Πολιτικη & Οικονομια

Οικολογία: πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι σε περίοδο κρίσης

Η καχυποψία και η άρνηση οποιουδήποτε σχεδίου ανάπτυξης καθηλώνουν την κοινωνία και την οικονομία στο τέλμα της μόνιμης παρακμής

Μαρία Βιτωράκη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι η οικολογία επίκαιρη; Είναι τρόπος ζωής ή ιδεολογία; Ανάγκη ή επιλογή; Μήπως είναι προνόμιο των ανεπτυγμένων και εύπορων κοινωνιών και αντίστοιχα των σχετικά εύπορων πολιτών; Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις οικολογικές ομάδες και προσεγγίσεις; Ποια είναι, εντέλει, η χρησιμότητα της οικολογίας, ιδιαίτερα για τη δική μας χώρα; Τα παραπάνω ερωτήματα με έχουν απασχολήσει κατά καιρούς. Θα προσπαθήσω εδώ να γράψω σχετικά με (ορισμένα από) αυτά.

Ο Daniel Cohn-Bendit, μια προσωπικότητα με σημαντικό αποτύπωμα στο χώρο της πολιτικής οικολογίας, βαθιά ευρωπαϊστής, δημοκράτης και φιλελεύθερος, έγραφε το 2009: «Ένας οικολογικός ριζοσπαστισμός που απλά ξορκίζει τα προβλήματα, μπορεί εύκολα να πέσει στο δογματισμό. Επανέρχομαι σε αυτό που εννοώ μιλώντας για την αναγκαιότητα ενός ριζοσπαστικού ρεφορμισμού, και για ένα ευρύ όραμα πολιτικής οικολογίας, το οποίο θα μπορεί να οργανώσει τον δημοκρατικό διάλογο έτσι ώστε να καθορίσει τους πιο πρόσφορους συμβιβασμούς πάνω σε ευαίσθητα θέματα». [«Τι να κάνουμε», 2009, μετάφραση Μ. Γκουρτσογιάννη] 

Στην παγίδα του δογματισμού και ιδεοληψίας, που εύστοχα περιέγραψε ο Cohn-Bendit, πέφτουν συχνά τα πράσινα κόμματα καθώς και ορισμένες περιβαλλοντικές οργανώσεις και ομάδες πολιτών που κινητοποιούνται πάνω σε οικολογικά αιτήματα.

Είναι αλήθεια ότι θέματα οικολογικής σημασίας προκαλούν το ενδιαφέρον όλο και περισσότερων, ενώ πολλά από αυτά είναι πρώτη είδηση σε εφημερίδες και περιοδικά.

Η Παγκόσμια Συμφωνία για το Κλίμα που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 2015 στο Παρίσι, μια ιστορική συμφωνία μεγάλης σημασίας για το μέλλον του πλανήτη, σχολιάστηκε και διαβάστηκε όσο λίγα θέματα τον περασμένο χρόνο. Η διατήρηση της βιοποικιλότητας καθώς και η διαχείριση μεγάλης σημασίας οικότοπων και οικοσυστημάτων καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στα αφιερώματα εφημερίδων και περιοδικών. 

Η γνώση ταξιδεύει μέσα σε δευτερόλεπτα, και όλοι έχουμε πρόσβαση σε σημαντικές αποφάσεις και πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, ενώ πολλά από αυτά επιβεβαιώνουν ότι οι μεγάλες οικολογικές προκλήσεις είναι εδώ και θα πρέπει να απαντηθούν σήμερα.

Η διατροφική ασφάλεια, η αποδοτική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων του πλανήτη, η μείωση των αποβλήτων, η ενεργειακή στροφή και αποδοτικότητα είναι ζητήματα προτεραιότητας στην πολιτική ατζέντα των χωρών της Ε.Ε., ενώ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια σημειώθηκε μια θεαματική ανάπτυξη πράσινων θέσεων απασχόλησης (όπως π.χ. στην οικονομία της ανακύκλωσης και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας).

Ωστόσο, παρά το γενικότερο ενδιαφέρον για το πρασίνισμα της οικονομίας, ιδιαίτερα στη χώρα μας, η αντίληψη των πολιτών για την οικολογία παραμένει αρκετά ρηχή και αποσπασματική, ενώ περιορίζεται σε επιλεκτικά θέματα, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, το κυνήγι και η βία απέναντι στα ζώα, που για διάφορους λόγους έχουν τραβήξει την προσοχή των πολιτών. Συγχρόνως, όπως και σε πολλά άλλα δημόσια ζητήματα, οι πολίτες είναι πεπεισμένοι (και όχι άδικα) ότι οι διοικούντες δεν μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο τα σημερινά δεδομένα σε επίπεδο περιβαλλοντικής ποιότητας και διαχείρισης. 

Η διαρκής απογοήτευση, η καθημερινή γκρίνια και μιζέρια είναι σχεδόν μόνιμα στοιχεία της καθημερινότητας μας στην Ελλάδα. Ακόμα χειρότερα, δημιουργεί καχυποψία και άρνηση οποιουδήποτε σχεδίου ανάπτυξης, καθηλώνει την κοινωνία και την οικονομία στο τέλμα της μόνιμης παρακμής. Στην πατρίδα μου την Κρήτη, οργανωμένες ομάδες πολιτών δίνουν σκληρό και διαρκή αγώνα για να ακυρώσουν επενδυτικά σχέδια για αιολικά πάρκα, απολύτως πεπεισμένοι ότι δίνουν ένα δίκαιο και όμορφο αγώνα για να σώσουν τα περήφανα κρητικά βουνά! 

Κι όμως, οι ανεμογεννήτριες συμβάλλουν στην ενεργειακή αυτονομία του νησιού και έχουν σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα:

- Μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και αέριων ρύπων κατά τη λειτουργία τους

- Χαμηλό κόστος

- Δημιουργία θέσεων εργασίας στην τοπική κοινωνία

- Εισοδήματα στην τοπική αυτοδιοίκηση από τη λειτουργία τέτοιων πάρκων

- Βελτίωση της δημόσιας υγείας μέσα από τη μείωση ατμοσφαιρικών ρύπων

Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, όπως και σε άλλες, ο οικολογικός ακτιβισμός οδηγεί σε λάθος μονοπάτια συντήρησης και αναπαραγωγής του υπάρχοντος περιβαλλοντικά καταστροφικού και πανάκριβου ενεργειακού μοντέλου.

Στη Χαλκιδική ζήσαμε τα τελευταία χρόνια ένα άνευ προηγουμένου (οικολογικό) δράμα, με σκληρές συγκρούσεις, ανάμεσα σε κατοίκους και αστυνομικές δυνάμεις, συχνά με πράξεις ανοιχτής βίας, για την ακύρωση της εκμετάλλευσης μεταλλευμάτων χρυσού από μεγάλη καναδική εταιρεία. Αυτό ίσως μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν υπήρχαν οι εγγυήσεις από τους διοικητικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς ότι η εταιρεία θα τηρήσει τους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας της και δεν θα δημιουργήσει οικολογικό χρέος για τις επόμενες γενιές.

Ένα άλλο θέμα μεγάλης σημασίας για την καθημερινότητα όλων μας αλλά και για το περιβάλλον και την οικονομία, είναι τα σκουπίδια. Η χώρα μας παραμένει για πολλά χρόνια καθηλωμένη στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. αναφορικά με τις επιδόσεις της στην ανακύκλωση και αξιοποίηση των απορριμμάτων, ενώ είναι πρωταθλήτρια στην ταφή, ακόμη και σε ανεξέλεγκτες χωματερές (ΧΑΔΑ). Ο κοινωνικός ακτιβισμός στο θέμα της διαχείρισης των σκουπιδιών δεν συμβάλλει σε λύσεις γιατί δεν βλέπει τη συνολική εικόνα, αλλά περιορίζεται σε τοπικιστικού χαρακτήρα αιτήματα, ή σε αιτήματα που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν αν δεν αντιμετωπιστούν δομικά προβλήματα και ανεπάρκειες της αυτοδιοίκησης  και δεν υπάρξει ουσιαστική ενθάρρυνση και υποστήριξη ιδιωτικών πρωτοβουλιών και επενδύσεων σε βιώσιμες δραστηριότητες, όπως η κομποστοποίηση και η ανακύκλωση. Η ανάπτυξη νέων θέσεων εργασίας δεν θα προκύψει χωρίς αυτές τις μικρές ή μεγάλες μεταρρυθμίσεις.

Από την άλλη πλευρά, θέματα κεντρικής σημασίας για την οικονομία και την κοινωνία, όπως η εξάλειψη κάθε λογής αυθαιρεσίας στη διαχείριση κοινών αγαθών, η οικολογική λειτουργία και ο σχεδιασμός των πόλεων, η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και η εξοικονόμηση ενέργειας, η διαχείριση του νερού, ο ρόλος των δασών μας για την ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων (π.χ. καύσιμα από το πλεόνασμα βιομάζας), οι βιώσιμες μεταφορές (π.χ. η ανάπτυξη πλήρους και σύγχρονου σιδηροδρομικού δικτύου σε όλη τη χώρα), οι καινοτόμες μορφές γεωργίας και κτηνοτροφίας που μειώνουν το οικο-αποτύπωμα, οι σύγχρονες βιομηχανίες που παράγουν χρήσιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα, ο μετασχηματισμός του τουριστικού μοντέλου σε κατεύθυνση πιο βιώσιμη και ανταγωνιστική, η εκπαίδευση για το περιβάλλον και πολλά άλλα, μένουν εκτός της δημόσιας συζήτησης, ή έστω απασχολούν λίγους.

Ο δημόσιος λόγος στρέφεται και καταναλώνεται σε θέματα μικρότερης σημασίας, που όμως είναι αρκετά δημοφιλή. Η οικολογία του ρεαλισμού και των λύσεων είτε μένει στα αζήτητα, είτε γίνεται το αντικείμενο κάποιων «ειδικών», χωρίς ουσιαστική διείσδυση στην οικονομία και στην πολιτική/κοινωνική σφαίρα. Παραμένει ζητούμενο, τη στιγμή που τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ γιατί τα προβλήματα που δε λύνονται, γίνονται αγκάθια – πικρές ήττες και εμπόδια για το μέλλον.

Τι φταίει για τα παραπάνω; Kαι πώς θα μπορούσε να αλλάξει; Πώς θα μπορούσε να γίνει η οικολογία προσιτή, πιο διεισδυτική, πιο σαφής, πιο καθολική και περισσότερο κατανοητή ακόμη και για όσους δεν θα ήθελαν να απαρνηθούν τα προνόμια μιας (καταναλωτικής) φιλελεύθερης οικονομίας.

Χρειαζόμαστε προτάσεις και επιχειρήματα που θα είναι όχι μόνο πειστικά αλλά και ελκυστικά. Επιχειρήματα που θα απευθύνονται σε περισσότερους πολίτες αποδεικνύοντας ότι η οικολογία δεν βασίζεται στο φόβο και στην καταστροφολογία (και δεν θα έπρεπε τα επιχειρήματα περιβαλλοντικής προστασίας να έχουν έναν τέτοιο χαρακτήρα), αλλά στηρίζεται στη λογική και στη γνώση ότι μπορούμε να λύνουμε προβλήματα αντί να δημιουργούμε νέα.

Η οικολογία αναγνωρίζοντας τα όρια του πλανήτη και την περιορισμένη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων έχει κριτική στάση απέναντι στο καταναλωτικό μοντέλο, προτείνει τον εθελοντικό αυτοπεριορισμό και μια –νέου τύπου– καταναλωτική συμπεριφορά με κριτική και υπεύθυνη στάση. Προτείνει και μια νέου τύπου παραγωγή ποιοτικών προϊόντων με χρήση σύγχρονων τεχνολογιών για μια αποδοτικότερη οικονομία, αναζητά νέες ευκαιρίες κυρίως για νέους. Δεν απαγορεύει την κατανάλωση, αλλά μεταφέρει την επιστημονική γνώση και υποστηρίζει ορθολογικές λύσεις για τη βελτίωση της ζωής όλων. Δεν μιλάει μόνο για το περιβάλλον. Μιλάει για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα δικαιώματα της επόμενης γενιάς. Δεν επιβάλλει τίποτε αλλά προτείνει λύσεις – δημοκρατικές, συλλογικές, μακροπρόθεσμες. Προτείνει τη συμμετοχή των πολιτών, τον οργανωμένο διάλογο, αλλά όχι τον ατέρμονο διάλογο. Βλέπει τα άτομα ως δυναμικές μονάδες ικανές να επιφέρουν αλλαγές, αποδέχεται και υπογραμμίζει την ατομική ευθύνη ως κινητήρια δύναμη των μεταρρυθμίσεων. 

Θα μπορούσε λοιπόν η οικολογία με αυτά τα χαρακτηριστικά να είναι χρήσιμη; Θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο εφικτό και το αναγκαίο; Να είναι η βάση ενός σύγχρονου δημοκρατικού διαλόγου ώστε να καθορίσει τους αναγκαίους συμβιβασμούς – όπως έγραψε ο Cohn-Bendit;

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι χωρίς αυτούς τους συμβιβασμούς και ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής συναίνεσης είναι αδύνατο να προχωρήσουμε. Η χρησιμότητα της οικολογίας εξαρτάται από το πόσο μπορεί να συμβάλει στα παραπάνω για να ξεφύγουμε –επιτέλους– από το τέλμα.