου. Πρέπει να σπάσω την παράδοση που θέλει το δεύτερο βιβλίο να είναι υποδεέστερο του πρώτου. Ισως τα καταφέρω. Ξέρω να αφηγούμαι ιστορίες που κάνουν τους φίλους μου στις ταβέρνες να γελάνε. Είναι το μόνο ισχυρό όπλο που έχω. Η ατελείωτη διάθεσή μου να αφηγούμαι. Γράφω για τη χαρά της αφήγησης. Γιατί μου αρέσει να επινοώ καταστάσεις, χαρακτήρες, ακόμη και προσωπικοτητα, όπως είπε ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης, ο ονειρικός Φ. Φελίνι. Δεν θα πάψω ποτέ να λέω ιστορίες. Είναι μια ακατανίκητη έλξη που μαζί με την ανεξάντλητη περιέργεια και παρατηρητικότητά μου με οδήγησαν στην δημοσιογραφία και γιατί όχι στην λογοτεχνία. Μου λένε “μην ανησυχείς και ο Καμιλιέρι… στα 60 του άρχισε να γράφει”. Δεν με παρηγορούν γιατί δεν είμαι ο Καμιλιέρι.

Σε ποιους απευθύνεστε; 

Δεν θέλω να απευθύνομαι μόνο σε συνομιλήκους μου ή έστω στις κοντινές γενιές. Αλλωστε  δεν έχω «συνειδητοποιημένη» ηλικία. Στην παρουσίαση του βιβλίου μου στα Γιάννενα έγραψα αφιέρωση σε μια κυρία 35 χρόνων “στην πιο νεαρή αναγνώστριά μου στην μικρή μου πόλη”. Διαπίστωσα τις δυσκολίες ακόμη και στην «έδρα» μου να επικοινωνήσω με τις νεότερες γενιές (με όσους εξακολουθούν να διαβάζουν βιβλία). Θέλω να διαβάζουν τις ιστορίες μου άνθρωποι όλων των ηλικιών, όλων των ιδεολογιών, που θέλουν να ξανακοιτάξουν τις δυο ταραγμένες δεκαετίες (1960-1986) τις οποίες επιχειρώ να φωτογραφίσω μέσα από τα μάτια μιας παρέας εφήβων που μεγαλώνουν, ερωτεύονται, κάνουν χαζά πράγματα και τελικά ενηλικιώνονται βίαια όταν συγκρούονται με την δικτατορία για να σώσουν την ελευθερία τους, την ψυχή τους, εκείνη την περίοδο. Και βέβαια τώρα με μεγαλύτερη γνώση να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα που έχω στα σκαριά. Δεν σας κρύβω πως έχω ένα πρόβλημα. Την “χιλιάρα” την έγραψα καταιγιστικά, με την ορμή της έμπνευσης. Στην νέα απόπειρα χρειάζεται μια επαγγελματικού τύπου συγγραφή. Δεν το χω, αλλά θα το βρω. Δεν γίνεται αλλιώς, αν θέλω να σας πω μια ακόμη, μεγαλύτερη αυτή τη φορά, ιστορία.