Πολιτικη & Οικονομια

Περνάει ο Στρατός, είναι όμως φρουρός;

Πολλά λεφτά δίνονται για τις ένοπλες δυνάμεις μας, όχι όμως για την αποστολή που τους έχει ανατεθεί

Φάνης Ουγγρίνης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα συναντώ όποτε οδηγώ έξω από τη Θεσσαλονίκη. Οι περισσότεροι άνδρες που διαβάζουν αυτό το κείμενο συνάντησαν τα ηρωικά Στάγιερ κατά τη θητεία του στις ένοπλες δυνάμεις. Ανέβηκαν πάνω τους, τα οδήγησαν, τα φόρτωσαν, τα γράσαραν, τα έσπρωξαν, τα αγάπησαν και τα μίσησαν. Είχαμε αρκετά από αυτά στις δυο μονάδες αυτοκινούμενου πυροβολικού, όπου είχα υπηρετήσει το μακρινό 1995. Ήδη τότε ήταν αρκετά παλιά, κατασκευασμένα το ’78, και έπασχαν από χρόνια έλλειψη ανταλλακτικών, ακόμη και ολόκληρων σασμάν.  Ήταν προϊόντα μια καλής αυστριακής σχεδίασης, με ρίζες στον Β΄ ΠΠ, η τεχνολογία τους όμως έδειχνε από τότε τα χρονάκια της. Τα χρησιμοποιούσαμε και για μεταφορά οβίδων, τις οποίες φορτώναμε και ξεφορτώναμε με τα χέρια, για να κάνουμε μπράτσα. Τα Στάγιερ μας βλέπετε δεν είχαν γερανούς, ένα  είδος εξοπλισμού που διέθεταν ήδη από τότε τα ιδιωτικά φορτηγά μεταφοράς οικοδομικών υλικών. 

Είχε κι άλλες αντιφάσεις το τότε πυροβολικό. Τα κανόνια μας ήταν αμερικανικά Μ109, παραλαβής 1993, εντελώς σύγχρονα. Τα τζιπάκια αναγνώρισης ήταν Μ38, εποχής Κορέας. Τα στοιχεία βολής δίνονταν μέσω υπολογιστών της εποχής, οι οποίοι όμως επικοινωνούσαν με σύρματα. Η τάξη αυτών των μεγάλων όπλων με αρχαία τοπογραφικά όργανα ήθελε μια μέρα (ή δυο νύχτες, αν ήταν σκοτάδι). Κι από κει και πέρα, η... μηχανοκίνητη μονάδα μας έστηνε κανονικό κάμπινγκ όταν αναπτυσσόταν σε ασκήσεις, με σκηνές μεγάλες και μικρές, και με ένα μαγειρειό να ντουμανιάζει τον τόπο, αλλά και να εξασφαλίζει πάντοτε μαγειρεμένο φαγάκι για τα φανταράκια.

Και τα τρελά συνεχίζονταν στον ατομικό εξοπλισμό, με μάλλινες κουβέρτες του ’40, με κράνη σαν του λοχία Σόντερς, με εξαρτήσεις εποχής Βιετνάμ, συνομήλικες με τα κιάλια και τις πυξίδες, με λιωμένους υπνόσακους, με αρβύλες ποικίλης αντοχής και με στολές παραλλαγής που γίνονταν μονόχρωμες μετά από δύο πλυσίματα.  Τώρα θα αναρωτιέστε αν μ’ έπιασε νοσταλγία για τα ξέγνοιαστα εκείνα χρόνια, όταν μεγαλύτερος καημός μας ήταν το αν θα κάναμε το 2-4. Άλλωστε, όλα αυτά που αναφέρω προφανώς ανήκαν σ’ εκείνη την εποχή, και άρα σήμερα αποτελούν γραφικότητες, σωστά; Δυστυχώς, κάνετε λάθος.

Πέρα από κάποιες διακοσμητικές αλλαγές, ο κυρίως όγκος του στρατού ξηράς παραμένει στο ίδιο ακριβώς επίπεδο. Τα παλιά τζιπάκια αντικαταστάθηκαν από νεότερα Μερσεντές, τα οποία όμως έχουν επίσης φτάσει την εικοσαετία. Τα φορτηγά, ελληνικής κατασκευής και αμερικανικά, επίσης κοντεύουν τα σαράντα. Με εξαίρεση κάποιες επίλεκτες μονάδες τεθωρακισμένων και βαρέως πυροβολικού, η μαχητική ικανότητα των υπολοίπων σε Έβρο και νησιά έχει παραμείνει σχεδόν πανομοιότυπη, με οριακές βελτιώσεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Ακόμη και τα σύγχρονα κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα σπανίζουν, σε αντίθεση με τις περισσότερες υποσαχάριες χώρες.  Αλλά και οι πολύτιμες ειδικές δυνάμεις έχουν κατά βάση παραμείνει στην μετά  Ίμια εποχή, μια πληγή που πονά ακόμη μετά 20 χρόνια.

Πολλά λεφτά δίνονται για τις ένοπλες δυνάμεις μας, όχι όμως για την αποστολή που τους έχει ανατεθεί. Φαίνεται πως ακόμη και σήμερα δαπανούμε περίπου 5 δις ετησίως για αμυντικές ανάγκες, δύο ΕΝΦΙΑ περίπου. Υποτίθεται πως όλα αυτά τα λεφτά διατίθενται επειδή απειλούμαστε και επειδή έχουμε νατοϊκές υποχρεώσεις. Αν όμως απειλούμαστε, τότε γιατί οι μόνιμοι υπαξιωματικοί να έχουν τέτοιες μεγάλες, αγύμναστες κοιλιές; 

Γιατί οι κληρωτοί να στερούνται της εκπαίδευσής τους χάριν καθηκόντων φύλαξης, που θα μπορούσε να γίνεται με κάμερες; Γατί να συντηρούμε αριθμητικά μεγάλους στόλους, όταν δεν μπορούμε να τους επισκευάσουμε; Γιατί να υπάρχουν ακόμη και σήμερα αναιμικές μονάδες διάσπαρτες στην επικράτεια, και ειδικά στην Αττική, όπου εντοπίζεται υπερστελέχωση; Γιατί το παλιό υλικό να απαξιώνεται και να μην εκσυγχρονίζεται, όπως έχουν διδάξει οι ευρηματικότατοι Ισραηλινοί; Γιατί να διατηρείται μια χαώδης διοικητική δομή, με περισσότερους ανώτατους αξιωματικούς ακόμη και από τον αμερικάνικό στρατό; 

Αν υφίσταται ζήτημα ασφαλείας στα βορειοδυτικά σύνορά μας, τότε γιατί δεν μεταφέρονται εκεί τα κέντρα εκπαίδευσης, που εξακολουθούν να βρίσκονται στην Πελοπόννησο και στη Στερεά; Αν υπάρχει έλλειψη πόρων για νέο εξοπλισμό, τότε γιατί δεν συγχωνεύουν οι τρεις κλάδοι κάποιες δραστηριότητές τους, όπως στην εκπαίδευση και στην τροφοδοσία; Αν δεν έχει οικονομική λογική η ανακαίνιση παλαιού υλικού, τότε γιατί δεν αναζητείται δωρεάν νεότερο από σύμμαχες χώρες που διαθέτουν σημαντικά αποθέματα; Και τέλος, αν όντως θέλουμε την υποστήριξη του ΝΑΤΟ, τότε γιατί κάνουμε τους πολύ δύσκολους όποτε μας ζητάται η συνδρομή μας σε επιχειρήσεις;

Λυπάμαι, αλλά πιστεύω πως οι ΕΔ μας αποτελούν πλέον μια ακόμη δημόσια υπηρεσία, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις εντός της.  Το στράτευμα λειτουργεί υπέρ της πολιτικής τάξης, δηλαδή με σκοπό την πραγματοποίηση ρουσφετιών, την ικανοποίηση τοπικών οικονομικών συμφερόντων, τον πλουτισμό από μεγαλομανείς προμήθειες όπλων, την υπερπροβολή κάθε ματαιόδοξου Καμμένου, και όχι με γνώμονα τις υπαρκτές εθνικές ανάγκες. Η πλειοψηφία των μονίμων εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από πατριωτισμό και επαγγελματισμό, όμως τα θετικά στοιχεία τους χαραμίζονται μέσα σε έναν οργανισμό που έχει χάσει τον προσανατολισμό του. 

Η Βουλγαρία εδώ και χρόνια έχει ουσιαστικά αφοπλιστεί. Παρατάσσει μια πολύ μικρή δύναμη, χωρίς μαχητικά αεροπλάνα και μεγάλα πλοία, η οποία είναι πάντα στη διάθεση των Αμερικανών, 24/7. Γνωρίζουν πως δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν στην Τουρκία, και έτσι έχουν επιλέξει να παρέχουν αρκετά γενναιόδωρα επιδόματα στους δικούς τους αυτόχθονες μουσουλμάνους, αποσκοπώντας έτσι να τους έχουν ευχαριστημένους υπηκόους. Ως τώρα η τακτική τους αυτή έχει αποδειχθεί φθηνή και επιτυχής. 

Εμείς, μετά το 1974, επιλέξαμε μια άλλη οδό, πιο περήφανη μα ιδιαίτερα κοστοβόρα. Αν επιθυμούμε τη συνέχιση αυτού του δρόμου, θα πρέπει αυτή να γίνει μέσα από σκληρή οικονομική λογική μα και φαντασία. Αλλιώς θα κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας στις ετήσιες παράτες, μέχρι να ξαναπέσουμε απ’ τα σύννεφα, πράγμα καθόλου απίθανο στους παράξενους καιρούς που ζούμε…