Πολιτικη & Οικονομια

Η συνομιλία μας καταγράφεται

Ο εκνευριστικός κόσμος των τηλεφωνικών προσφορών

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

 «Να σας ενημερώσω ότι, για τη δική σας ασφάλεια, η συνομιλία μας καταγράφεται».

Υπάρχει κάτι το βαθιά παράλογο σ’ αυτή τη φράση. Ειδικά όταν την ξεστομίζει ένας άγνωστος που έχει τηλεφωνήσει για να σου πουλήσει μια άχρηστη υπηρεσία. Παλιότερα, όταν την άκουγα εξοργιζόμουν: «Ποια δική μου ασφάλεια; Από τι κινδυνεύω; Τι βλακείες είναι αυτές;». Τελικά, έπειτα από δεκάδες ανάλογα τηλεφωνήματα, συμβιβάστηκα. Όλα τα συνηθίζει άνθρωπος και άλλωστε τις περισσότερες φορές είχα την ετοιμότητα να κόψω την κουβέντα στη στιγμή. «Δυστυχώς είμαι απασχολημένος, ευχαριστώ πολύ». Κλικ.

Όμως όλοι έχουμε τις αδύναμες στιγμές μας. Μια μέρα λοιπόν συνέβη το μοιραίο λάθος. Επέτρεψα στην ευγενική γυναικεία φωνή να συνεχίσει το λογύδριο της. Η προσφορά της ήταν αρκετά δελεαστική. Αν δεχόμουν να γυρίσω την πλάτη στον πάροχο των τηλεφωνικών μου γραμμών και να μεταπηδήσω στον βασικό ανταγωνιστή του, θα γλίτωνα κάπου τριάντα ευρώ το δίμηνο. Άρα, όπως θα έλεγε ο Βέγγος σε εκείνη την ταινία που έπαιζε τον τσιγκούνη εργολάβο, εκατόν ογδόντα ευρώ το χρόνο ή αλλιώς δεκαοχτώ ζεστά κατοσταρικάκια την δεκαετία. Εύκολα γυρνάς την πλάτη σε τόσα χρήματα; Δέχτηκα λοιπόν. Και το σακί με τους ανέμους άνοιξε διάπλατα.

Δεν έχει νόημα να καταθέσω ολόκληρο το ιστορικό. Αρκεί να αναφέρω ότι περιείχε όλα τα γνωστά συναρπαστικά επεισόδια: παρανοήσεις, υπαναχωρήσεις, αντιπροσφορές, καθυστερήσεις, διπλούς λογαριασμούς, πρόστιμα που δεν είχαν υπολογιστεί, κομιστές των συμβολαίων που δεν έρχονταν, κούριερ που έχαναν τον δρόμο, τηλεφωνητές που έπαιρναν στις εννιά το βράδυ και μιλούσαν με ύφος πληγωμένου γκόμενου -αλλά όταν τους έψαχνα εγώ δεν απαντούσαν- σήμα που σερνόταν, ρούτερ που δεν έκανε, φίλους που περηφανεύονταν πως εκείνοι πέτυχαν τρεις φορές καλύτερη προσφορά, ευρυζωνικές συνδέσεις που απαιτούσαν διαφορετικές ρυθμίσεις, μουσικές αναμονής φτιαγμένες για να σε αποβλακώνουν… Και βέβαια καυτούς διαλόγους με μηχανήματα. («Δεν έχω σήμα στο κινητό μου!». «Δεν – έγινε - κατανοητό. Παρακαλώ- επαναλάβετε». «Δεν πιάνει το κινητό μου!». «Δεν – έγινε - κατανοητό. Παρακαλώ- περιμένετε – να- συνδεθείτε – με – κάποιον - υπεύθυνο. Στο – μεταξύ – ακούστε – λίγη – ακόμη – απαίσια - μουσική»).

Ήμουν έξαλλος, καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που είχα πει το ναι. Μετά, γνώρισα μια φίλη φίλου η οποία εργαζόταν σε τηλεφωνικό κέντρο, συνεργαζόμενο με μια μεγάλη εταιρεία τηλεφωνίας. Και μού είπε μερικά πράγματα για το πώς λειτουργεί το σύστημα. Για τις εξευτελιστικές αμοιβές που παίρνουν όσοι ξεπεράσουν το στάδιο της δοκιμαστικής πρόσληψης, για τις συνθήκες εργασίας, για τα ταχύρυθμα σεμινάρια που περνούν ώστε να είναι σε θέση να περιπλέξουν μια κατάσταση ή να αποφύγουν τον νευριασμένο πελάτη. Για τις απολύσεις εξπρές καθώς περιμένουν και άλλοι στη σειρά.

Όλοι έχουμε περάσει έξω από ένα τέτοιο κέντρο -πολλοί και από μέσα. Μια τζαμαρία και μέσα καμιά τριανταριά άνθρωποι κάθε ηλικίας, με μικρόφωνα σαν εκείνο που είχε πρωτολανσάρει η Μαντόνα στα σόου της. Καθισμένοι μπροστά σε οθόνες. Τέσσερις, έξι ή οχτώ ώρες. Με τα κεφάλια παραγεμισμένα με άχρηστη πληροφορία την οποία οφείλουν να μεταδώσουν αυτολεξεί στον άνθρωπο που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γραμμής.

Χαμηλά αμειβόμενοι, επιφορτισμένοι να τουμπάρουν κάποιους επίσης χαμηλά (ή και καθόλου) αμειβόμενους. Να τους πείσουν να συναινέσουν, ώστε να δρομολογηθεί μια απειροελάχιστης κλίμακας ανακύκλωση ενός εικονικού χρηματικού ποσού. Έτσι ώστε η μία εταιρία να αρπάξει από την άλλη ένα ψίχουλο από την πίττα, προσφέροντας κάτι το οποίο ο, όλο και πιο εξαθλιωμένος καταναλωτής, δεν έχει καμία ανάγκη. Μια μικρογραφία, δηλαδή, του μεγάλου σχεδίου βάσει του οποίου πορεύεται πλέον η ανθρωπότητα. Ένα σχέδιο που, εδώ και καιρό, έχει φανεί πως δεν βγαίνει. Όμως είτε επειδή πάσχουμε συλλογικά από οκνηρία, είτε επειδή πράγματι δεν μπορεί να στηθεί ένα καλύτερο, το ακολουθούμε με προσήλωση.

«Τους δόθηκε η επιλογή να γίνουν είτε βασιλιάδες είτε αγγελιοφόροι των βασιλιάδων», γράφει ο Κάφκα. «Σαν τα παιδιά, διάλεξαν όλοι το δεύτερο. Έτσι, υπάρχουν μόνον αγγελιοφόροι που τρέχουν γύρω γύρω στον κόσμο και φωνάζουν ο ένας στον άλλον ακατανόητα μηνύματα. Θα ήθελαν να δώσουν ένα τέλος σ' αυτή την άθλια ζωή, αλλά δεν τολμούν να πατήσουν τον όρκο τους».

Τελικά, ένα μήνα από την ημέρα που είχα μιλήσει με την πρώτη τηλεφωνήτρια, τα πάντα είχαν τακτοποιηθεί. Είχα πληρώσει ένα επιπλέον ποσό το οποίο θα αφαιρούνταν στο μέλλον, είχα πάρει για δώρο ένα σμάρτφον ελαφρώς χειρότερο από το παλιό μου, ενώ η σταθερή τηλεφωνική γραμμή είχε αποκτήσει την ιδιότητα να μην λειτουργεί στις διακοπές ρεύματος. Την ίδια μέρα το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Ήταν μια χαρούμενη τηλεφωνήτρια που ήθελε να μου κάνει μια καινούρια προσφορά. Για την ασφάλειά μου, η συνομιλία μας θα καταγραφόταν.