Πολιτικη & Οικονομια

Ambos Mundos: ένα κείμενο για την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο

Φώτης Γεωργελές
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στις 17 Απριλίου του 1961, 1.400 Κουβανοί εξόριστοι, εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι από τη CIA σε μυστικά στρατόπεδα της Νικαράγουα και της Φλόριντα, έφτασαν με μικρά αποβατικά σκάφη στον Κόλπο των Χοίρων. Είχαν τη διαβεβαίωση ότι οι ΗΠΑ θα τους υποστήριζαν. Ο κάστρο τους περίμενε. Βύθισε τα σκάφη και, στη μάχη που έμεινε στην ιστορία ως απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων, 200 απ’αυτούς σκοτώθηκαν επιτόπου, οι άλλοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι Αμερικανοί τους εγκατέλειψαν. Ο Κένεντι τους άδειασε εντελώς.  Στο Μουσείο της Επανάστασης στην Αβάνα, ένα καταρριφθέν αμερικανικό βομβαρδιστικό είναι ακόμη και σήμερα το μόνο πειστήριο της ανάμειξης του αμερικανικού παράγοντα. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αρχίσει.

Αργότερα, ο Κάστρο αντάλλαξε τους 1.200 αιχμαλώτους με φάρμακα από την Αμερική. Είχε κηρυχθεί το εμπάργκο. Τρόφιμα, φάρμακα, είδη πρώτης ανάγκης δεν έφταναν στην Κούβα. Στα βιβλιοπωλεία της Αβάνας υπάρχουν λίγα βιβλία κι αυτά ιστορικο-κατασκοπευτικά. Σενάρια συνομωσιών. Οι Κουβανοί είχαν προηγηθεί πολύ του Όλιβερ Στόουν. Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι τον Τζον Κένεντι δολοφόνησαν Κουβανοί και πράκτορες της CIA για να εκδικηθούν εκείνη τη νύχτα. Και το Χόλλυγουντ παίρνει την «κομουνιστική προπαγάνδα» του ’60 και την κάνει ταινία. Τώρα μπορεί

Σήμερα η Giron, στον Κόλπο των Χοίρων, είναι παγκοσμίως γνωστή για το scuba diving. Το μουσείο της περιοχής, «κάθε περιοχή μάχης στην Κούβα έχει ένα», είναι κλειστό. Στην παραλία μερικές παρέες κολυμπούν, έχουν βγάλει ένα πολύ όμορφο κοράλλι και το κοιτάζουν. Ανάβω ένα τσιγάρο κι αρχίζω μια βόλτα στην άκρη της θάλασσας. Δε με φωνάζει κανείς, κι έτσι απομακρύνομαι. Είμαι ξυπόλυτος, το νερό σβήνει αμέσως τις πατημασιές, άραγε τα χνάρια από τις μπότες σβήνουν το ίδιο εύκολα; Οι τόποι που έχουν ιστορία δεν είναι ίδιοι με τους άλλους, νιώθεις το μαγνητισμό στο χώμα, στο ηλιοβασίλεμα, σαν να προβάλλονται εικόνες απ’το παρελθόν στα σύννεφα του ουρανού. Όταν συνέρχομαι, έχω απομακρυνθεί αρκετά, δεν υπάρχει κανένας γύρω, δεν ακούγονται φωνές. Η θάλασσα σταματάει στην άμμο, πράσινη, πιο μέσα γαλάζια, μετά γκρίζα. Τα χρώματα της Κούβας.  Και κόκκινο της επανάστασης, το κόκκινο αστέρι στον μπερέ του Τσε. Τρία δολάρια στο παζάρι της Αβάνας. Αν θέλετε ντουμπλ-φας, με τη σημαία της Κούβας στη μέσα μεριά, τέσσερα δολάρια.

Από την αρχή θέλω να πάρω ένα, κάθε μέρα περνάω και το αγγίζω, τρία δολάρια, σενιόρ, πολύ φθηνό, κομπανιέρο, άντε δύο για σένα, πώς τα κατάφερα στο τέλος, ήταν το μόνο αναμνηστικό που δεν αγόρασα. Θα είχα τους λόγους μου κι ας μη το καταλάβαινα όταν ήμουν εκεί.

Ήξερα γιατί φέτος, τελευταία χρονιά του αιώνα, πήγα στην Κούβα. Γιατί εκεί, μόνο εκεί, σαν μια τεράστια Ντίσνεϊλαντ της Ιστορίας, βλέπεις παγωμένο τον αιώνα ολόκληρο, σε πραγματικό σημερινό χρόνο. Πριν πας, όταν το ακούς μόνο, δεν μπορείς να το καταλάβεις. Μόνο όταν φτάσεις, όταν σε περικυκλώσουν και σε ζαλίσουν οι εικόνες, τότε μόνο καταλαβαίνεις τι σημαίνει.Και λίγο χάνεσαι. Το ταξίδι δεν είναι στη χώρα, αλλά στο παρελθόν. Στη χώρα των δικών σου αναμνήσεων, σε εικόνες που νομίζεις για πάντα χαμένες, αλλά, καθώς τις βλέπεις μπροστά σου, μπερδεύονται με άλλες, πιο οικείες. Η Κούβα είναι οι πέντε τελευταίες δεκαετίες μαζί. Σήμερα. Αύριο, αυτό το ιστορικό παράδοξο δε θα υπάρχει. Ξαφνικά όλα θα επιταχυνθούν. Οι χρόνοι θα ξεχωρίσουν, αλλά σήμερα, αυτό που υπάρχει περικυκλώνει και τρομάζει τον ταξιδιώτη, γιατί χωρίς να το θέλει βλέπει το δικό του παρελθόν, τη δικιά του ζωή. Θυμάμαι και στην Ελλάδα τους ανθρώπους να τραγουδάνε στο δρόμο, θυμάμαι τις βρύσες στις γωνίες, θυμάμαι τον παγωτατζή με το ποδήλατο, θυμάμαι τα σαραβαλιασμένα λεωφορεία, θυμάμαι τις λάμπες των 20 κηρίων να αναβοσβήνουν τρεμάμενες, το μισοσκόταδο των δρόμων. Μ’αρέσει που θυμάμαι. Τίποτα δε θέλω να ξεχάσω, αν και στεναχωριέμαι γιατί ξέρω πως όσο πιο πολλά θυμάμαι τόσο πιο λίγη ταινία εγγραφής μου απομένει. Όλη μας τη ζωή προσπαθούμε να αγνοήσουμε το μοναδικό πραγματικό μας φόβο, το μοναδικό πραγματικό μας εχθρό, και ως φυλή καλά τα καταφέρνουμε. Κι έρχονται κάτι τέτοιες ημερομηνίες, χωρίς πραγματική σημασία, ωστόσο συμβολικές, το τέλος του αιώνα, το τέλος της χιλιετίας, κι ο κόσμος, για λίγο, φευγαλέα, συλλογίζεται το χρόνο κι αυτό που αντιλαμβάνεται είναι τόσο τρομακτικό και μεγαλειώδες, που προσπαθεί αμέσως ξανά να το ξεχάσει.

Στο Hotel Plaza τα δωμάτια έχουν CNN.  To CNN κάνει αφιέρωμα στα 40 χρόνια της κουβανέζικης επανάστασης. Λίγο πιο πάνω από εδώ, ούτε 140 χιλιόμετρα, στην αίθουσα σύνταξης αναπτύσσεται το θέμα: «Κούβα- Επανάσταση». Μιλάμε ήδη στον αόριστο, ενώ το καθεστώς εξακολουθεί να υπάρχει. Την ίδια ώρα που εγώ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου βλέπω CNN, ο Φιντέλ μιλάει στη συγκέντρωση, η μέρα είναι αργία, ιστορική, 40 ολόκληρα χρόνια από τότε που ο Τσε κατέλαβε τη Σάντα Κλάρα, που ο Μπατίστα, Πρωτοχρονιά του 59, το ‘σκασε από την Κούβα. Αλλά το ξέρουμε, όλοι το ξέρουμε, κι οι ίδιοι το ξέρουν και ο Κάστρο το ξέρει, είναι πια ιστορικός αναχρονισμός, ακόμα κι αν υπάρχει, είναι παρελθόν. Το παιχνίδι παίχτηκε. Στο δοκιμαστήριο της Ιστορίας, ο 20οςαιώνας έκανε ένα πείραμα. Η εκβιομηχάνιση θα γίνει από την ελεύθερη αγορά ή με κρατικό σχεδιασμό; Το πείραμα έδειξε Δύση. Τελεία.

Μόνο μερικές χώρες και μερικά εκατομμύρια άνθρωποι θα προσπαθήσουν τώρα, βιαστικά, άτσαλα, να διανύσουν γρήγορα, εν συντομία, τα τελευταία 50 χρόνια για να φτάσει η ζωή τους εκεί που είναι η ζωή του υπόλοιπου πλανήτη. Έτσι κι αλλιώς το δίλημμα του Ψυχρού Πολέμου δεν αφορά πια κανέναν. Η καινούργια εποχή, της πληροφορικής και των θεωριών του χάους, το Τρίτο Κύμα τα σάρωσε όλα αυτά στο ορμητικό πέρασμά του και τα νέα πειράματα θα δοκιμαστούν τον επόμενο αιώνα. Τα παλιά πειράματα είναι αναμνηστικά σηματάκια για το πέτο. Εύκολα να φορεθούν, ανώδυνα, γιατί πια δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Η εποχή του Ψυχρού Πολέμου είναι απλώς ξεπερασμένη.

Τα πειράματα έτσι είναι, κλινικά, στους δοκιμαστικούς σωλήνες δεν υπάρχουν συναισθήματα και όνειρα, κι όσοι, όπως αυτός που το πορτρέτο του βλέπω συνέχεια αυτές τις μέρες να με κοιτάει σε κάθε τοίχο της Αβάνας, ό,τι έκαναν δεν το έκαναν για να δοκιμάσουν την αποτελεσματικότητα των Σοβιέτ, αλλά από μια δική τους εσωτερική αίσθηση δικαιοσύνης, όταν κατάλαβαν ότι αποτελούν υλικό ενός πειράματος την έκαναν κινηματογραφικά, πρόλαβαν κι έγιναν αφίσα και τραγούδι. Hasta la Victoria siempre, κομαντάντε.

Στο δρόμο που οδηγεί από την Αβάνα στην Playa Santa Maria del Mar, την παραλία της πρωτεύουσα, οι γιγαντοαφίσες στο πλάι της οδού έχουν ήδη γεμίσει με διαφημίσεις. Χιουντάι, Havana Club, Πεζό. Στην τελευταία μόνο της σειράς γράφει «Venceremos». Στην παραλία, οι μιγάδες είναι οι ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, γιατί η μείξη είναι πάντα η ζωή, το μπέρδεμα των φυλών, των χρωμάτων, των πολιτισμών, είναι αυτό που κάνει τον κόσμο μας να προχωράει. Τα κορίτσια είναι όμορφα και μικρά, δίπλα τους πάντα στην άμμο είναι ένας λευκός τουρίστας, και είναι η πρώτη φορά που τα λευκά σώματα μου φαίνονται άσχημα. Στα κυνικά σχόλια της Δύσης διαβάζω: «Ο Κάστρο έκανε την επανάσταση για να ρίξει το διεφθαρμένο καθεστώς του Μπατίστα, που είχε κάνει την Κούβα μπουρδέλο της Αμερικής με δέκα χιλιάδες πουτάνες. Τόσες έχει και σήμερα». Φρόντισε γι’ αυτό το εμπάργκο, θα έλεγε ο Φιντέλ, όμως τίποτα απ’ αυτά δε με νοιάζει τώρα, δίκαια και άδικα ξεπερασμένα, το μόνο που θα ‘θελα είναι να εξαφανιζόταν ο χοντρός Ιταλός δίπλα απ’ το κορίτσι, αυτός που με κάνει να θλίβομαι αντί να χαίρομαι καθώς την κοιτάζω, αυτός που την αναγκάζει να έχει στο πρόσωπό της μονίμως το ίδιο αφηρημένο χαμόγελο, θλιμμένο όπως τα τραγούδια τους, χαρούμενη λατινοαμερικάνικη μουσική με θλιμμένα λόγια.

Η Κούβα είναι περίεργη χώρα, δε μοιάζει καθόλου με τις χώρες του ευρωπαϊκού πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι Κουβανοί ξέρουν πολύ καλά τι τους συνέβη και στο πρόσωπό τους, μαζί με τη λαχτάρα να προλάβουν τη Δύση και να αποκτήσουν όσα στερούνται, διαγράφεται κι ένα ελαφρό χαμόγελο ανωτερότητας που λέει, εμείς παίξαμε. Μπορεί το παιχνίδι να ήταν λάθος, αλλά εμείς κάναμε ό,τι έπρεπε να κάνουμε.

ΤΟ ξενοδοχείο όπου έμενε ο Χέμινγουει στην παλιά λέγεται «Ambos Mundos» και σημαίνει «Και οι δυο κόσμοι». Αυτό το όνομα είναι ο τίτλος της Κούβας καθώς τελειώνει ο αιώνας. Δύση και Ανατολή, αρ ντεκό κτίρια και σοσιαλιστικές πολυκατοικίες όπως στο Βελιγράδι, διαφημίσεις και άφισες Viva la Revolucion, λευκοί και μαύροι, Καραϊβική και σοσιαλισμός, μπέιζ-μπολ στους δρόμους και ζωγραφιές με τον Τσε Γκεβάρα, μουλάτες και τουρίστες, κάρα και προεπαναστατικές Σεβρολέτ που, ζωντανά μνημεία των 50s, αγκομαχούν στους δρόμους, δολάρια και πέσος, ζητιάνοι με πούρα, μοχίτος και κουβανέζικη κόλα, ανοιχτά ραδιόφωνα από παντού, άρτι στα ισόγεια μισογκρεμισμένων σπιτιών, μαράκες, γροθιές σηκωμένες, χαμόγελα, θλιμμένα πρόσωπα, ασφαλίτες με γουόκι-τόκι παντού, ομίχλη στις πόλεις από τη νοθευμένη βενζίνη, γαρίφαλα στα μνημεία του Τσε, χαμόγελα, ένα σαπούνι σενιόρ, τραγούδια. Ένα ταξίδι στον αιώνα.

Στο αεροπλάνο της Air Cubana για τη Ρώμη, το γκρουπ των Ιταλών, μόνο άντρες, φωνάζει δυνατά, αυτάρεσκα, πειράζει τις αεροσυνοδούς. Είναι χορτάτοι από τις διακοπές τους. Κι ενώ ποτέ δεν είμαι κακός με όσους διψάνε για επαφή και έρωτα, ακόμη κι έτσι, με σεξοτουρισμό, αυτή τη στιγμή νοιώθω να τους μισώ για την αυταρέσκειά τους. Κλείνω τα μάτια κι η μόνη εικόνα που μου ‘ρχεται στο νου είναι έξω απ’ το Τρινιντάντ, ο γέρος με τον μπερέ που ζήταγε δολάριο κι όταν του ‘δωσα, έβαλε τα κλάματα, είμαι σολντάτο εγώ κύριε, ρεβολουσιονάριο, πολέμησα με τον Τσε στην Αγκόλα, κι ήθελε να μου φιλήσει το χέρι μες στους λυγμούς κι εγώ, εγώ ήθελα να πλύνω τα χέρια μου απ’ τα δάκρυα…

Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού έχει καινούργιες ταμπέλες, πρώτη φορά τον προσέχω αυτό τον καινούργιο διαχωρισμό, «Σένγκεν» και «Εκτός συνθήκης Σένγκεν», Ambos Mundos, λέω μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω στέκομαι στην ουρά «Eκτός Σένγκεν».  


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΚΛΙΚ τον Μάρτιο του 1999. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Νυχτερινές Πτήσεις, 42 κείμενα για μακρινά ταξίδια", του Φ.Γεωργελέ, εκδόσεις Κέδρος.