Πολιτικη & Οικονομια

Ο POTUS στην Ακρόπολη

Τα χρόνια της κομψότητας και της παρακμής

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι Τετάρτη πρωί και ο -για λίγες ακόμη εβδομάδες- πλανητάρχης, βαδίζει και φωτογραφίζεται ανάμεσα στα σύμβολα μιας άλλης «παγκόσμιας» κυριαρχίας: Τα κτίσματα της Ακρόπολης. Την ίδια περίπου ώρα, βαθιά μέσα στη γη, στον σταθμό της Ομόνοιας, γίνεται το αδιαχώρητο. Οι φωτεινές ταμπέλες αλλάζουν διαρκώς την ώρα άφιξης του επόμενου συρμού και ο κόσμος έχει φτάσει στα σκαλιά και στα όριά του. Νεύρα, αγανάκτηση, σαρκαστικά αστεία.

Επιτέλους, το τρένο εμφανίζεται. Καθώς πλησιάζει αργά, ένα επιφώνημα απελπισίας υψώνεται στο υπόγειο. Τα βαγόνια είναι ήδη φίσκα. Οι πόρτες ανοίγουν και οι «τυχεροί» που βρίσκονταν μπροστά τους επιχειρούν να μπουν. Οι απομέσα αντιστέκονται σθεναρά («Πού πας; Δεν το βλέπεις ότι δεν χωράς;»). Ένας εισβολέας αναγκάζεται να οπισθοχωρήσει και βγαίνει σπρωχτός σχεδόν, έξω. Οι πόρτες ανοιγοκλείνουν καμιά εικοσαριά φορές και το τρένο αναχωρεί όσο αργά είχε φτάσει.

Στην αποβάθρα η γκρίνια φουντώνει. «Με ποιο δικαίωμα κλείνουν όλη την Αθήνα;» φωνάζει ένας κοτσονάτος γέροντας. Μια γυναικεία φωνή επαυξάνει: «Δεν πα να έχει έρθει και ο Θεός ο ίδιος!». «Σύριζα δε θέλατε;» λέει κάποιος. «Ναι, είδαμε και τους άλλους!», έρχεται καπάκι η απάντηση. Ο διάλογος συνεχίζεται: «Έλα πια μ’ αυτή την καραμέλα». «Γιατί; Ποιοι μας έφεραν εδώ;». «Τον είδες μωρέ τον χαπακωμένο πως χασμουριότανε;». «Ενώ ο Κούλης…». «Ποιος σου είπε ότι εγώ είμαι με τον Κούλη;». «Ρε, ένας που να αγαπάει την πατρίδα θα βρεθεί;» παρεμβάλλεται κάποιος και εισπράττει τα εύσημα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά καταφτάνει ο επόμενος συρμός. Καταφέρνω να τρυπώσω και να σταθώ face to face με έναν μουσάτο, ενώ ένας ώμος με πιέζει σα να θέλει να μας βάλει να φιληθούμε. Καθώς το τρένο σέρνεται προς την Βικτώρια, ακούμε ξαφνικά: «Καθάρματα, νεοταξίτες, σκατά να φάτε, κολασμένοι. Ο πάπας, ο πάπας, ο αντίχριστος». Στην αρχή ο άγνωστος μιλάει ήρεμα, σαν να κουβεντιάζει με έναν φίλο του. Σταδιακά, όμως, ο τόνος δυναμώνει: «Ο αράπης. Ο Εβραίος. Η Μέρκελ. Η πόρνη της Βαβυλώνος. Ο άντρας θα παντρεύεται με άντρα. Αρμαγεδδών». Μια γυναίκα τού κάνει αυστηρά «σουτ», ένας άντρας τον μαλώνει. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να τον εξαγριώσουν. Τώρα πια ουρλιάζει: «Τα σημεία των καιρών. Η νέα τάξη των πραγμάτων. Και η γη θα ανοίξει. Και θα καταπιεί το κτήνος. Ο Αρμαγεδδών!»

Στη Βικτώρια το τρένο μένει με ανοιχτές τις πόρτες για κανένα δεκάλεπτο. Αποφασίζω να βγω και να συνεχίσω με τα πόδια. Πάνω είναι χαρά θεού. Έχει λίγο κρύο, αλλά ο ουρανός είναι φωτεινός.  

Σκέφτομαι τις προηγούμενες στιγμές. Θα μπορούσαν να αναγνωστούν και σαν μία αλληγορία για την εποχή μας: Ο όχλος που συνωθείται στις ανήλιαγες στοές, ενώ ο ηγέτης περιφέρεται ανάμεσα σε έργα τέχνης. Το παραλήρημα εκείνου του δυστυχή, που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τα άρθρα των «ανεξάρτητων» σάιτ από τα οποία ενημερώνεται μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας. Η τυφλή αγανάκτηση που φουντώνει, μα εγκλωβίζεται σε συγκεκριμένα, στενά και μισαλλόδοξα όρια. Ο πολιτικός λόγος που χάνει ένα ένα τα εργαλεία του. Ο ανθρωπισμός που αποτελούσε για δεκαετίες το προκάλυμμα μιας αχόρταγης εξουσίας και τώρα συντρίβεται –μονάχα αυτός- μπροστά στην επέλαση του λούμπεν αντισυστημισμού.

Αργότερα, στο σπίτι, θα δω τον POTUS (αρκτικόλεξο για το President Of The United States, όπως μάθαμε αυτές τις μέρες), να μιλάει μέσα στην κατακόκκινη όπερα του ΚΠΣΙΝ (γλωσσοδέτης για το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Είναι ένας σπουδαίος λόγος από έναν άψογο επαγγελματία. Από έναν γοητευτικό, φωτισμένο ηγέτη που όμως δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να ανατρέψει την πορεία της παρακμής και έτσι αφήνει τον κόσμο σε χειρότερη κατάσταση από πριν. Αν στα επόμενα τέσσερα χρόνια μας επισκεφτεί ξανά κάποιος POTUS, αυτός θα είναι πορτοκαλής και θα ρουθουνίζει.

Την επόμενη μέρα κυκλοφόρησε και το βιντεάκι με τον Ομπάμα να μιλά πάνω στην Ακρόπολη –ίσως ο βασικός λόγος για τον οποίο ήρθε ως τα μέρη μας. Ο καιρός τού έκανε το κέφι. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και οι εικόνες με τον κομψό ηγέτη, τους κομψότερους κίονες και την πόλη στα πόδια τους, συγκλονιστικά όμορφες. Το θέμα είναι αν η ομορφιά προλαβαίνει να σώσει, για μία ακόμη φορά, τον κόσμο.