Πολιτικη & Οικονομια

Οι συνταξιούχοι και το εμπόριο κοινωνικής ευαισθησίας

Πώς κανείς μπορεί να αντικρούσει τη φράση «δίνω βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους για να περάσουν γιορτές»;

Λίνα Παπαδάκη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς κανείς μπορεί να αντικρούσει τη φράση «δίνω βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους για να περάσουν γιορτές»; Η δύναμη των λέξεων αυτών είναι τόσο μεγάλη όσο ο πυρήνας της έννοιας του λαϊκισμού. Για αυτό ανίκητη. Όσοι έχουν δημόσιο λόγο έκαναν διάφορες σκέψεις για τα κίνητρα της κυβέρνησης και τη σκοπιμότητα της επιλογής, αλλά ελάχιστοι είχαν το σθένος να βγουν στην κοινωνία και να πουν «δεν πρέπει να δοθεί το βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους». Σκέφτομαι ότι η δημόσια ζωή της χώρας θα αλλάξει πραγματικά πίστα όταν αυτή η φράση θα μπορεί να λέγεται με τον ίδιο κανονικό τρόπο όπως και η προηγούμενη. Χωρίς να φαίνεται ως η αντιπαράθεση της κοινωνικής ευαισθησίας με την ασύδοτη αναλγησία, γιατί τότε θα υπάρχει ως διαμεσολαβητής η πολιτική και όχι ο θυμικός εκβιασμός.

Λέει στο λυρικό του ξέσπασμα ο κ.Τσίπρας ότι δεν θα ρωτήσει κανέναν πώς θα διαθέσει το πλεόνασμα. Ας πούμε ότι όντως δικαιούται να μη ρωτήσει τους δανειστές. Όμως δεν θα έπρεπε να ρωτήσει τα άνεργα παιδιά που δεν πείθονται με την αυτοϊκανοποίηση «έδωσα επίδομα στον παππού σου να σου δώσει χαρτζιλίκι»; Δεν θα έπρεπε να ρωτήσει τους απλήρωτους των επιχειρήσεων; Δεν θα έπρεπε να ρωτήσει αυτούς που δεν έχουν να περιμένουν ούτε ένα ευρώ στο τέλος του μήνα; Κυρίως δεν θα έπρεπε να ρωτήσει τα άμοιρα παιδάκια που παγώνουν στους καταυλισμούς του Ολύμπου; Υπάρχουν πολλοί που δικαιούνται τα χρήματα πριν από τους συνταξιούχους, που στο κάτω κάτω έχουν μία σταθερή πρόσοδο, αλλά έλα πες το - η ιδεολογία της μεταπολίτευσης έχει ταυτίσει την έννοια του συνταξιούχου με το πιο ανήμπορο κομμάτι της κοινωνίας και επομένως τον ισχυρότερο μοχλό της δημαγωγικής ρητορικής.

Η κυρίαρχη εικόνα του αποκαμωμένου σκυφτού παππούλη  με το λευκό μουστάκι και το μπαστούνι ακινητοποιεί κάθε αντίδραση στη χώρα, που αν ξυστείς την ώρα που μιλά ο Τσίπρας κατηγορείσαι αμέσως ως όργανο του Σόιμπλε. Έτσι μάθαμε να θεωρούμε τη φράση «απόμαχος της εργασίας» ισοδύναμη με το  «απόμαχος του αλβανικού μετώπου» και να τοποθετούμε ασυζητητί τους συνταξιούχους στην κορυφή των ευπώλητων του εμπορίου κοινωνικής ευαισθησίας, αγνοώντας ότι στη χώρα μας έχουμε και πενηντάρηδες συνταξιούχους ή και άλλους που δεν είναι τόσο αναξιοπαθούντες.

Και για αυτούς τους λόγους κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης δέχτηκαν πρόθυμα να εκτεθούν. Γιατί βέβαια είναι πέραν λογικής να καταγγέλλεις την κυβέρνηση ότι εμπαίζει τους συνταξιούχους και να υπερψηφίζεις ή να δηλώνεις παρών στον εμπαιγμό, αλλά και πέραν των δυνάμεών τους να αντισταθούν σε αυτήν τη μικρή πανίσχυρη φρασούλα, που μετακινεί οροσειρές λαϊκισμού και δημαγωγίας, «επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους».

Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βρίσκουν και τα κάνουν. Διδάχτηκαν καλά τον λαϊκίστικο λόγο από τους προηγούμενους, του έδωσαν νέες διαστάσεις στα μεταπτυχιακά τους και τώρα είναι οι ίδιοι που εγκλωβίζουν τους υπόλοιπους στην ίδια μοιραία και αέναη σκυταλοδρομία δημαγωγίας που βασανίζει τον τόπο πολλά χρόνια. Ο πρώτος που θα αφήσει τη σκυτάλη να πέσει κάτω θα είναι και ο πιονέρος της νέας εποχής.