Πολιτικη & Οικονομια

«Against the Day»;... Και εγένετο Trump (Μέρος 1ο)

Νίκος Παπαδάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας επιθετικός, συστηματικά προκλητικός όσο και προσβλητικός ειδικά απέναντι σε μειονότητες, χωρίς πολιτική εμπειρία και με κατ’ επιλογήν αποσυνάρτηση από κάθε έννοια πολιτικής ορθότητας, υποψήφιος κέρδισε τις εκλογές στην ισχυρότερη και πλουσιότερη Δημοκρατία του κόσμου. Η εκλογή του Donald J. Trump ως 45oυ Προέδρου των ΗΠΑ συνιστά μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Η εκλογή του δεν είναι περιστατικό. Είναι συμβάν. Ωστόσο πόρρω απέχει από το να μην είναι ερμηνεύσιμη.   

Αξίζει νομίζω να δανειστούμε τον τίτλο από ένα σπουδαίο μυθιστόρημα του Thomas Pynchon: «Ενάντια στη μέρα», στο οποίο μια πινακοθήκη οριακών χαρακτήρων μαζί με τους «Φίλους της Τύχης» κατακυριεύει το πραγματικό, ενώ το απροσδόκητο απονευρώνει κάθε κανονοποιημένη νοηματοδότησή του. Επιτυχημένος και επιθετικός επιχειρηματίας ο κος Trump, είναι (υποθέτει κανείς) εξοικειωμένος με την προσέγγιση «think out of the box». Και ο ίδιος δεν σκέφτηκε απλά έτσι. Ενήργησε αναλόγως. Αν επιχειρούσαμε να αποτυπώσουμε με δυο λέξεις τα συστατικά στοιχεία της εκλογικής στρατηγικής του, όπως και της επικοινωνιακής του τακτικής, αυτές θα ήταν το «ενάντια» και το πρόθεμα «αντί-». Against all odds, αλλά και μόνος εναντίον όλων. Αυτό επιχείρησε κυρίως να επικοινωνήσει και από ό,τι φάνηκε το πέτυχε. Μια προσέγγιση που δεν ήταν ούτε υλικά ούτε συμβολικά απροϋπόθετη. Η βασική της προϋπόθεση ήταν η πειστική παραμετροποίηση του «αντί». Δεν είναι τυχαίο που ο  David Smith στην εξαίρετη  ανάλυσή του στον Guardian στις 9/11 χρησιμοποιεί μια ελληνική λέξη: «antithesis». Κι εύστοχα επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Ο Trump αντέγραψε και “ανέπλασε” την υπόσχεση του Ronald Reagan να ξανακάνει την Αμερική μεγάλη. Σε 4 λέξεις αποτύπωσε τον πεσιμισμό και την αισιοδοξία, τον φόβο και την ελπίδα. (Αξιοποίησε) ένα σλόγκαν που αναπολεί – επιστρέφει σε μια υποτιθέμενη χρυσή εποχή μεγαλείου (δεκαετία του ’50 και ενδεχομένως του ’80), υπαινισσόμενος ότι έχει χαθεί αλλά και υποσχόμενος να το αποκαταστήσει». Πώς μορφοποιήθηκε το συγκεκριμένο υπεσχημένο σε επίπεδο τακτικής διαχείρισης του εκλογικού ανταγωνισμού και τελικά μεγιστοποίησης της αποβλεπτικότητας της εκφοράς; Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για ένα υπεσχημένο που εκκινεί από μια ορατή ανακρίβεια: η Αμερική είναι μεγάλη και μεγάλη την παραδίδει ο Barack Obama.  

Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή: Η προσέγγιση του anti- στην περίπτωση του Trump δεν εξαντλήθηκε σε μια γενική anti-establishment (αντι-συστημική) ρητορική. Όντως αυτό ήταν το εστιακό σημείο, πλην όμως παραμετροποιημένο και εξειδικευμένο (π.χ. anti-trade, anti-migration κλπ) και θεμελιούμενο στο υφιστάμενο «κύμα αντι-παγκοσμιοποίησης». Οι γενικευτικές αποφάνσεις συχνά απλουστεύουν τις (ήκιστα τεκμηριωμένες) απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα και συνακόλουθα διευκολύνουν την παρακείμενη λειτουργία των διαφορικών διαμοιρασμών. Ο Trump δεν αρκέστηκε στην ορατότητα της αντίθεσης και στην πρόσβλεψη προσπορισμού εκλογικού οφέλους από την ανακατεύθυνση της ψήφου διαμαρτυρίας. Προφανώς αξιοποίησε και τα δύο στο έπακρο, δεν έμεινε μόνο σε αυτά ωστόσο. Και φάνηκε να γνωρίζει το αφετηριακό πλεονέκτημα ενός outsider: έχει λιγότερα να χάσει άρα και λιγότερα να τον δεσμεύουν να κινηθεί εντός ενός κανονοποιημένου πλαισίου. Μεταξύ άλλων: 

• Έδωσε έμφαση στην οικονομία (παραδοσιακά προνομιακό πεδίο των Δημοκρατικών), ανακινώντας ζητήματα όπως η αποβιομηχάνιση (την οποία συστηματικά απέδιδε στις εμπορικές συμφωνίες) και οι καθηλωμένοι μισθοί και επένδυσε στην υφιστάμενη  διεύρυνση των ανισοτήτων, σε μια χώρα όπου το 14,5% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, η φορολογία είναι υψηλή και η εργασιακή επισφάλεια χαρακτηρίζει (καθόλου αδικαιολόγητα) τις εργατικές τάξεις. 

• Επέμεινε στο ζήτημα της εμπιστοσύνης, εκτιμώντας ότι έτσι θα απονεύρωνε το σαφές πλεονέκτημα της  Hillary Clinton ως προς την εμπειρία στην άσκηση πολιτικής και τελικά στην ικανότητα διακυβέρνησης. Έθετε επανειλημμένα το ανοικτό ζήτημα της αποστολής e-mail από την Clinton, την περίοδο της θητείας της ως Υπουργού Εξωτερικών, μέσω ιδιωτικού διακομιστή, άρα και χωρίς να διασφαλίζεται το απόρρητο της επικοινωνίας. Και σίγουρα η αναζωπύρωση του ζητήματος λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, λόγω της ανακοίνωσης του FBI περί διερεύνησης, τον διευκόλυνε αποφασιστικά σε αυτό του το εγχείρημα. 

Τι έκανε τελικά ο, street smart, Donald Trump: υιοθετώντας έναν επιθετικό πολιτικό λόγο, απονεύρωσε την πολιτική ορθότητα, αναδιευθέτησε αξιακές διαιρέσεις, ανακατεύθυνε την agenda και τελικά συστηματικά επιχείρησε τη συγκρότηση ενός νέου «εθνικού ρομάντζου» (για να αξιοποιήσουμε τον εξαίσιο όρο που έχει εισάγει ο Καθηγητής Γιάννης Μεταξάς) για τις ΗΠΑ και συνακόλουθα την απεύθυνση στον πατριωτισμό. 

Η τακτική της πρόκλησης ενεργοποίησε τον υφιστάμενο κοινωνικό αυτοματισμό (αναδυόμενο στα απόνερα της Ύφεσης) όπως και το μηχανισμό της ταύτισης, στα τμήματα του εκλογικού σώματος που κατεξοχήν τον ενδιέφεραν για να κερδίσει, ήτοι τα πολυπληθέστερα που συγχρόνως δεν χαρακτηρίζονται από κομματική ταύτιση με τους Δημοκρατικούς (όπως οι μειονότητες).  Και συγχρόνως επένδυσε στη «φύση του ποδηλάτη», κατά Adorno & Horkheimer.  Επιπρόσθετα ο ίδιος προέβαλε, πειστικά από ότι φαίνεται, ως ο doer που μπορεί να λύσει προβλήματα επ’ ωφελεία μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού, τα οποία πλήττονται από την εργασιακή επισφάλεια και τη διεύρυνση των ανισοτήτων. Ο Michel Foucault εύστοχα έχει σημειώσει ότι «η εξουσία δεν κατέχεται, ασκείται». Ελλείψει οποιασδήποτε εμπειρίας άσκησης πολιτικής εξουσίας, ο Trump μετέφερε στη δημόσια σφαίρα την κουλτούρα μιας αυταρχικής διακυβέρνησης, όχι εντελώς άγνωστης στον κόσμο των επιχειρήσεων και σίγουρα αυτής που τoν έκανε ευρέως γνωστό, μέσω της πολυετούς συμμετοχής στο πολυσυζητημένο και αμφιλεγόμενο reality show «The Apprentice». Ευλόγως θα αναρωτηθεί κανείς: Μα είναι δυνατόν μια τέτοια ανθυπολεπτομέρεια να έπαιξε οποιονδήποτε θετικό ρόλο σε μια τόσο σύνθετη εκλογική διαδικασία; Η βιογράφος του, Gwenda Blair, δείχνει να έχει άλλη άποψη. Χωρίς να σημαίνει ότι συναινούμε, ίσως αξίζει να την ακούσουμε: «Του έδωσε 10 χρόνια παρουσίας ενώπιον του αμερικανικού κοινού, όντας το «αφεντικό», όντας ο CEO, που προσλάμβανε ανθρώπους, απέλυε ανθρώπους, όντας ο τύπος που μπορούσε να κάνει τη δουλειά, αυτός που τα ξέρει όλα, ο μεγάλος αυταρχικός πατριαρχικός άνδρας».  Ανεξαρτήτως του αν έχει δίκιο η Gwenda Blair, φαίνεται ότι η ανταπάντηση του Trump στο μείζον έλλειμμα πολιτικής εμπειρίας, άρα και στην εύλογη αμφισβήτηση της ικανότητας διακυβέρνησης, ήταν η απλουστευτική (πλην επιτυχής, από ότι φάνηκε) ανάδειξη μιας σχεδόν αυταρχικής εκδοχής διακυβέρνησης, όπου αρκεί κανείς να είναι doer για να είναι problem-solver άρα και αποτελεσματικός. Στον πραγματικό κόσμο βέβαια, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση πολιτικής, όσο και η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης είναι απείρως συνθετότερη, πολυπαραμετρική και πολλαπλά διαμεσολαβημένη. Ωστόσο, το απλουστευτικό μήνυμα φαίνεται ότι έπεισε. Και δεν έπεισε λίγους. Κι αυτό γιατί στοχευμένα ενετάχθη στη μεγάλη εικόνα της επικοινωνιακής στρατηγικής Trump. Αυτή όντως μπορεί να συνοψισθεί σε μία λέξη: αντιπαράδειγμα.  Αντιπαράδειγμα που συναρθρώθηκε με στοχευμένες διχαστικές ρηματικές πρακτικές, έμπλεες από εύληπτους διαφορικούς διαμοιρασμούς (εμείς και όλοι οι άλλοι, π.χ. μειονότητες, παράτυποι μετανάστες, μουσουλμάνοι κλπ). Ειδικά σε αυτό θα επανέλθουμε. Παράλληλα, ο D. Trump, ενάντια στο ελεύθερο εμπόριο, πρότεινε αφενός την υπερ-δασμολόγηση εισαγόμενων προϊόντων (ειδικά από την Κίνα) κι αφετέρου μια δομική φορολογική μεταρρύθμιση, με κύριο υπεσχημένο τη θηριώδη μείωση φόρων για να τονώσει την επιχειρηματικότητα και τη δημιουργία ή τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Aλήθεια πόσο εφικτά είναι όλα αυτά; Εφικτά ή μη, φαίνεται να είχαν ισχυρή απήχηση σε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος, όσο και ελκυστικότητα σε σειρά Πολιτειών (όπως οι μεσοδυτικές).  

Συγχρόνως, αντιμετωπιζόμενος εξαρχής ως «παρίας» του πολιτικού συστήματος (ακόμα και μέσα στο ίδιο του το Κόμμα), δεν έκανε τίποτα να αλλάξει αυτήν την εικόνα. Αντιθέτως, την ενίσχυσε στα όρια της εργαλειοποίησης. Κι αυτό γιατί προσέβλεπε στο μηχανισμό της ταύτισης με πολλούς πολίτες που αισθάνονται ακριβώς το ίδιο: παρίες του «συστήματος». Του όποιου συστήματος. Με όποιον τρόπο το αντιλαμβάνονται. Σε ένα ενίοτε βίαια και οπωσδήποτε καταιγιστικά διεθνοποιημένο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον, ο ίδιος αντιπρότεινε μια ελκυστική εκδοχή απομονωτισμού: America first.

(συνεχίζεται)