Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί έκλεισαν το ΕΚΕΒΙ

 Η πρώην διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, Μυρσίνη Ζορμπά, σχολιάζει την υπουργική απόφαση

Μυρσίνη Ζορμπά
ΤΕΥΧΟΣ 419
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ιστορίες Σκοτεινού Θαλάμου

Τι συνέβη ξαφνικά και το αργοκίνητο τρένο των μεταρρυθμίσεων άρχισε να πετάει πριν την ώρα τους τα φορτία; Γιατί έκλεισε το ΕΚΕΒΙ τόσο απρόβλεπτα και αιφνιδιαστικά με την προσχηματική επίκληση ενός σκανδάλου; Αυτό το ξέρει μόνο ο υπουργός, ωστόσο οι τίτλοι τέλους για το ΕΚΕΒΙ σημαίνουν, κάτω από τις σημερινές συνθήκες, τη βεβιασμένη επιστροφή στην αναχρονιστική δημοσιοϋπαλληλική, γραφειοκρατική και υπουργοκεντρική διαχείριση του πολιτισμού. Είναι μια κλασική μέθοδος, που την είχε καλλιεργήσει με τον τρόπο του κι ο Ζαχόπουλος, για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά είδαμε πού κατέληξε. Τώρα, η αναβίωση του φαντάσματος ενός παλαιοκομματικού τρόπου διακυβέρνησης και η επιστροφή σε γκρίζες πρακτικές αδιαφάνειας και μικροπολιτικής δεν είναι παρά ζήτημα χρόνου και το κόστος των συνεπειών, δυστυχώς, προβλέψιμο.

Αυτή η θριαμβευτική εκδίκηση του αμαρτωλού παρελθόντος –γεμάτου επιδοτήσεις ημετέρων, αγορές άχρηστων βιβλίων, επιτροπές κομματικών παρατρεχάμενων και ούτε μία, μα ούτε μία, άξια να μνημονευθεί απόφαση ή πράξη για την ανάπτυξη της πολιτιστικής ζωής και της δημόσιας κουλτούρας– θα είναι μια καθαρή ήττα όχι μόνο για τον κόσμο του βιβλίου αλλά και για τον ευρύτερο πολιτιστικό χώρο ύστερα από είκοσι χρόνια προσπαθειών. Η μεγαλύτερη ηττημένη, εφόσον συντελεστεί τελικά, θα είναι η ίδια η έννοια της πολιτιστικής πολιτικής, τα ίχνη της οποίας αποτυπώθηκαν, σε πείσμα πολλών, στην πορεία ενός θεσμού που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα σε αντικρουόμενες απόψεις και συμφέροντα αλλά θεμελίωσε εξαρχής έναν αδιαμφισβήτητα νέο τρόπο αντιμετώπισης και λειτουργίας του βιβλίου στην κοινωνία μας.

Το ΕΚΕΒΙ συγκροτήθηκε και επέδειξε ως θεσμός σημαντικές αντοχές στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, ισορροπώντας ανάμεσα στις μεγάλες αλλαγές που έζησε ο κόσμος του βιβλίου, υιοθετώντας τεχνολογικούς νεωτερισμούς, απορροφώντας συνδικαλιστικές πιέσεις και πολιτικές εντάσεις, κυρίως όμως εφαρμόζοντας, στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα, μια αξιοπρεπή πολιτιστική πολιτική. Με πρόγραμμα, σχέδιο, στόχους και αποτέλεσμα.

Δεν υπάρχουν πολλοί πολιτιστικοί οργανισμοί στη χώρα μας που μπορούν να περηφανευτούν για κάτι τέτοιο. Όπως είναι φυσικό, οι θεσμοί κουράζονται και κουράζουν, συχνά επαναλαμβάνουν το ρεπερτόριό τους, ελαχιστοποιούν την προσπάθεια, αστοχούν στις προβλέψεις τους, δημιουργούν στο εσωτερικό τους κατεστημένες ομάδες, καλλιεργούν γύρω τους έμμισθους αυλοκόλακες, λειτουργούν αυτοαναφορικά, ενίοτε αποκρύπτουν τα πραγματικά δεδομένα ή λοξοδρομούν από τους βασικούς στόχους τους. Το λένε τα εγχειρίδια, το συζητούν τα συνέδρια.

Το ΕΚΕΒΙ δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτά τα φαινόμενα, αλλά όσοι του τα καταμαρτυρούν πρέπει να σταθμίσουν το γεγονός ότι η ίδια η λειτουργία του, ως ανεξάρτητου φορέα, εξασφάλισε όλο αυτό το διάστημα απείρως μεγαλύτερη τεχνογνωσία, αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, σχεδιασμό, ευελιξία, πρακτική εφαρμογή και έλεγχο σε σύγκριση με οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία θα αποπειρόταν να φέρει σε πέρας ανάλογο έργο. Αυτός ήταν και ο λόγος που δημιουργήθηκε, δίνοντας τη δυνατότητα στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία να το εγκαλεί, να το ελέγχει, να το ανανεώνει και να το αναδιαρθρώνει εάν ήθελε.

Το 1994 η ίδρυση του θεσμού έβαλε τέρμα στην αμηχανία, στον αυτοσχεδιασμό και την αδιαφορία της πολιτείας απέναντι στο βιβλίο, εγκαινιάζοντας για πρώτη φορά μια ορατή πολιτιστική πολιτική για το χώρο αυτό, την οποία σήμερα όλοι έχουμε τα δεδομένα να κρίνουμε και, μάλιστα, όσο αυστηρά θέλουμε. Η βεβιασμένη υπουργική απόφαση που, παρακάμπτοντας την ίδια την κυβερνητική πολιτική των μεταρρυθμίσεων, σπεύδει χωρίς δημόσιο διάλογο και επιχειρήματα να μεταφέρει τάχα στη διεύθυνση γραμμάτων του υπουργείου το έργο του ΕΚΕΒΙ είναι απλώς προσχηματική. Αν είχε αληθινό περιεχόμενο, θα έφερνε σε δημόσια διαβούλευση το προκλητικά τολμηρό μεταρρυθμιστικό σχέδιο του προηγούμενου υπουργού πολιτισμού, του κ. Γερουλάνου, για την αναμόρφωση των υπηρεσιών του υπουργείου προκειμένου να υπηρετήσουν τον Σύγχρονο Πολιτισμό. Ιδού η μεταρρύθμιση στη γραμμή των κυβερνητικών εξαγγελιών, αν ο υπουργός δεν έμπαινε στον πειρασμό να επιλέξει ένα άδοξο τέλος. Αλλά έτσι χάνει το μοναδικό του επιχείρημα, αφού μόνο η αναδιάρθρωση των υπηρεσιών του υπουργείου θα μπορούσε να δικαιολογήσει ίσως πειστικά την κατάργηση των ανεξάρτητων οργανισμών, εξασφαλίζοντας όμως τις προϋποθέσεις συνέχισης του αναγκαίου έργου.

Αλλά ο σημερινός υπουργός δεν έχει δείξει να έχει κατά νου κανένα συγκεκριμένο σχέδιο πολιτιστικής πολιτικής και καθώς πιέζεται από παντού –περικοπές, πρόσωπα, χαοτική δημόσια διοίκηση– παίρνει μια καταστροφική απόφαση. Με ιερή αγανάκτηση αποφασίζει να δείξει την πυγμή του, αυτοσχεδιάζοντας, πριν ο υπεύθυνος υπουργός Δημόσιας Διοίκησης κ. Μανιτάκης αποφασίσει το μέλλον των 1.500 οργανισμών ως την άνοιξη. Το πολιτικό του ολίσθημα είναι ότι ανοίγει την πόρτα απροειδοποίητα και εμφανίζεται στα μάτια όλων γυμνή η πραγματικότητα, που είναι η αδυναμία αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα και, κατά συνέπεια, η επιλογή της καταστροφής μιας χρήσιμης δομής, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση διασκεδάζει τους φόβους των πολιτών υποστηρίζοντας ότι προχωρά σε μεταρρυθμίσεις.

Με την πράξη του κινδυνεύει να ακυρώσει και τα τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας ή/και ωραιοποίησης των μεταρρυθμίσεων. Οι θεσμοί, η διακυβέρνηση, η αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, ο ρόλος των δρώντων, η χάραξη δημόσιας πολιτικής, οι στρατηγικές, τα σχέδια δράσης, το δημόσιο συμφέρον δεν είναι χρησμοί για μυημένους. Είναι οι τρόποι αναδιοργάνωσης της πολιτικής διακυβέρνησης, κι αυτό αφορά και τον πολιτισμό. Όλα αυτά συνιστούν ένα πεδίο αντιπαράθεσης, εκεί δίνουν εξετάσεις οι ιδεολογίες και οι πολιτικές αλλά, το πιο σημαντικό, εκεί βρίσκονται τα αναγκαία συστατικά του διαλόγου και της δημοκρατίας που αφορούν τους πολίτες. Δυο βήματα πιο κάτω παραμονεύει το χάος και η βία. Αν ο ελάχιστος παρονομαστής συναίνεσης έχει κάποια ελπίδα ακόμη να διασώσει ό,τι μπορεί να διασωθεί στη χώρα μέσα σε αυτές τις συνθήκες κρίσης, το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ είναι ένα μικρό παράδειγμα που καθρεφτίζει τη μεγάλη πραγματικότητα.

Επειδή, όμως, η σκανδαλολογία είναι της μόδας, δυο λόγια και γι’ αυτήν. Η πρώτη πολιτική απόφαση του Θάνου Μικρούτσικου το 1993, πριν ακόμη την ίδρυση του ΕΚΕΒΙ, ήταν, όχι τυχαία, η κατάργηση των επιτροπών αγοράς βιβλίων. Είκοσι χρόνια αργότερα, βρίσκουμε μπροστά μας μια επιτροπή που σκανδαλίζει τον υπουργό και οδηγεί σε λουκέτο το θεσμό.

Αλλά το σκάνδαλο δεν είναι τόσο οι αποφάσεις μιας επιτροπής, όσο η ίδια η λειτουργία των επιτροπών. Εάν οφείλει το υπουργείο και οι οργανισμοί του να εξασφαλίζουν βιβλία σε κάποιους –σχολεία, βιβλιοθήκες, έδρες νεοελληνικών κ.λπ.– τότε είναι σκάνδαλο να τα επιλέγουν κάποιοι άλλοι πέρα από τους ίδιους τους ωφελούμενους.

Καμία επιτροπή δεν είναι αδέκαστη, καμία επιτροπή δεν γνωρίζει καλύτερα από τους άμεσα ενδιαφερόμενους τις πραγματικές ανάγκες τους, καμία σοφή λίστα δεν γλιτώνει από τη δημιουργία αμφιβόλου αξίας ή έστω αμεροληψίας Κανόνα, καμία μαζική αγορά δεν προσφέρει καν οικονομία – δέστε τα όργια των φοιτητικών συγγραμμάτων επί δεκαετίες. Ταυτόχρονα, οι αποκεντρωμένες επιλογές απομακρύνουν τους κινδύνους συνδιαλλαγής και προσφέρουν πλουραλισμό, καλλιεργώντας μια ώριμη σχέση ανάμεσα στους συνομιλητές-φορείς.

Θυμάμαι ακόμη τον Θάνο, όταν καταργήθηκαν οι επιτροπές αγοράς, να διασκεδάζει με το θρήνο των συνδικαλιστών (εκείνων που λυμαίνονταν τις αγορές βιβλίων), ενώ οι κλαδικές του Πασόκ απειλούσαν, λίγοι θιγόμενοι λογοτέχνες δάκρυζαν για την απομάκρυνσή τους από το τιμητικό αξίωμα. Επίσης ένας Γενικός εκλιπαρούσε να αγοραστεί κατ’ εξαίρεση το πόνημά του και αφού είδε κι απόειδε προσπάθησε να χρηματοδοτήσει έναν πολιτιστικό σύλλογο που θα του αγόραζε όλη την έκδοση, παραγωγή γνωστού μεγαλοεκδότη, αλλά πιάστηκε στα πράσα και ζήτησε μετανοημένος συγγνώμη, ενώ μια αριστερή ευαίσθητη συγγραφέας έκανε σκηνές στον προθάλαμο του υπουργού απαρηγόρητη για την ποιητική της συλλογή που δεν θα αγοραζόταν για να σαπίσει στις αποθήκες του υπουργείου.

Αυτές ήταν όλες κι όλες οι αντιδράσεις από την κατάργηση των επιτροπών αγοράς βιβλίων, από την εξυγίανση μιας διαδικασίας που μόλυνε επί χρόνια με μικροεξυπηρετήσεις, συνδιαλλαγές και ανταγωνισμούς όλο το χώρο του βιβλίου. Απαιτούσε όμως μια ριζοσπαστική απόφαση και καθαρή ματιά και θα πρέπει να ακούσει κι ο Μικρούτσικος μια καλή κουβέντα που το διαχειρίστηκε σωστά, κι όχι μόνο αυτό.

Αν ένας δημόσιος θεσμός, όπως το ΕΚΕΒΙ, σημαίνει σύγχρονες πολιτικές, δικαιότερη κατανομή, μεγαλύτερη οικονομία, αποφυγή της αναξιοπρέπειας και της συνδιαλλαγής, μεγαλύτερη αξιοκρατία, προσανατολισμό του χώρου στις πιο σημαντικές προτεραιότητες, συγκριτικά μιλώντας πάντοτε, ας ανοίξουμε μια συζήτηση για το ρόλο του ΕΚΕΒΙ ως θεσμού μέσα στα είκοσι αυτά χρόνια, για τα λάθη, τις παραλείψεις αλλά και τη συμβολή του στην υπόθεση του ελληνικού βιβλίου, κι ας ακούσουμε τα επιχειρήματα που έχουν να καταθέσουν όλες οι πλευρές.

Πριν απ’ όλα, όμως, ας σταθούμε όλοι απέναντι στην πολιτική απόφαση που το θέλει κλειστό κι ας επιχειρηματολογήσουμε γιατί πρέπει να μείνει ανοιχτό, ως ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής αναγκαίας συνεισφοράς στη δημόσια κουλτούρα. Είναι ίσως αυτό που μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση της υπουργικής απόφασης και να διασώσει τα σημαντικότερα που διακυβεύονται, όπως είναι το Βιβλιονέτ, ένα αναμορφωμένο πρόγραμμα των επισκέψεων συγγραφέων στα σχολεία και οι μεταφράσεις των ελληνικών βιβλίων σε ξένες γλώσσες.