Πολιτικη & Οικονομια

Πάλι καλά, αργότερα βλέπουμε

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 274
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μέχρι προσφάτως οι πολίτες ψήφιζαν με την πελατειακή λογική: ως ανταμοιβή είτε για το πραγματοποιηθέν ρουσφέτι είτε για την υπόσχεση του ρουσφετιού. Χωρίς να έχει υποχωρήσει η ευνοιοκρατία –το «έθος» του νεποτισμού– όλο και περισσότεροι ψηφοφόροι επιλέγουν με κριτήρια ψυχολογικά και αισθητικά· υπολογίζω μάλιστα ότι δεν είναι λίγοι όσοι αποφασίζουν την τελευταία στιγμή, όπως για μια αποκοτιά, ένα coup de tête. Ακούγεται σαν μια μορφή προόδου εφόσον έτσι αποκλείεται ο πολιτικός φανατισμός· το ζήτημα όμως είναι πιο σύνθετο: για παράδειγμα, αρκετοί ψηφίζουν ΚΚΕ γιατί τους φαίνεται «καλτ»· καλτ-Αλέκα, όπως καλτ-νομάρχης Θεσσαλονίκης και καλτ-Ανίτα Πάνια. Στην περίπτωση αυτή ταυτίζουν το κόμμα με τη γραμματέα του στην οποία αναφέρονται με το μικρό της όνομα, όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα: ο Κωστάκης, ο Γιωργάκης κ.τ.λ., μιας και συχνά οι πολιτικοί είναι παιδιά, εγγόνια κι ανίψια παλιότερων πολιτικών. Δυσκολεύομαι να φανταστώ κάτι παρόμοιο στη Γαλλία (ο μικρός Νικολά, η Σεγκολενούλα, o Nτομινικάκος;) ή ακόμη και στην Ιταλία, μια χώρα εξίσου γελοία με την Ελλάδα αν όχι περισσότερο και σε πιο επικίνδυνη μορφή. Εξάλλου, παραδοσιακά, οι Έλληνες σταυρώνουν αμφιλεγόμενα πρόσωπα σε διάφορα ψηφοδέλτια: κάποιον επειδή «τα λέει χύμα», κάποιον άλλον επειδή είναι ο ίδιος «χύμα»· δεν αναφέρομαι εδώ στους ψηφοφόρους που ψηφίζουν τραγουδιάρες, αστέρια της trash ΤV και του παλκοσένικου (δηλαδή εξ ορισμού «καλτ»), αλλά σε μια αναδυόμενη τάση που προσαρμόζει τις εκλογές στη γενικευμένη γελοιότητα καθώς και στη γελοιοποίηση της γελοιότητας. 

Πράγματι ο πολιτικός φανατισμός, το μετεμφυλιακό κλίμα, έχουν κάπως κατασιγαστεί: παρ’ όλ’ αυτά, οι «δεξιοί», ο σκληρός πυρήνας της συντηρητικής παράταξης –εν κατακλείδι, μικρό αλλά υπολογίσιμο μέρος των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας– παραμένουν, όπως οι πολιτικοί, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα ανίψια των δοσιλόγων, των γερμανοτσολιάδων, των βασανιστών και των χαφιέδων. Δεν έχει επαρκέσει ο χρόνος ώστε να εξαλειφθούν αυτές οι γενεές και να διαχυθούν οι κομματικές προτιμήσεις σε όλο το πολιτικό φάσμα. Από την άλλη πλευρά, οι αριστεροί –τόσο εκείνοι του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι άλλοι, οι προαναφερθέντες «καλτ»– είναι οι απόγονοι των καταδιωγμένων· τα κριτήριά τους είναι περισσότερο συναισθηματικά (για την κατακαημένη πατρίδα και για την οικογένεια που τόσα τράβηξαν...), παρά ταξικά ή πολιτικά. Παρατηρείται μάλιστα, πιθανώς εξαιτίας της σκληραγώγησης, αφύσικη παράταση του βίου αυτών των παλαιών γενεών που υπέφεραν από τη δεξιά. Με δυσάρεστες συνέπειες για το παρόν της αριστεράς.

Δεν υπάρχει ψηφοφόρος-πολίτης άγραφο χαρτί: πίσω από κάθε 18άρη που ψήφισε για πρώτη φορά ξεπροβάλλει ένας παππούς που ήταν είτε με τους μεν είτε με τους δε· ένας μπαμπάς και μια μαμά που υπήρξαν μέλη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, Κνίτες, Ρηγάδες, κινεζόφιλοι ή τροτσκιστές, ή κάτι άλλο ακόμα πιο παράδοξο· που ήταν, γενικά μιλώντας, καλτ και δεν το ήξεραν. Ή ίσως να το ήξεραν, δεν μπορούσαν όμως να κάνουν διαφορετικά εφόσον στην Ελλάδα έπρεπε κάπου να «ανήκεις». Όντως, εμφανίζεται μια γκρίζα ζώνη: οι «αναποφάσιστοι» δημοκράτες (ΣΥΡΙΖΑ ή Οικολόγοι Πράσινοι; Λευκό ή αποχή; Ή μήπως ΠΑΣΟΚ για να καταβαραθρωθεί η ΝΔ;), αλλά και οι αναρχοφασίστες, οι άγριες φυλές της εσώτερης πόλης· οι χαφιέδες, οι πρεζάκηδες και τα ταξικά κωθώνια συμφώνως προς τον πιο επιτυχημένο χαρακτηρισμό της ελληνικής κοινωνίας. Τι φρονεί για τις εκλογές ο πληθυσμός αυτής της γκρίζας ζώνης: η πρώτη κατηγορία φρονεί ότι τίποτα και κανείς δεν της αξίζει· ας πούμε ότι καταλαβαίνω την ιδέα αν και δεν τη συμμερίζομαι· κάθε φορά που διενεργούνται εκλογές αναρωτιέμαι μήπως είναι προτιμότερο να μην ψηφίσω. Και πάντα ψηφίζω: ενώ ο ήλιος αρχίζει να δύει, τρέχω στο εκλογικό τμήμα και, ξέπνοη, ψηφίζω.

Η δεύτερη κατηγορία δεν φρονεί τίποτα· η αποχή που συνιστά την πιο συνήθη στάση της είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτέλεσμα εξαλλοσύνης παρά νηφαλιότητας. Ο νηφάλιος πολίτης επιλέγει το καλύτερο από όσα του παρέχονται: όχι μόνο στις εκλογές αλλά γενικότερα στη ζωή· δεν πρόκειται για τη φιλοσοφική θέση του «το μη χείρον βέλτιστον» (που έχει υπερχρησιμοποιηθεί), πρόκειται για την απλή παραδοχή ότι ποτέ δύο πράγματα (όπως π.χ. δύο κόμματα) δεν είναι απολύτως όμοια. Και από την απλή πρόθεση να επιλέξεις τα λιγότερο επιβλαβή πρόσωπα που έχουν δηλώσει συμμετοχή· τα λιγότερο γελοία, τα λιγότερο «καλτ».

Κοντολογίς, διαφωνούμε: τόσο με εκείνους που ψηφίζουν «δαγκωτό» –ήδη η έκφραση παραείναι κιτς– όσο και με εκείνους που ψηφίζουν για πλάκα. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από σοβαρότητα, η πλάκα μάς περισσεύει: θεωρώ επίδειξη ελαφρομυαλιάς πολλά από τα ψηφοδέλτια των μικρών ομάδων· το να είναι κανείς π.χ. μαοϊκός μού φαινόταν ανέκαθεν άτυπη παραφροσύνη, κι όσο για τους «συνεχιστές του Καποδίστρια» και τις «καπνιστικές ομάδες» τι να πει κανείς... Παρότι τίποτα απ’ αυτά δεν επηρεάζει την έκβαση των εκλογών, όλα συμπληρώνουν το πορτρέτο μιας χώρας πεισματικά ασυμμόρφωτης που δεν εμπνέει κανένα σεβασμό. Όχι μόνο στους «ξένους» (αυτοί, έτσι κι αλλιώς, μας θεωρούν καταγέλαστους), αλλά σ’ εμάς τους ίδιους: στην Ελλάδα οι άνθρωποι που θέλουν να διατηρήσουν τη σοβαρότητα και ακεραιότητά τους δεν εμπλέκονται στην πολιτική, αποφεύγουν τόσο το Κακό, όσο και τα ζόμπι που υπαινίχθηκα (για να αναφερθώ σε καλτ ταινία που ταιριάζει σε μεταμεσονύκτιες προβολές). Έτσι, η πολιτική παραδίδεται σε μεσήλικες με παιδιάστικα ονόματα, σε μωροφιλόδοξους, σε λαμόγια, σε χαζούς, τεμπέληδες, υστερικούς, νούμερα κάθε λογής...

 

Είμαστε, αναμφίβολα, μια χώρα-b movie: το συντηρητικό κόμμα δεν έχει καμιά πολιτική (για παράδειγμα, όσα έχουν συμβεί με τους μετανάστες αποτελούν παγκόσμια εξαίρεση), οι σοσιαλδημοκράτες δεν καταφέρνουν να αναδείξουν πρόσωπα και ιδέες για τον 21ο αιώνα· δύο τουλάχιστον «αριστεροί» σχηματισμοί αναμετρώνται σε αδιαλλαξία (στην Ελλάδα η αδιαλλαξία θεωρείται αρετή παρότι οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο και στα παρεπόμενα)· τέλος, η ομάδα των Πράσινων ξέρει ότι εδώ είναι Βαλκάνια κι ότι έχουμε κατορθώσει να γίνουμε παγκόσμια εξαίρεση: καταστρέψαμε το περιβάλλον χωρίς τη συμβολή της βιομηχανίας (εφόσον δεν έχουμε βιομηχανία).

Υπάρχει ελπίδα; Μπορεί. Κρίνοντας από τα στελέχη της ΝΔ που έμειναν έξω από τη Βουλή, συμπεραίνω, με κάθε επιφύλαξη, ότι, στην περίπτωση αυτή, οι ψηφοφόροι αφαίρεσαν το βουλευτιλίκι από μερικούς πάρα πολύ γελοίους. Υπό αυτό το πρίσμα, το βράδυ της Κυριακής σκεφτόμουν: «Πάλι καλά. Αργότερα, βλέπουμε», εκφράζοντας έτσι τη μείωση των προσδοκιών μας, καθώς και μια στάση προσωρινής αναμονής σαν τον αυτόχειρα που κοντοστέκεται λίγο προτού πηδήξει από το περβάζι.