- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο αξιαγάπητος ΚΥΡιος Κυριακόπουλος
Μια ανοιχτόκαρδη κουβέντα με τον πιο αγαπητό Έλληνα γελοιογράφο
Στο σπίτι παίρναμε «Τα Νέα» και την «Ελευθεροτυπία». Την «Ελευθεροτυπία» την άρπαζα πρώτος εγώ, την άπλωνα ωραία, στρωτά στο χαλί, να μη τσαλακώνεται, και τη διάβαζα, την ξεκοκάλιζα. Τα Σάββατα ιδιαίτερα, όταν είχα να απολαύσω τον ολοσέλιδο ΚΥΡ. Ένα σεντόνι με πανέξυπνο χιούμορ, με τα μικρά μίνιμαλ σχεδιασμένα ανθρωπάκια του που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα με φόντο την Ακρόπολη, σε πάρκα, πλατείες, σπίτια, όλα ζωγραφισμένα ολοκάθαρα και απλά. Χωρίς σκιές και λεπτομέρειες. Μία ανθοστήλη εδώ, ένα λαμπατέρ εκεί. Ανθρωπάκια Έλληνες, απλός λαός, με τα ολοστρόγγυλα ορθάνοιχτα μάτια τους, σαν να απορούν μονίμως με όλα όσα συμβαίνουν. Μίνιμαλ και οι ατάκες τους. Μια φράση που χτύπαγε στόχο και πυροδοτούσε το γέλιο της έκπληξης, της ευχαρίστησης, της γλυκιάς εκδίκησης προς το κατεστημένο – έτσι όπως το καυτηρίαζε ο ΚΥΡ.
ΚΥΡ, Γιάννης Κυριακόπουλος. Ο χαμογελαστός κύριος που εμφανιζόταν πάντα στις φωτογραφίες φορώντας τα γυαλιά του και κρατώντας την πίπα του. Δημοφιλής και αποδεκτός παντού γιατί η σάτιρά του ήταν πάντα έξυπνη και διακριτική, δαιμόνια αληθινή χωρίς να γίνεται χυδαία ή άγαρμπη. Τα σκίτσα του καταγράφουν καθημερινά την ελληνική πραγματικότητα εδώ και 50τόσα χρόνια. Μια καθημερινή συνήθεια που, στο τέλος της κάθε χρονιάς, έρχεται πακέτο σε ένα λεύκωμα όπου είναι συγκεντρωμένα όλα τα σκίτσα. Κλασική παράδοση χριστουγεννιάτικου, και πάντα ευπρόσδεκτου, δώρου: σου πήρα το λεύκωμα του ΚΥΡ.
Το φετινό λεύκωμα που ετοιμάζει πυρετωδώς για τις εκδόσεις Διόπτρα, έχει τίτλο «Πρώτη φορά πουθενά». Ο ΚΥΡ δεν εμφανίζεται πια σε καμιά εφημερίδα, το χαρτί έδωσε τη θέση του στα πίξελς. Σήμερα, ο ΚΥΡ έρχεται ηλεκτρονικά στο email μας καθημερινά, χαρίζοντάς μας την πιο χαμογελαστή καλημέρα. Η πρόσβαση του κόσμου μέσω internet είναι πολύ μεγαλύτερη, τον εκπλήσσει και τον ίδιο πόσοι είναι συνδρομητές -δωρεάν- στην ιστοσελίδα του. Συνεχίζει να καταγράφει την ελληνική σύγχρονη ιστορία, το χιούμορ του είναι αειθαλές και αστραπιαίο, η πίπα μόνο αντικαταστάθηκε από ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο και στη συλλογή του πρόσθεσε άλλη μία αναγνώριση δίπλα στα διεθνή βραβεία: πριν λίγες μέρες, στο Προεδρικό Μέγαρο, ο ΚΥΡ βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος του Φοίνικος. Τιμή που απονέμεται σε Έλληνες πολίτες που υπερέχουν στις τέχνες και τη λογοτεχνία, την επιστήμη, τη δημόσια διαχείριση, τη ναυτιλία, το εμπόριο και τη βιομηχανία. Μπροστά σε αυτή την επισημότητα, ο ΚΥΡ παρέμεινε ο ίδιος, αγαπημένος μας γελοιογράφος: έκανε δώρο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα σκίτσο που γράφει «Στο τέλος, σε φιλική ατμόσφαιρα, ο ΚΥΡ είπε στον Πρόεδρο… “Δεν είναι οξύμωρο, σε μια χώρα ανέργων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να λέγεται ΠΡΟΚΟΠΗΣ;…”»
Ο κύριος Κυριακόπουλος ζει σε ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη. Έχει αποκτήσει το πρώτο του εγγόνι, «Γιάννης Κυριακόπουλος κι αυτός» λέει με τεράστιο χαμόγελο. Η σύντροφός του, η γνωστή δημοσιογράφος Εύη Κυριακοπούλου, είναι μία κομψή, ευγενική παρουσία που του υπενθυμίζει τρυφερά κάτι για τη συνέχεια της ημέρας και αποσύρεται. Ο κύριος Γιάννης κάθεται στο γραφείο με τα πενάκια του, τις λευκές κόλλες χαρτί και αραδιασμένα τα μικρά αξεσουάρ του σκιτσογράφου μπροστά του. Όλα είναι απλά, στρωτά και συντονισμένα στο πηγαίο του χιούμορ. Από πίσω του, η «πολυτιμότερη συλλογή του», όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος: ένας ολόκληρος τοίχος γεμάτος από πορτρέτα του που του έχουν σχεδιάσει άλλοι διάσημοι σκιτσογράφοι, Έλληνες και ξένοι. «…Ο Μποστ… ο Καλαϊτζής… ο Αργυράκης… ο Ιωάννου… ο Αρχέλαος… ο Παυλίδης… ο Κώστας ο Μητρόπουλος… ο Αλέκος Φασιανός… ο Στάθης… αυτό είναι του Plantu από τη Le Monde… κι εκεί στην άκρη το πιο πολύτιμο, του Wolinski που σκοτώσανε στο Παρίσι…».
Όλοι αγαπούν τον ΚΥΡ. Αλλά κατά κάποιο τρόπο, μοιάζει σαν να τον βρήκαμε έτσι, έτοιμο, έναν αιώνια φρέσκο, χιουμορίστα φίλο. Πώς ήταν πριν; Του ζητάω να πάμε πίσω, στα παιδικά, νεανικά του χρόνια...
«Η ζωή μου άρχισε από τη Νέα Σμύρνη. Είμαι παιδί προσφύγων της Μικράς Ασίας. Την προσφυγιά δεν τη γνώρισα, αλλά όλη μου η παρέα, όλη η γειτονιά ζούσαμε με σκηνικό τον εμφύλιο. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, έφτιαχνε σπίτια και όλοι οι πατριώτες τα έδιναν σε αυτόν να τους τα φτιάξει. Καλά ζούσαμε, δεν είχα παράπονο. Πήγα σε σχολεία της Νέας Σμύρνης και μετά σε ιδιωτικό Γυμνάσιο. Εκεί βγάζαμε και ένα περιοδικό όπου άρχισα για πρώτη φορά να κάνω γελοιογραφίες. Μάλιστα σε μια-δυο σατίριζα και ένα συμμαθητή μας που έκανε το διαιτητή σε αγώνες μπάσκετ. Σύμπτωση, αυτόν το φίλο μου τον ξανασατίρισα μετά από χρόνια, όταν έγινε υπουργός Παιδείας – ήταν ο Πέτρος ο Μώραλης του Πασόκ. Κατά τα άλλα, στην τάξη πάντα ήμουν έτοιμος να πετάξω καλαμπούρια. Καλός μαθητής δεν ήμουνα. Δεν θα μπορούσα να μπω ούτε στο Πανεπιστήμιο ούτε στο Πολυτεχνείο. Το μόνο άριστα το είχα στα τεχνικά. Κι έτσι στράφηκα σε μία άλλη μορφή τέχνης, ήθελα κάτι μεταξύ διαφήμισης, γραφικών τεχνών, διακόσμησης… κάτι τέτοιο. Κι έτσι πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ιταλίας. Τα πρωινά μου ήταν ολίγον τι ακαδημαϊκά αλλά τα βράδια φοιτούσα σε νυχτερινή σχολή όπου μάθαινα γραφικές τέχνες, κάναμε αφίσες, κεραμική και λοιπά. Μου άρεσε πιο πολύ αυτό. Αλλά και πάλι δεν είχα βρει το στίγμα μου, το χώρο μου.
Κάποια μέρα έτυχε να πάω στην Αμερικάνικη Βιβλιοθήκη στη Ρώμη και καθώς έψαχνα τα διάφορα βιβλία, τράβηξα ένα που ήτανε του Αμερικάνου Ρουμανοεβραίου Στέινμπεργκ. Και άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες! Έμπνευση! Γύρισα θυμάμαι στο δωμάτιό μου και αμέσως άρχισα να σχεδιάζω. Τα είδε μία συμμαθήτριά μου Ιταλίδα και μου πρότεινε να τα πάω σε ένα χιουμοριστικό περιοδικό που κυκλοφορούσε τότε, το «Il Travaso». Ήταν αντίστοιχο του εγγλέζικου Punch. Δεν ήταν πολιτικά σκίτσα, είχαν κοινωνικό χιούμορ. Πήγα, τους αρέσανε, κράτησαν ένα σεβαστό αριθμό και μου έδωσαν κι ένα χαρτί για να πάω να πληρωθώ στο ταμείο. (Γελάει) Ένιωσα για πρώτη φορά ότι κάτι είχα κάνει. Μάλιστα με αυτά τα λεφτά, μάζεψα κάτι φίλους μου Έλληνες και Ιταλούς και τους έκανα το τραπέζι σε μία πιτσερία».
Στην Ιταλία, εκείνη την περίοδο, υπήρχε έντονα ένα μεγάλο αριστερό κίνημα. Πώς ήταν η δική σας ζωή εκεί σε ένα τέτοιο φοιτητικό σκηνικό;
Η αλήθεια είναι ότι τότε, το Partito Comunista Italiano ήταν μεγάλη υπόθεση. Είχε 8 εκατομμύρια μέλη με ταυτότητες. Τόσα δεν είχε ούτε η Σοβιετική Ένωση. Στο Τορίνο όπου ήταν όλες οι αυτοκινητοβιομηχανίες, η Φίατ, η Λάντσια, η Άλφα Ρομέο και είχε πολλή εργατιά, θυμάμαι μία Πρωτομαγιά η παρέλαση κρατούσε χιλιόμετρα, είχε κοκκινίσει το σύμπαν. Σαν φοιτητικό κίνημα, όμως, μέσα στη Σχολή Καλών Τεχνών δεν το αισθάνθηκα. Άλλωστε είχα ζήσει και έναν εμφύλιο, δεν ήθελα να ξαναμπαίνω σε διχασμούς. Στη σχολή δεν είχαμε αριστερούς - δεξιούς ίσως γιατί τα τρία πέμπτα εκεί ήταν κοπέλες, υπήρχε μεγαλύτερη προσήλωση στην τέχνη παρά σε άλλα.
Σαν νέος ήσασταν άτακτος;
Σε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας πήγαινα στα Κατηχητικά. Τότε με την παρέα για να έχουμε ένα γήπεδο, μία λέσχη, έπρεπε να μαζευόμαστε στα Κατηχητικά ή στους προσκόπους. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Ακόμα και για να γίνεις αθλητής, να γραφτείς ας πούμε στον Πανιώνιο, χρειαζόταν ειδική άδεια από το Υπουργείο Παιδείας. Αλλά μισούσα τις στολές. Γι’ αυτό πήγα Κατηχητικό, εκεί ήταν η περισσότερη παρέα. Αν με ρωτήσεις τώρα αν έχω μετανιώσει, ναι υπήρξαν κάποια πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει αλλά περνούσαμε και ωραία. Κατασκηνώσεις, μαζί όλη η παρέα...
…Έτσι λοιπόν, στα φοιτητικά χρόνια μου είχα αρχίσει και έδινα σκίτσα. Κάποια μέρα λαμβάνω από την Αθήνα ένα επείγον πακετάκι, ήταν το περιοδικό «Ταχυδρόμος» που έβγαζε τότε ο Οργανισμός Λαμπράκη με διευθυντή τον Γιώργο Σαββίδη. Στο περιοδικό υπήρχε ένα δισέλιδο που έγραφε «Ποιος είναι ο Κυριακόπουλος;» και είχε όλα μου τα σκίτσα που είχα δημοσιεύσει στο ιταλικό περιοδικό. Σε εκείνα τα σκίτσα υπέγραφα ως «Κύργια» και στο τελευταίο άλφα έβαζα μία ελληνική σημαία. Στη Ρώμη τότε ήταν και η Ροζίτα Σώκου λεχώνα, με τον άντρα της τον Ιταλό, μόλις είχε γεννηθεί η κόρη τους. Με ρωτάει λοιπόν, τι έχεις σκοπό να κάνεις; Θα πας στην Αθήνα; Αν πας θα σου γράψω ένα γράμμα για τη φίλη μου την Ελένη Βλάχου. Να πας να τη δεις.
Μια μέρα, αφού είχα γυρίσει στην Ελλάδα, είχα το γράμμα στην τσέπη μου και περνούσα από την Πλατεία Καρύτση, εκεί που ήταν ο «Ταχυδρόμος». Λέω, δεν πάω επάνω να ευχαριστήσω αυτούς τους ανθρώπους που μου κάνανε αυτό το αφιέρωμα; Ανεβαίνω, ζητάω τον κύριο Σαββίδη, περνάω μέσα και τον βλέπω όρθιο, με ένα χαμόγελο μεγάλο, να με χαιρετάει και να μου λέει καθίστε, φωνάζει και τον Κώστα τον Μητρόπουλο, τα έχασα εγώ με αυτή την υποδοχή. Με συγκίνησε. Μου λέει, εμείς κάθε Σάββατο που βγαίνουμε, αφιερώνουμε δύο σελίδες στο χιούμορ και θέλουμε ελληνικές υπογραφές. Ό,τι έχετε να μας το φέρνετε κι εμείς θα το δημοσιεύουμε. Άρχισα έτσι συνεργασία και ταυτόχρονα πήγα και στην Ελένη Βλάχου που με σύστησε στο διευθυντή των «Εικόνων», Τάκη Λαμπρία, και άρχισα να στέλνω και σε αυτούς σκίτσα· μου κάνανε ειδικά δισέλιδα.
Ακόμα και όταν πήγα στο στρατό μπορούσα και τους έστελνα συνεργασίες. Ήμουν έφεδρος αξιωματικός του Μηχανικού στο Κιλκίς και έμενα έξω σε δικό μου δωμάτιο. Είχα μαζί τα σύνεργά μου, σκιτσάριζα σε χαρτάκια, τα έβαζα σε φάκελο και τα ταχυδρομούσα.
Μετά από καιρό, μια εβδομάδα αφού είχα πάρει το απολυτήριό μου, παίρνω ένα τηλεφώνημα από τον Τάκη Λαμπρία και μου λέει, κύριε Κυριακόπουλε, η Ελένη Βλάχου ετοιμάζει εφημερίδα, τη «Μεσημβρινή». Εσύ μέχρι τώρα κάνεις χιούμορ αλλά εμείς θέλουμε πολιτικό σκίτσο. Κάνε μία δοκιμή και φέρε μας. Το πάλεψα, δεν με δυσκόλεψε και πολύ η μεταφορά από το ένα είδος στο άλλο. Τους αρέσανε. Όταν κάνω ένα σκίτσο, βάζω έναν στόχο και γυρίζω γύρω από αυτόν, βρίσκω μια ιδέα, προσπαθώ, ξαναπροσπαθώ. Εάν δεν πετύχω αυτό που θέλω, τσακ, πετάγομαι σε άλλο στόχο, παρόμοιου γεγονότος ή περιεχομένου. Μέχρι να το βρω. Κι έτσι, κυκλοφόρησε το φύλλο της «Μεσημβρινής», ανοίγω να δω τα σκίτσα και βλέπω υπογραφή: «του ΚΥΡ». Εκεί είδα για πρώτη φορά τη λέξη ΚΥΡ. Η Ελένη Βλάχου ήθελε να μπει έτσι το όνομα. Έγινε επίσημα η νονά μου. Κι από εκεί σιγά σιγά προχωρήσαμε… περιοδικά, εφημερίδες, εκθέσεις…
Η καθαρή γραμμή που έχετε χαρακτήριζε πάντα τα σκίτσα σας;
Ναι, πάντα μου άρεσε το μίνιμαλ. Ήμουνα πιο πολύ της γαλλικής σχολής και όχι της αγγλικής. Καθαρή γραμμή, όχι πολλές φιοριτούρες. Οι Εγγλέζοι, για παράδειγμα, φτιάχνουν έναν άνθρωπο που κάθεται σε ένα γραφείο μιλώντας σε έναν άλλο και λέει το αστείο, κι από πίσω κάνουν τη βιβλιοθήκη, τα αμπαζούρ, το ένα, το άλλο… Εγώ μπορεί να βάλω μια ανθοστήλη μόνο. Κι αυτό για να γεμίσει το σκίτσο, δηλαδή. Να ζυγίζω την εικόνα.
Έχετε κάποια tips, κάποια στάνταρντς που ακολουθείτε στην έμπνευσή σας;
Αποφεύγω να σκιτσάρω πολιτικά πρόσωπα. Μία στα χίλια θα χρειαστεί να βάλω τον Σαμαρά ή τον Καραμανλή ή τον Τσίπρα. Εγώ θέλω να σχολιάζουν το γεγονός απλοί άνθρωποι. Οι αναγνώστες. Αυτή είναι η αρχή μου. Ο απλός λαός. Άνθρωποι όλων των κατηγοριών. Δυο συνταξιούχοι που τους καίει το θέμα, η γιαγιά με το κλασικό τσεμπέρι, ο τύπος με την τραγιάσκα ο επαρχιώτης, ο κουλτουριάρης με τα γυαλιά, ο πιτσιρικάς, ο πατέρας κ.λπ. Και τους βάζω να μιλάνε στο καφενείο, σε ένα παγκάκι, στην κρεβατοκάμαρα ένας να κουβεντιάζει με τη γυναίκα του...
Φροντίζω να είμαι πάντα πολύ καλά ενημερωμένος, δημοσιογραφικά. Διαβάζω δύο εφημερίδες, ει δυνατόν μία της δεξιάς και μία της altera parte, βλέπω τις ειδήσεις στο ίντερνετ, ακούω ραδιόφωνο και μεγάλος μου τροφοδότης πληροφοριών είναι η γυναίκα μου που έρχεται απ’ έξω: «ξέρεις, στο κομμωτήριο όλες οι γυναίκες ήταν έξω φρενών με αυτό.. αυτό… κ.λπ.». Ή ερχόντουσαν τα πιτσιρίκια μου: «Μπαμπά, ξέρεις, όλοι συζητάγανε που ακρίβυνε η βενζίνη ξέρω ’γω…». Πιο πολύ ποντάρω στο τι καίει τον κόσμο ώστε εγώ να πάρω το παράπονό του και να το ρίξω στα μούτρα της εξουσίας. Και επειδή το λένε λαϊκοί άνθρωποι στο σκίτσο μου, αμέσως ο αναγνώστης ευχαριστιέται.
Για έμπνευση από τις ειδήσεις, παλιά, είχαμε τις εφημερίδες γιατί ήταν το μόνο μέσον που δεν ήταν κρατικό. Το ραδιόφωνο ήταν κρατικό, τηλεόραση δεν υπήρχε… Ο κόσμος έπαιρνε πολύ τις εφημερίδες τότε.
Την υπερ-προσφορά για σάτιρα που υπάρχει στις μέρες μας πώς την αντιμετωπίζετε;
Πολλές φορές με ρωτάνε: Κι αν δεν έχεις κάποια φορά ιδέα; Τους λέω, τι λέτε τώρα; Ώσπου να στεγνώσει το μελάνι, έχουνε βγει τρεις νέες ιδέες. Κι αυτό που λέω πάντα: αν ζούσα στη Φινλανδία θα ήμουνα στο ταμείο ανεργίας. Η Ελλάδα είναι ο παράδεισος του γελοιογράφου. Οι γελοιογράφοι είναι η μόνη τάξη η οποία από την πολιτική έχει πριμοδοτηθεί.
Έχετε πει ότι το πολιτικό σκίτσο υπάρχει κατ’ εξοχήν στην εφημερίδα. Αυτό πώς το βλέπετε σήμερα με την κυριαρχία του ίντερνετ;
Παλιότερα υπήρχε το ερώτημα, αν βουλιάξει ο τύπος θα βουλιάξει και η γελοιογραφία; Σωστό ερώτημα. Γιατί η γελοιογραφία είναι το μόνο πράγμα που θέλει μία σχετική απόσταση από το μάτι. (Δείχνει με το χέρι του την απόσταση ανάγνωσης μίας εφημερίδας). Μου λέγανε παλιότερα, γιατί δεν τα κάνεις τα σκίτσα σου καρτούν για την τηλεόραση; Όχι. Γιατί εκεί είναι μακριά. Ο άλλος το σκίτσο το θέλει «εκεί», για να δει τη γραμμή. Αυτό που πέτυχε ο υπολογιστής, το ίντερνετ. Σήμερα, μόνο η «Καθημερινή» και τα «Νέα» έχουν συναδέλφους και πολύ καλούς μάλιστα… Όταν άρχισαν να κλείνουν οι εφημερίδες ή δεν βγαίνανε για να έχουν συνεργάτες, ο γιος μου επέμενε πολύ στο ίντερνετ. Ευτυχώς, το παιδί. Κυρίως ήθελα να κάνω καθημερινά ένα σκίτσο για να τα έχω για αυτή την παράδοση που κρατάω, του ημερολογίου στο τέλος της χρονιάς. Το να τα κάνω και να τα βάζω στο συρτάρι για το τέλος της χρονιάς, δεν έχει νόημα. Η γελοιογραφία γίνεται για να τη δούνε. Έτσι αποφάσισα να τη δημοσιεύω στη σελίδα μου στο ίντερνετ, αυτό άρχισε να διαδίδεται και έφτασα σήμερα να έχω 22 και 24 χιλιάδες χτυπήματα καθημερινά. Σημαντικό είναι ότι παίρνω μηνύματα. Ειδικά τώρα που βραβεύτηκα πήρα ένα ολόκληρο πάκο από email. Ήταν συγκινητικό, δεν το περίμενα. Μου γράφανε, ξέρεις, σημασία δεν έχει τόσο το βραβείο που πήρες όσο το χαμόγελο που δίνεις καθημερινά στον κόσμο την ώρα που ξεκινάμε τη μέρα. Είναι πιο επικοινωνιακό από τις εφημερίδες γιατί εδώ ξέρεις ότι πατάει το κουμπί ειδικά για σένα και μόνο. Εδώ τώρα έχω επισκεψιμότητα όσο τα «Νέα» και η «Καθημερινή» μαζί. Ευτυχώς, έπεσαν και μερικές διαφημίσεις. Ήμουν λίγο αυστηρός στις επιλογές μου στην αρχή, δεν ήθελα να βάζω κάτι πιτσερίες κλπ. Ήθελα να είναι σαν μπουτίκ (γελάει). Το διαχειρίζομαι μόνος μου το site, δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Είναι 5-6 πελάτες στους οποίους κάθε δυο μήνες στέλνω εγώ το τιμολόγιο κι αυτοί βάζουν στο λογαριασμό μου τα χρήματα. Δεν έχω ούτε να τρέξω, ούτε να κάνω κανένα λογιστικό κατόρθωμα.
Έτσι βγήκε και ο τίτλος του νέου άλμπουμ «Πρώτη φορά πουθενά». Βλέπεις, έχει γίνει έθιμο πλέον αυτό το ημερολόγιο. Κάποτε ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης, πολύ αξιόλογος άνθρωπος, μου είχε πει ότι αυτά τα ημερολόγια είναι σαν να βλέπεις την ιστορία της νεότερης Ελλάδας χιουμοριστικά. Θέλεις να δεις τι έγινε το 1998; Παίρνεις το ημερολόγιο εκείνης της χρονιάς και το βλέπεις. Μερικές φορές βλέποντας παλιά ημερολόγια, αναρωτιέμαι – τι ήθελα να πω εδώ; Ήτανε γεγονότα που είχανε συμβεί τότε. Έχει δημιουργηθεί ένα συγκεκριμένο κοινό που το περιμένει και το παίρνει.
Ποια θεωρείτε ότι ήταν η καλύτερη περίοδος για την πολιτική γελοιογραφία;
Για μένα η καλύτερη περίοδος ήταν της «Ελευθεροτυπίας». Ο τότε ιδιοκτήτης της, ο Τεγόπουλος και ο Φυντανίδης, λαμπρός διευθυντής της, ήταν της άποψης: βάλτε ό,τι θέλετε, αρκεί να το υπογράψετε. Βρίστε και την «Ελευθεροτυπία» αρκεί να το υπογράψετε. Μην το αφήσετε σαν να είναι άποψη της εφημερίδας. Ήταν ωραία στάση αυτή. Για να πω την αλήθεια, την περίοδο στην αρχή της «Μεσημβρινής», δεξιάς εφημερίδας, πώς να το κάνουμε, δεν μπορούσα να βρίσω ούτε το βασιλιά, ούτε το παλάτι, ούτε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον μεγάλο…
Η χειρότερη περίοδός μου ήταν της χούντας. Έκλεισε η εφημερίδα που εργαζόμουνα. Τότε ο Λαμπρίας πήρε άδεια και άνοιξε τις «Εικόνες». Εκεί εγώ έκανα ένα κόμικ, τον Τρωικό Πόλεμο. Πώς μου ήρθε τώρα εμένα και έκανα ότι η Ιθάκη ήταν η κατεχομένη υπό των μνηστήρων χώρα και περίμενε τον Οδυσσέα να έρθει να την ελευθερώσει. Ε λοιπόν εκεί μέσα πέρναγα τέρατα. Είχα κάνει την Ιθάκη, το νησί, βάζοντας μία ταμπέλα επάνω: «Ιθάκη Ιθακησίων Ειδωλολατρών». Τελικά το μυρίστηκαν από τη χούντα και μου απαγορέψανε να εργάζομαι. Ό,τι σκίτσο έστελνα μου το επέστρεφαν με μία κόκκινη μολυβιά. Είχε αντίκτυπο και στο βιοπορισμό μου. Ευτυχώς που δεν ήμουνα παντρεμένος, να έχω πολλά έξοδα. Ήταν δύσκολη περίοδος. Ζούσα με τη μητέρα μου, είχαμε κάποιο εισόδημα, είχα κι εγώ κάτι στην άκρη… Δεν μπορώ να πω ότι υπέφερα.
Εκείνη τη εποχή έβγαζε η Ελένη Βλάχου το «Hellenic Review» στο Λονδίνο. Άρχισα να της στέλνω αντιστασιακά σκίτσα με ψευδώνυμο, Μακ Πάπα. Όλοι νόμιζαν ότι είμαι ένα σκωτσέζος σκιτσογράφος. Τελικά το Μακ Πάπα (γελάει) ήταν τα αρχικά των συνταγματαρχών: Μακαρέζος, Παπαδόπουλος, Πατακός. Προσπαθούσα να είναι λίγο διαφορετική η τεχνική των σκίτσων. Μετά την απελευθέρωση, έγινε μία έκθεση εναντίον του φασισμού στο Άλσος Κηφισιάς. Μεταξύ των άλλων υπήρχε και ένα περίπτερο με το τι είχε δημοσιεύσει ο ξένος τύπος για τη χούντα. Εκεί είχε και τα σκίτσα του Σκωτσέζου Μακ Πάπα. Εγώ ήμουν σε άλλο περίπτερο, πιο δίπλα.
Τη λογοκρισία και την αυτολογοκρισία πώς την έχετε διαχειριστεί;
Πολλές φορές λέμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει αυτολογοκρισία. Όχι, έχω μία αυτολογοκρισία. Ας πούμε για μερικά από τα σκίτσα του «Charlie Hebdo» έχω αντίρρηση. Έκαναν τώρα τις γελοιογραφίες με τους σεισμούς της Ιταλίας στην Αματρίτσε, τα σπαγγέτι α λα Αματριτσάνα κι αντί για ντομάτα είχανε τα αίματα… Δεν θέλω να σατιρίζω πράγματα τα οποία ο άλλος σέβεται. Γιατί να σατιρίσω εγώ τον Μωάμεθ; Πάγματα πάνω από την πολιτική; Ο άλλος προσεύχεται σε αυτά κάθε μέρα, γιατί να τα θίξω; Άλλο: μου αρέσουν πολύ τα σόκιν, όταν στηρίζονται πάνω σε μία λεπτή γραμμή. Λίγο να κλίνεις προς τη μία, γίνεσαι χυδαίος. Αν πας προσεκτικά, έχεις εκατό τοις εκατό επιτυχία.
Πώς αντιμετωπίζετε τον τρόπο που αντιδράει πια ο κόσμος απέναντι σε ό,τι δεν συμφωνεί; Παράδειγμα ο Αρκάς ο οποίος τελευταία κάνει μία οξεία πολιτική σάτιρα...
Δεν συμφωνώ, δεν συμφωνώ με αυτά που του λένε! Ο Αρκάς είναι μεγάλος και δεν θέλω καμία κουβέντα εναντίον του. Η αλήθεια είναι ότι τώρα μπήκε στον χώρο της πολιτικής ο Αρκάς. Μπορώ να πω, με μεγάλη επιτυχία. Έχει έναν ωραίο τρόπο σκέψης. Μου έχει κάνει και δύο πολύ ωραία σκίτσα…» (Δείχνει τον τοίχο με τα σκίτσα του)
Φαντάζομαι, θα έχετε κάποιο τεράστιο αρχείο. Κάποια στιγμή δεν θα πρέπει να το αξιοποιήσετε;
Αυτά τα πράγματα είναι σαν την τυρόπιτα. Τρώγονται ζεστά. Τι νόημα έχει τώρα μία γελοιογραφία με τον Αντρέα Παπανδρέου ή με τον Γέρο Παπανδρέου;… Αδημοσίευτα σκίτσα όχι, δεν έχω. Τι θα πει αυτό. Ή θα δημοσιευτεί ή θα σκιστεί. Η Ελένη Βλάχου έλεγε ότι η γελοιογραφία είναι κάτι που δεν μπορώ να το διορθώσω. Σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο μπορώ και διορθώνω, σβήνω μια γραμμούλα, μία φράση… στο σκίτσο δεν μπορώ να το κάνω. Θυμάμαι και το άλλο που είχε πει, το είπα μάλιστα και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: Δείξτε μου τα σκίτσα μίας χώρας και θα σας πω τι πολίτευμα έχει.
Στην Ελλάδα υπάρχει ένα τιμ από καμιά δεκαριά γελοιογράφους που είναι πάρα πολύ αξιόλογοι. Συγκρίνοντάς τους με τους ξένους, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, γιατί ποιος ενδιαφέρεται τώρα τι είπε ο Φίλης και τι είπε ο Κατρούγκαλος, αν όμως αυτή η δεκάδα των γελοιογράφων ήταν μέσα στα τεκταινόμενα της κεντρικής Ευρώπης ή της Αμερικής θα ήταν πρώτα ονόματα. Υπάρχει πολλή οξυδέρκεια στο μυαλό των ελλήνων γελοιογράφων. Πολλοί μπερδεύουνε το σκιτσογράφο με το γελοιογράφο. Κάποιος που κάνει ένα ωραίο σκίτσο νομίζει ότι είναι και γελοιογράφος. Δεν είναι. Η ιδέα μετράει και η συχνότητα που το κάνεις. Ο Κώστας Μητρόπουλος είναι 91 ετών και κάθε μέρα κάνει αυτό που βλέπεις στα «Νέα». Αντίθετα έχει εκλείψει εκείνη η παλιά γελοιογραφία που έβλεπες σε οικογενειακά περιοδικά όπως το «Ρομάντσο», τα κλασικά αστεία με την πεθερά, με τον μεθυσμένο που γύριζε αργά κ.λπ. Αυτό το είδος σάτιρας πέρασε στην τηλεόραση σε χυδαία μορφή. Στεναχωριέμαι που χάνονται τα έντυπα. Εγώ αν δεν διαβάσω τις δύο μου εφημερίδες τη μέρα, δεν αισθάνομαι ότι ενημερώνομαι. Θέλω να πιάσω χαρτί στα χέρια μου. Ένας γάλλος διευθυντής εφημερίδας είχε πει στον Φυντανίδη «κάποτε θα υπάρξουν μόνο δύο εφημερίδες σε όλες τις χώρες: μια πολύ σοβαρή και μία πολύ λαϊκή».
Όταν είσαστε σκοτεινός πώς είσαστε; Όταν δεν πάνε καλά τα πράγματα, όταν έχετε μια κακοθυμία;…
Απλά δεν υπάρχει παραγωγικότητα. Ίσως γιατί χρειάζεσαι να ξεδώσεις λίγο. Επειδή η δική μου δουλειά δεν έχει άλλα κεφάλαια, δεν είμαι οδοντίατρος να έχω μηχανήματα, δεν έχω γραμματέα, είμαι μόνο εγώ και ένα άσπρο χαρτί. Όλο το κεφάλαιο της δουλειάς μου είναι να μην είμαι κακόκεφος. Η γυναίκα μου και τα παιδιά μου το ξέρουν και αποφεύγουν να έρθουμε σε μία δύσκολη κατάσταση (γελάει). Είναι το επάγγελμα του μπαμπά, ας μην του το κλείσουμε το μαγαζί. Κι εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να είμαι καλοδιάθετος.
Η καθημερινότητά σας; Πώς είναι;
Ξυπνάω κατά τις 10, ενημερώνομαι πάρα πολύ καλά μιάμισι-δύο ώρες. Δεν είχα ποτέ μου ωράριο, εκτός αν μου το επέβαλλε η εφημερίδα. Αλλά πάντα είχα αυτό το όριο – ότι μέχρι τις 6 πρέπει να έχει έρθει το σκίτσο γιατί πάμε για τύπωμα. Ενημερώνομαι, και το απόγευμα εκτελώ το σκίτσο. Το βραδάκι ή θα βγούμε με καμιά παρέα και κυρίως με τον Διονύση Σαββόπουλο, που είμαστε πολύ φίλοι. Όπως επίσης και με τον Μάκη Μάτσα, τον Μετζικώφ, τον γλύπτη τον Βαρώτσο… Είμαστε μια παρεούλα. Ή θα βγούμε, ή θα κάτσω με τη γυναικούλα μου να πιούμε ένα κρασάκι στην τηλεόραση να δούμε καμιά ταινία, ανάβουμε και το τζάκι μας… Τώρα έχουμε και το εγγόνι που έρχεται κάθε Κυριακή και Δευτέρα και το βλέπουμε. Πρώτο εγγόνι: Γιάννης Κυριακόπουλος (γελάει).
Την Αθήνα κατά καιρούς την έχετε παρουσιάσει στα σκίτσα σας και την έχετε σατιρίσει. Ποια είναι η δικιά σας Αθήνα; Ποια σημεία της αγαπάτε και ποια όχι;
Εάν εσένα η μάνα σου ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει βγει πουτάνα, δεν πας τακτικά στη Θεσσαλονίκη (γελάει και σοβαρεύει)… Δεν κατεβαίνω τακτικά στην Αθήνα. Μετά από πολλά χρόνια στη Νέα Σμύρνη ήρθαμε εδώ στη Φιλοθέη. Πάντα το όνειρο με τη γυναίκα μου, επειδή ήμασταν παιδιά των πολυκατοικιών, ήταν λίγο ένας κηπάκος, λίγο πράσινο και ησυχία. Πουλήσαμε κάποια πατρικά, πήραμε αυτό εδώ το σπίτι και είμαστε σε μία ωραία ησυχία. Όσες φορές χρειάστηκε να κατέβω από ανάγκη στην Αθήνα με ενοχλούσε πολύ η εικόνα με τους ζητιάνους, με κατέθλιβε. Ήταν σαν να ακούω τη μάνα μου από την Κατοχή που μου έλεγε για τον κόσμο που ζητούσε να φάει γιατί πείναγε. Όποτε κατεβαίνω, πληγώνομαι. Πάντως η περιοχή που μου αρέσει πολύ είναι το Μοναστηράκι. Με την παρέα δεν έχουμε κάποιο συγκεκριμένο στέκι, πάμε σε διάφορα μέρη, σε σπίτια πολλές φορές αλλά και ό,τι προκύψει, από πολύ καλό έως κουτούκι.
Info: Εάν θέλετε να λαβαίνετε κάθε πρωί ένα επίκαιρο σκίτσο του ΚΥΡ μπορείτε να μπείτε σε αυτό το site και γράψτε την ηλεκτρονική σας διεύθυνση: i-kyr.gr