Πολιτικη & Οικονομια

Το τέλος της δημοκρατίας;

Ουδείς μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Οι πολιτικοί επιστήμονες όμως κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.

Παντελής Καψής
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για τη δική μας την γενιά, για τους περισσότερους πολίτες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, η Δημοκρατία είναι η φυσική κατάσταση πραγμάτων. Ένα κεκτημένο που δεν αμφισβητείται. Το ιδεώδες και ο στόχος όλων των ανθρώπινων κοινωνιών αλλά και η αναπόδραστη εξέλιξη της οικονομικής ανάπτυξης. Όσο οι άνθρωποι ξεφεύγουν από τη φτώχεια, όσο ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο κι όσο αναπτύσσεται μια εύρωστη μεσαία τάξη, τόσο θα διεκδικούν πολιτικά δικαιώματα. Ένα είδος φυσικού νόμου της πολιτικής που μοιάζει ή τουλάχιστον έμοιαζε να δικαιώνεται από τις εξελίξεις. Σε τέτοιο σημείο που φτάσαμε και στην υπέρτατη ύβρη να μιλήσουμε για το τέλος της ιστορίας. 

Όπως συνήθως συμβαίνει, η ιστορία μάς εκδικήθηκε πάραυτα με ένα νέο είδος πολέμου που πολλοί είδαν σαν αναβίωση των θρησκευτικών πολέμων του μεσαίωνα. Η πίστη μας στο αναπόφευκτο της Δημοκρατίας παρέμεινε ακλόνητη ωστόσο. Αυτά αφορούν υπανάπτυκτες κοινωνίες, είπαμε. Κοινωνίες που δεν έχουν περάσει το διαφωτισμό. Κι ύστερα ήρθε ο Τραμπ, το χτύπημα στην καρδιά της δυτικής αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Είχαν προηγηθεί τόσα άλλα. Το Brexit, οι Λεπέν, η Λίγκα του Βορά, ο Χάιντερ, το AfD, ο κατάλογος είναι ανεξάντλητος. Η τάση μας ακόμα και σήμερα είναι να τα αποδίδουμε και να τα εξηγούμε με την οικονομική κρίση. Μόνο όμως όσοι ηθελημένα εθελοτυφλούν δεν αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για φαινόμενα που έχουν εκδηλωθεί πολύ πριν από την κρίση και απλώς παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις σήμερα. Κι ίσως είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι η Δημοκρατία παραμένει μια ιστορική εξαίρεση, ένα ειδικό καθεστώς που η διατήρησή του έχει μια σειρά από προϋποθέσεις οι οποίες δύσκολα ικανοποιούνται και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρούνται δεδομένες. Αυτός ενδεχομένως να είναι και ο καλύτερος τρόπος να την προστατέψουμε.

Αυτή την ιδιαιτερότητα της Δημοκρατίας την είχε επισημάνει ο Mark Mazower στο βιβλίο του «Σκοτεινή Ήπειρος» για την Ευρώπη του μεσοπολέμου. Τότε που για ένα πολύ μεγάλο τμήμα των πολιτών και του πολιτικού κόσμου η Δημοκρατία ήταν ένα αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο πολίτευμα καταδικασμένο να σβήσει. Ο φασισμός και ο κομμουνισμός ήταν οι ιδεολογίες του μέλλοντος και μόνο ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η ήττα του ναζισμού και η αλματώδης μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη έσωσαν τη Δημοκρατία. Γράφει ο Mazower: «Σίγουρα δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η Δημοκρατία κατ’ εξοχήν ταιριάζει στην Ευρώπη. Μας αρέσει να πιστεύουμε ότι η νίκη της Δημοκρατίας στο Ψυχρό Πόλεμο αποδεικνύει τις βαθιές της ρίζες στο ευρωπαϊκό έδαφος, η ιστορία μας όμως λέει κάτι το διαφορετικό. Αν και ήταν θριαμβεύτρια  το 1918, είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί 20 χρόνια μετά». Ακόμα και Άγγλοι πολιτικοί όπως ο Τσόρτσιλ, πολιτικοί δηλαδή σε μια χώρα με τις πιο ισχυρές δημοκρατικές παραδόσεις, θεωρούσαν ότι το πολίτευμά τους δεν ταίριαζε σε άλλες χώρες και δεν δίσταζαν να συγχαρούν τον Μουσσολίνι για τα επιτεύγματά του.

Όπως και τώρα, έτσι και τότε ήταν περίοδος σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Η οικονομία ωστόσο από μόνη της δύσκολα εξηγεί το φαινόμενο. Ο Μουσσολίνι, για παράδειγμα, προηγήθηκε της οικονομικής κρίσης κατά επτά περίπου χρόνια κι όταν χτύπησε η κρίση την Ιταλία το φασιστικό καθεστώς δεν απειλήθηκε. Σήμερα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τουλάχιστον στο μεσογειακό νότο η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και των Podemos οφείλεται κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, στην οικονομική κρίση. Δεν ερμηνεύει ωστόσο ένα φαινόμενο με παγκόσμιες διαστάσεις. Τόσο οι ΗΠΑ του Τραμπ όσο και η Μεγάλη Βρετανία του Brexit, για παράδειγμα, είναι δύο χώρες που πέρασαν σχετικά πιο ήπια την οικονομική κρίση ενώ ειδικά στις ΗΠΑ η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Αυτό δεν τις προστάτεψε ούτε από τον Τραμπ ούτε από το Brexit.

Εναλλακτικά έχει υποστηριχθεί ότι η άνοδος ακροδεξιών ή λαϊκιστικών κινημάτων ερμηνεύεται καλύτερα από την αντίθεση στην  παγκοσμιοποίηση και από τις διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες. Χωρίς αμφιβολία τέτοια ζητήματα έχουν παίξει σοβαρό ρόλο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως στη μεταστροφή παραδοσιακά δημοκρατικών Πολιτειών όπου χιλιάδες θέσεις εργασίας σε παραδοσιακούς τομείς της βιομηχανίας χάθηκαν εξαιτίας της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου.  Η νίκη του Τραμπ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό.

Από την άλλη πλευρά όμως βλέπουμε εντυπωσιακή άνοδο των ακροδεξιών κινημάτων σε χώρες όπου οι ανισότητες είναι συγκριτικά πολύ χαμηλότερες όπως οι σκανδιναβικές και βέβαια σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ολλανδία όπου το κοινωνικό κράτος είναι επίσης ισχυρό. Εδώ η ερμηνεία που προτείνεται είναι η μετανάστευση και η αντίδραση σε αυτό που ονομάζουμε πολυ-πολιτισμική κοινωνία. Είναι ενδεικτικό ότι στη Σουηδία όπου οι ακροδεξιοί διεκδικούν πια κυβερνητικό ρόλο, το βασικό τους σύνθημα είναι να μηδενιστούν οι χορηγήσεις πολιτικού ασύλου σε πρόσφυγες. Η ισλαμοφοβία και η αντιπαράθεση για ζητήματα ταυτότητας κυριαρχούν στον πολιτικό διάλογο όπου όλο και πιο ανοιχτά εκφράζονται απόψεις ελάχιστα υποκρυπτόμενου ρατσισμού ή ακραίου εθνικισμού. Στοιχεία που βέβαια χαρακτήρισαν και την πολιτική αντιπαράθεση στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία.

Οικονομική κρίση, ανισότητα στον πλούτο, ανεργία, παγκοσμιοποίηση, μετανάστευση, ισλαμοφοβία συνδέονται μεταξύ τους και σε όλα υπάρχει ένα κοινό υπόβαθρο. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον που εύκολα γίνονται μίσος για τις ελίτ. Ποιες ελίτ όμως; Όχι αναγκαστικά τους πλούσιους αλλά κυρίως τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και τους τεχνοκράτες που μας δίνουν μαθήματα, μας λένε συνέχεια τι να κάνουμε και όταν δεν λένε ψέματα δεν ξέρουν την τύφλα τους. Παραδόξως αυτά τα φαινόμενα ενισχύονται και από τις εξελίξεις στον τομέα της επικοινωνίας και κυρίως στα σόσιαλ μίντια. Η λέξη της χρονιάς είναι το «post truth», η μετά αλήθεια, καθώς στα σόσιαλ μίντια έχουν δημιουργηθεί κατακερματισμένες κοινότητες που ζουν το δικό τους εικονικό κόσμο. Οι ψεύτικες ειδήσεις διακινούνται περισσότερο από τις αληθινές. Η «είδηση» ότι ο Πάπας Φραγκίσκος υποστηρίζει τον Τραμπ ήταν η πιο πολυδιαβασμένη στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ενώ το τοπ-20 των ψεύτικων ειδήσεων με 8,7 εκατομμύρια κλικ, ξεπέρασε το τοπ-20 των αληθινών που είχε μόλις 7,3 εκατομμύρια κλικ. Οι δυτικές κοινωνίες οικοδομήθηκαν πάνω στον ορθολογισμό και βλέπουν τώρα με έκπληξη την επιστροφή σε παλαιότερες μορφές αμφισβήτησης ακόμα και της επιστημονικής αυθεντίας. Το κίνημα κατά των εμβολιασμών είναι απολύτως ενδεικτικό.

Αυτή η επανάσταση απέναντι στις ελίτ δεν είναι φυσικά ένα καινούργιο φαινόμενο. Με μια έννοια είναι παλιό όσο και η Δημοκρατία. Στην αρχαία Ελλάδα η «στάση» ήταν ενδημικό φαινόμενο. «Από τη στιγμή που οι Έλληνες πήραν την άνευ προηγουμένου απόφαση να ενσωματώσουν στην κοινότητα όλους τους ελεύθερους πολίτες… άνοιξαν οριστικά την πόρτα στη στάση» γράφει χαρακτηριστικά ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς της αρχαιότητας ο Μ.Ι. Finley. Πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι έχουμε ξεπεράσει αυτή την ροπή της Δημοκρατίας στον εσωτερικό αλληλοσπαραγμό. Στην πραγματικότητα κάθε φορά υπήρχε ένας εξωτερικός παράγοντας που έπαιζε καθοριστικό ρόλο. Η αυτοκρατορία στην Αγγλία που μαζί με τη βιομηχανική επανάσταση τροφοδότησαν τη Δημοκρατία. Ο εμφύλιος στις ΗΠΑ χάρη στον οποίο επικράτησε η κεντρική εξουσία. Και βέβαια οι δύο πόλεμοι, ιδίως ο δεύτερος που οδήγησε σε μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Μια ανάπτυξη θερμοκήπιο για τη δημοκρατία. Σήμερα;  Μπορεί να επιβιώσει η Δημοκρατία με αναιμικούς ρυθμούς ανόδου και οικονομικές ανακατατάξεις που ανατρέπουν τρόπους ζωής και κατεστημένες βεβαιότητες; Αυτό είναι το δίλημμα.

Ο Στάθης Καλύβας εξέφρασε πρόσφατα στην «Καθημερινή» μια σχετικά αισιόδοξη άποψη υποστηρίζοντας ότι αυτοί οι «λαϊκιστικοί σπασμοί» αποτελούν εκφράσεις δυσαρέσκειας, ανησυχίας και φόβου για τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται αλλά και βασικό στοιχείο στη διαδικασία απορρόφησής τους με αντίστοιχη προσαρμογή του συστήματος. «Όπως σε μια αεροπορική πτήση οι αναταράξεις είναι αποπροσανατολιστικές, συχνά τρομακτικές και ενίοτε επικίνδυνες, αλλά δεν συνιστούν καταστροφή» γράφει. Και ασφαλώς, σε ό,τι συνιστά την παγκοσμιοποίηση και τις μεγάλες δημογραφικές ανακατάξεις έχει δίκιο. Η Δημοκρατία όμως;

Κανείς δεν περιμένει φυσικά ότι αύριο το πρωί οι ΗΠΑ θα πάψουν να είναι δημοκρατικές επειδή εξελέγη ο Τραμπ. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ωστόσο για να αμφισβητηθούν δικαιώματα. Από τα προφανή, όπως είναι οι αμβλώσεις, ως την προστασία του τύπου με την τάση που έχει ήδη εκδηλωθεί για μια πιο περιοριστική εφαρμογή της ελευθερίας του λόγου σε περιπτώσεις αγωγών. Φυσικά παραμένει ανοιχτό το ζήτημα των μεταναστών και του τείχους με το Μεξικό, το οποίο, αν επιμείνει ο Τραμπ στις εξαγγελίες του, μπορεί να οδηγήσει σε πρωτοφανείς καταστάσεις κοινωνικής πόλωσης. Αν προσθέσουμε την περιφρόνηση του Τραμπ στις απόψεις των επιστημόνων ιδίως για το κλίμα, τότε μπορεί σε λίγα χρόνια να μιλάμε για μια πολύ διαφορετική Αμερική.

Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι ακόμα πιο επικίνδυνα. Ήδη η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν διστάζουν να πάρουν αποφάσεις που κινούνται πέραν των ευρωπαϊκών δημοκρατικών κεκτημένων. Το πραγματικό πρόβλημα θα προκύψει ωστόσο αν στην Ιταλία και φυσικά πολύ περισσότερο στη Γαλλία επικρατήσουν είτε η Λεπέν είτε ο Γκρίλο. Σε αυτή την περίπτωση θα είναι πολύ πιθανή η κατάρρευση του ευρώ, ενδεχομένως και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι το πιθανότερο σενάριο αλλά και μόνο ότι το συζητάμε σημαίνει πολλά. Μια μερική έστω αναβίωση της Ευρώπης τα εθνικών ανταγωνισμών θα συνιστά οπισθοδρόμηση ιστορικών διαστάσεων. Την Κυριακή, στο ιταλικό  δημοψήφισμα, ενδεχομένως να δούμε την πρώτη πράξη του δράματος.

Εξίσου ή και περισσότερο ανησυχητικά είναι τα πράγματα στον υπόλοιπο κόσμο όπου σιγά-σιγά διαμορφώνεται μια διεθνής του αυταρχισμού με κύριους άξονες την Κίνα και την Ρωσία. Ήδη αποτελούν πόλο έλξης για  ομοϊδεάτες, τουλάχιστον ως προς τον αυταρχισμό. Ο Ερντογάν φλερτάρει τη Μόσχα ενώ το Πεκίνο ελκύει τις Φιλιππίνες του Ντουτέρτε αλλά και τη Μαλαισία. Σε όλες τις περιπτώσεις καθοριστικός παράγοντας υπήρξε η κριτική από την πλευρά των ΗΠΑ σε ζητήματα δημοκρατίας ή διαφθοράς. Αν ο Τραμπ υλοποιήσει την πολιτική που έχει εξαγγείλει, ο άξονας αυτός θα ενισχυθεί. Και μόνο η προοπτική να ακυρώσει τη συμφωνία του εμπορίου με τις χώρες του Ειρηνικού έχει προκαλέσει φωνές να προχωρήσει η συμφωνία με τη συμμετοχή της Κίνας. Απέχουμε πολύ από μια τέτοια εξέλιξη, ως γνωστόν όμως στις διεθνείς σχέσεις τα κενά συμπληρώνονται γρήγορα. Κάτι ανάλογο γίνεται ήδη με τη Ρωσία στη Μέση Ανατολή. Μια απούσα και αδιάφορη Αμερική θα σημαίνει πολύ περισσότερο παρούσες Κίνα και Ρωσία. Το τέλος της ιστορίας δεν ήρθε φυσικά ούτε γι’ αυτές τις χώρες. Κάθε μία έχει τα προβλήματά της. Πλάι στο φιλελεύθερο Δυτικό Μοντέλο ωστόσο έχει διαμορφωθεί ένα νέο πολύ πιο αυταρχικό που συνδυάζει την πολιτική σταθερότητα με την οικονομική ανάπτυξη, ενώ διαθέτει και τη λαϊκή αποδοχή παρά τις βαρύτατες παραβιάσεις των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Οι διαφωνούντες δολοφονούνται ή θάβονται στις φυλακές χωρίς να κουνιέται φύλλο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσο οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα, τόσο το μοντέλο αυτό θα γίνεται και πιο ελκυστικό.

Ουδείς μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Οι πολιτικοί επιστήμονες όμως κρούουν ήδη τον κώδωνα του κινδύνου. Δύο ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, οι Yascha Mounk και Roberto Stefan Foa έφτιαξαν έναν πίνακα κινδύνου, ένα είδος θερμόμετρου για τη δημοκρατία μετρώντας τρεις δείκτες: το πόσο σημασία δίνουν οι πολίτες στο να ζουν σε μια δημοκρατική χώρα, το πόσο δεκτικοί είναι σε μη δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης και το πόσο αντισυστημικά κόμματα κερδίζουν έδαφος. Αυτοί οι δείκτες υποστηρίζουν, δείχνουν ποιες χώρες μπορεί να αντιμετωπίσουν πρόβλημα στο μέλλον, πριν δηλαδή αυτό εκδηλωθεί. Σήμερα με βάση τις έρευνές τους στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες δημοκρατικές κοινωνίες, οι μετρήσεις είναι ανάλογες με εκείνες της Βενεζουέλας πριν από τον Τσάβες, ιδίως στη νέα γενιά. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το 43% των Αμερικανών μεγαλύτερης ηλικίας θεωρεί κακό να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο στρατός αν η εκτελεστική εξουσία αποδειχθεί ανίκανη, αλλά μόνο το 19% των νέων. Και στην Ευρώπη όμως τα ανάλογα ποσοστά είναι 53% στους ηλικιωμένους και 36% στους νέους. Πρόκειται φυσικά για μια επιστημονική έρευνα και μόνο. Έχει κανείς διάθεση για εφησυχασμό όμως;