Πολιτικη & Οικονομια

Ο ελβετικός σουγιάς της δημοσιογραφίας

Όχι, δεν είναι οι Μαυρίκος, Μουσσάς και Φράγκου, αυτοί που άνοιξαν το δρόμο. Έχουν φροντίσει άλλοι πριν από αυτούς.

A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 559
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην περιοχή της Βάρης, εκεί κάτω στα νότια προάστια, δεν υπάρχουν μόνο τα γνωστά Βλάχικα με τα κοψίδια και την αιθαλομίχλη της τσικνοπέμπτης. Παραμέσα, στους καταπράσινους λόφους και στους φιδοειδείς στενούς δρόμους, εκεί όπου παλιά βοσκοτόπια εξελίχθηκαν σε τριώροφες μεζονέτες με πισίνες και υπόγεια play rooms, υπάρχει μια μικρή αποικία. Από αυτές που σου δημιουργούν υπαρξιακές αναζητήσεις, αν τύχει και περάσεις ανάμεσά τους οδηγώντας αυτοκίνητο αξίας μικρότερης των 60.000 ευρώ. Αν, μάλιστα, τύχει και πέσεις πάνω σε οικιακή βοηθό με το γνωστό γαλαζωπό φόρεμα και το λευκό γιακαδάκι που έχει βγάλει τα σκουπίδια έξω ή το σκύλο βόλτα, τα ερωτήματα αρχίζουν και μεταλλάσσονται σε κάτι απροσδιόριστο. Κάπου εκεί ανάμεσα ένα ψηλό σπίτι σε μια ροζ απόχρωση, χαμένο στη μέση ενός τεράστιου οικοπέδου, κεντρίζει την περιέργεια. Σαν να βάφτηκε έτσι μόνο και μόνο για να τραβάει τα βλέμματα. «Ποιος μένει σε αυτό;» είχα ρωτήσει πριν από καιρό. 

«Συνάδελφός σου ήταν, τώρα είναι εκδότης, βγάζει εφημερίδες. Μαυρίκος, τον ξέρεις;» Για κάτι τέτοιες στιγμές πρέπει να έχει εφευρεθεί εκείνος ο συνδυασμός αμηχανίας και ηλίθιου βλέμματος. 
Και θυμάσαι ότι, ναι, τον ξέρεις αυτό τον άνθρωπο που έχει βγάλει κάτι ξοφλημένες εφημερίδες με ιστορικούς τίτλους, τύπου «Μεσημβρινή», «24 Ώρες», «Ακρόπολη», «Επικαιρότητα». Όπως λεγόταν χρόνια τώρα στην αγορά των media, ο συγκεκριμένος είχε κάποιους ανθρώπους στην Επιτροπή Σημάτων στο Υπουργείο Εμπορίου και ήξερε κάθε πότε έληγε η ιδιοκτησία ενός σήματος. Αν ήταν στην γκάμα των ενδιαφερόντων του φρόντιζε και μάθαινε αν ο ιδιοκτήτης του σήματος ανανέωνε την ιδιοκτησία μετά τη λήξη. Αν όχι, έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει και κατοχύρωνε τον τίτλο στην επιχείρησή του. Όχι ό,τι κι ό,τι επιχείρηση. «Μαυρίκος Ελληνικός Τύπος Α.Ε». Και το θέμα δεν ήταν εκεί, ήταν το ερώτημα που, μάλλον αυτές τις μέρες, βρήκε την απάντησή του: «Όλες μαζί οι εφημερίδες που έχει πουλάνε δεν πουλάνε 1.200 φύλλα σε όλη την Ελλάδα. Πώς έχει μεγαλοπιαστεί έτσι;». Να λοιπόν, που ο ίδιος μαζί με τους δημοσιογράφους Τάκη Μουσσά και Χρήστο Φράγκου, φέρονται να πρωταγωνιστούν, τώρα, στη μεγαλύτερη δικογραφία που έχει φτιαχτεί ποτέ υπό τον γενικότερο τίτλο «Εκβιασμοί για κρατική διαφήμιση σε λαθρόβια έντυπα και sites που επισκέπτεσαι μόνο κατά λάθος...». Και φυσικά, το περασμένο Σαββατοκύριακο των αποκαλύψεων, αν ακούσατε έναν τρομερό θόρυβο να βγαίνει από την οδό Ακαδημίας, κοντά στο Σύνταγμα, και το ωστικό κύμα να απλώνεται σε όλη την Αθήνα, ήταν η ΕΣΗΕΑ που έπεφτε από τα σύννεφα… 
«Η δημοσιογραφία έχει πολλούς, χιλιάδες κανόνες και νόμους. Ένας από αυτούς είναι ο νόμος της αλογόμυγας. Πρέπει να τον μάθεις καλά. Θα σε βοηθάει παντού. Λέει ότι η αλογόμυγα είναι σαν ένα είδος δημοσιογράφων που πάντα υπάρχουν, θα υπάρχουν και θα τους βρίσκεις παντού. Αρκεί να ξέρεις το μυστικό για να τους ξεχωρίζεις. Αρκεί να θυμάσαι πως ό,τι και αν κάνει, όπου και αν πάει μια αλογόμυγα το αγαπημένο της μέρος θα είναι πάντα τα σκατά...». Οι συμβουλές ανήκουν σε έναν παλιό δάσκαλο του επαγγέλματος, από αυτούς που δίδασκαν νέους δημοσιογράφους έχοντας το ύφος του ευγενικού προφήτη, στα μάτια του έγραφε το γνωστό «αυτά που σου λέω θα τα βρεις μπροστά σου». Και πράγματι, μόλις αρχίσαμε να πατάμε στα πόδια μας, αυτή η μυστηριώδης φυλή των δημοσιογράφων έκανε συνεχώς την εμφάνισή της αναλόγως, βεβαίως, των μέσων που είχε στη διάθεσή της. Μια δημοσιογραφία έλος με χιλιάδες κουνούπια να ψάχνουν για αίμα, με θύματα που είχαν τρεις επιλογές: Να υποκύψουν στους εκβιασμούς και να πληρώσουν είτε με χρήμα είτε με σκηνοθετημένες επιλογές που βόλευαν τους εκβιαστές. Να τους καταγγείλουν στη Δικαιοσύνη με όποιο κόστος και, φυσικά, όποια αναμονή. Και η τρίτη επιλογή, πιο λογική αλλά τελικά επικίνδυνη, να τους αγνοήσουν με μια κάποια προσχηματική υπεροψία. Κάτι που, υπό μία έννοια, οδήγησε στην ολοένα και αυξανόμενη μεταστατική δραστηριότητα του καρκινώματος…

Απειλές για αποκαλύψεις, εκβιασμοί, σπόντες και υπονοούμενα, η εμετική τεχνική του κουίζ τύπου: «Ποιος έπιασε στα πράσα τη γυναίκα του με υπουργό και τον σάπισε στο ξύλο;» και διάφορα άλλα. Βρόμικα, και απροκάλυπτα αδίστακτα δημοσιεύματα, ένα είδος μαφιόζικης δημοσιογραφίας. Στην απλή της εκδοχή θυμίζει τις γνωστές αθλητικές «παράγκες», στις πιο σύνθετες θυμίζει κανονικά συμμορίες ναρκέμπορων της Μπογκοτά. Με ιεραρχία, ρόλους, δομή, κατανομή καθηκόντων και στόχους. Μα πάνω από όλα με δοκιμασμένες μεθόδους. Και για άλλη μια φορά, να οι διάλογοι από τον κοριό της ΕΥΠ, να οι χειροπέδες, να οι αποκαλύψεις, να τα ροζ σχολιάκια, να οι κάμερες στην εισαγγελία, να τα ντοκουμέντα. Ο παράδεισος μιας δημοσιογραφίας που χρόνια τώρα έχει παραβεί πολλές βασικές αξίες καθώς γυρίζει και αυτή στον ίδιο κάδο πλυντηρίου μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία. Ο λαϊκισμός δεν είναι ύφος και στιλ. Είναι άποψη, είναι ιδεολογία. Αν δεν το έχουμε μάθει και τώρα με τα υπερεντατικά που έχουμε δεχθεί, ίσως και να μην το μάθουμε ποτέ. «Ο λαϊκισμός διαπνέεται από την πάγια λογική ότι από τη μια πλευρά του λόφου βρίσκεται ο καλός και σοφός λαός και από την άλλη μία κάστα διεφθαρμένων, μια ούτως ή άλλως βρώμικη ελίτ που έχει πάντα άδικο», είναι η αρχή του. Ένα πολύ καλό γήπεδο για να παίξει μπάλα όποια χυδαιότητα της οποίας η απειλή δημοσιοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε μια καλή τραπεζική κατάθεση. 
Μια μικρή ιστορία, κάπου στα μέσα της περασμένη δεκαετίας, όταν το φαινόμενο της δημοσιογραφικής λαμογιάς έφευγε πια απο τα χέρια της έντυπης εκδοχής της και όδευε ολοταχώς προς το Δίκτυο. Το λεωφορείο της χαράς για όλους, φυσικά πρόσωπα, έντυπα ή sites, ήταν η κρατική διαφήμιση. Ο κήπος της Εδέμ. Αν υπό τις σημερινές συνθήκες ο μηνιαίος τζίρος της κρατικής διαφήμισης που πήγαινε στους τρεις για λαθρόβια έντυπα και αμφίβολης ύπαρξης sites, σύμφωνα με το κατηγορητήριο και τις αποδείξεις που έχουν κατασχεθεί, θα άγγιζε τις 550.000 ευρώ στην πρώτη φάση της πλήρους ανάπτυξής του, μπορεί να φανταστεί τι γινόταν προ κρίσης. 
Κρατικός οργανισμός, τότε, είχε προσφύγει σε εταιρεία προβολής και επικοινωνίας με πολλές πολιτικές διασυνδέσεις για να τον βοηθήσει και να του παρέχει ένα στέλεχος που θα ασχοληθεί με την προώθηση του έργου του οργανισμού στο εξωτερικό. Η εταιρεία παραχώρησε στον οργανισμό έναν εξωτερικό συνεργάτη της, επαγγελματία δημοσιογράφο, και ξεκίνησε η συνεργασία. Μέχρι που στον οργανισμό έφτασαν κάποια τιμολόγια από μεγάλα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού τα οποία ζητούσαν να πληρωθούν για τη δημοσίευση συνεντεύξεων στελεχών του οργανισμού. «Μα αυτά τα έχουμε πληρώσει στον…» αναφώνησαν. Το επόμενο βήμα ήταν να καταθέσουν μήνυση στο δημοσιογράφο. Την υπόθεση την πληροφορήθηκε, όμως, άλλος δημοσιογράφος ο οποίος τότε εργαζόταν σε μέσο που σήμερα δεν υπάρχει. Όταν ο δεύτερος δημοσιογράφος άρχισε να ψάχνει την ιστορία, η εταιρεία προβολής και επικοινωνίας που είχε παραχωρήσει τον πρώτο δημοσιογράφο στον οργανισμό, απευθυνόμενη στον δεύτερο, πρότεινε το εξής αμίμητο: «Κοιτάξτε, καταλαβαίνουμε ότι έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, αλλά το κόστος της δημοσιοποίησης για την εταιρεία μας θα είναι σαφώς μεγαλύτερο από το κόστος της μη δημοσιοποίησης. Τι λέτε, το συζητάμε;». Κάπως έτσι γίνονταν οι δουλειές…

Η ιστορία με τον εκδότη, τους δύο δημοσιογράφους και τη στενή συνεργάτιδα του γενικού διευθυντή της ΕΥΔΑΠ άρχισε να ξετυλίγεται για τις αρχές από το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου 2016, αφού η Αμαλία Κάτζου είχε καταγγείλει τη δράση του κυκλώματος και τις απειλές που δεχόταν και είχε αποδεχθεί τους όρους και τον τρόπο με τον οποία θα συνεργαζόταν με το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Ασφάλειας Αττικής. Μία από τις καθοριστικές συναντήσεις έγιναν στο Breeze, στη μαρίνα του Φλοίσβου με θέα τον Σαρωνικό και την πλωτή χλιδή. Από εκεί άρχισαν να καταγράφονται οι λεπτομέρειες και οι συνεννοήσεις. Οι κατηγορούμενοι φέρονται να πίεζαν, λοιπόν, για κρατική διαφήμιση με τρία ανταλλάγματα: Να φρόντιζαν για ευνοϊκά προς την κυβέρνηση σχόλια σε εφημερίδες και sites. Να φρόντιζαν να μη γράφονταν αρνητικά πράγματα για την κυβέρνηση και στελέχη της όπως ο υπουργός Επικρατείας Ν. Παππάς (κατέθεσε μήνυση). Και να φρόντιζαν ότι στην περίπτωση που γράφονταν αρνητικά σχόλια είτε να «κατέβαιναν» από το ίντερνετ είτε να αντικρούονταν καταλυτικά. Όλα αυτά μέσα από sites που είτε τους ανήκαν είτε έλεγχαν απολύτως διά της μεθόδου του «μερτικού». Αυτή, λοιπόν, θα ήταν η υπηρεσία τους. Την είχαν βαφτίσει, μάλιστα, και ως «ελβετικό σουγιά». Πολλά εργαλεία για κάθε ανάγκη, έναντι κρατικής διαφήμισης.

Πώς είχε κινηθεί, όμως, στη δημοσιογραφική και εκδοτική πιάτσα ο Παναγιώτης Μαυρίκος: Η πρώτη εφημερίδα, από τους ξεχασμένους τίτλους, που είχε επιλέξει να επανεκδώσει, ήταν η «Μεσημβρινή». Η προσπάθειά του αυτή, όμως, σκόνταψε στις κινήσεις της οικογένειας Βαρδινογιάννη που αμέσως μετά την έκδοση του τίτλου κινήθηκε δικαστικά και τη διέκοψε. Μετά την τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου ο κ. Μαυρίκος αναγκάστηκε να αναστείλει την έκδοση της «Μεσημβρινής». Πριν από τη συγκεκριμένη εξέλιξη είχε φροντίσει τον Νοέμβριο του 2008 να προχωρήσει στην έκδοση της «Ακρόπολις». Στις 8 Απριλίου του 2007 εξέδωσε την πρωινή εφημερίδα «Επικαιρότητα» και στις 15 Μαΐου έβγαλε τις «24 Ώρες». Οι απορίες είχαν ήδη αρχίσει να διατυπώνονται. Πώς τα είχε καταφέρει έτσι ένας ρεπόρτερ που η μόνη του εμπειρία είχε εξαντληθεί στο «Τηλεάστυ»;

Ο «ελβετικός σουγιάς», όμως, εκτός από πολυεργαλείο, μπορεί και να βγάζει μάτι. Από μακριά. Η μέθοδος αυτή, όσο και να έχει γίνει αποδεκτή από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης που του αρέσει αυτού του είδους η δημοσιογραφία, έχει πολύ συγκεκριμένες τακτικές. Μια μπηχτή, μια υποψία, ένα μεμονωμένο ερώτημα ή μια ακολουθία από τέτοια, μια νύξη για τις προσωπικές, φιλικές, σεξουαλικές επιλογές όποιου και αν έχει μπει στο στόχαστρο, μια μαγκιά. Αλλά είναι νόμος: όταν ένα ρεπορτάζ ή μια ημιτελής πληροφορία έρχεται από κάποιο «πληρωμένο πιστόλι», όπως λέγονται τα άξια αυτά στελέχη της… δημοσιογραφίας, η υπόνοια ότι πρόκειται για «βρομοδουλειά», μπήγεται σαν σκλήθρα από ξεφτισμένο μαδέρι στο δέρμα κάθε επαγγελματία δημοσιογράφου αλλά και κάθε υποψιασμένου πολίτη. Απαραίτητη προϋπόθεση να μην έχει διαπαιδαγωγηθεί δημοσιογραφικά από πρωινές ραδιοφωνικές κραυγές ή μεταμεσονύχτιες τηλεοπτικές κιτρινίλες και τσαμπουκαλίδικα γκαρίσματα. Βέβαια, είπαμε και παραπάνω ότι η ανοχή απέναντι σε αυτά και η υπεροψία με την οποία αντιμετωπίστηκε η νταβατζοποίηση ενός κομματιού της ελληνικής παραδημοσιογραφίας οδήγησε στη διόγκωσή της.

Αν πάμε μια βόλτα στο παρελθόν θα δούμε ότι η υπόθεση του κυκλώματος της παραδημοσιογραφίας που μας απασχολεί, μπορεί να είναι απλώς μια παραλλαγή κάποιων άλλων. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πρόκειται για κονδύλια κρατικής διαφήμισης, είναι κατηγορηματικό: Όχι, δεν είναι οι Μαυρίκος, Μουσσάς και Φράγκου, αυτοί που άνοιξαν το δρόμο. Έχουν φροντίσει άλλοι πριν από αυτούς.

Μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις των τελευταίων ετών είναι αυτή του εκδότη της ακροδεξιάς εφημερίδας «Ελεύθερη Ώρα» Γρηγόρη Μιχαλόπουλου που πέθανε τον Φεβρουάριο του 2013. Είχε κατηγορηθεί και καταδικασθεί το 2005 σε φυλάκιση 18 ετών χωρίς αναστολή για απόπειρα εκβιασμού εις βάρος του επιχειρηματία Θεόδωρου Αγγελόπουλου και για εκβίαση κατ’ εξακολούθηση εις βάρος του επιχειρηματία Γιάννη Λάτση. Είχε κριθεί, επίσης, ένοχος για το αδίκημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, ενώ απαλλάχθηκε για αντίστοιχες καταγγελίες που αφορούσαν στο δήμαρχο Βουλιαγμένης, Γρηγόρη Κασιδόκωστα, τον επιχειρηματία Αργύρη Σαλιαρέλη και το μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο.

Σε δεύτερο βαθμό η ποινή του είχε μειωθεί σε εννέα χρόνια χωρίς αναστολή, ενώ έπειτα από αλλεπάλληλες αιτήσεις αποφυλάκισης, επικαλούμενος χρόνια καρδιακά προβλήματα υγείας, αποφυλακίστηκε καταβάλλοντας χρηματική εγγύηση 60.000 ευρώ.

Ποια ήταν η δράση του εκδότη και προσωπικού φίλου όλου του χουντικού καθεστώτος και κυρίως του Στυλιανού Παττακού: Πλησίαζε διαφόρους, κυρίως επιχειρηματίες υψηλού προφίλ και τους έπειθε ότι μπορούσε να μεσολαβήσει ώστε να βγουν από τη λίστα των στόχων της «17 Νοέμβρη». Η δίκη του είχε γίνει το 2005 και τότε η Μαριάννα Λάτση είχε καταθέσει: «Η εφημερίδα του Μιχαλόπουλου και τα βιβλία ήταν εργαλεία του για τους εκβιασμούς του».

Στη δίκη είχε κατατεθεί, μάλιστα, και ένα σημείωμα του επιχειρηματία Δημήτρη Αγγελόπουλου, στο οποίο αναφερόταν επί λέξει: «Ο κ. Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, δημοσιογράφος της “Ελεύθερης Ωρας”, με επεσκέφθη σήμερα 3.4.1985 και μου είπε εμπιστευτικά ότι η 17 Νοέμβρη με είχε ως προσεχές της θύμα και ότι αυτός, που τον οδήγησαν σε άγνωστο μέρος με κλειστά τα μάτια, επληροφορήθη ότι από τους οικονομικούς παράγοντες στον κατάλογο είναι ο Β. Βαρδινογιάννης και ο Δ. Αγγελόπουλος. Ότι αυτός επενέβη, ότι είναι συγγενής μου και διεγράφην απ’ τον κατάλογο των εκτελέσεων. Στις 8.4.1985 ο κ. Μιχαλόπουλος μου έφερε το σημείωμα περί διαγραφής από τον κατάλογο». Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1986, ο Δ. Αγγελόπουλος δολοφονήθηκε από τη «17 Νοέμβρη». Αυτή, βέβαια, είναι η παλιά γενιά.

Τον Φεβρουάριο του 2008 έκανε την εμφάνισή της η πολυπληθέστερη δεύτερη γενιά και αυτό που αξίζει να αναφερθεί δεν είναι τόσο τα ονόματα των εμπλεκομένων αλλά το ίδιο φαινόμενο το οποίο αποτέλεσε τη νέα, για την εποχή, πλατφόρμα παραεξουσίας και παραδημοσιογραφίας. Ήταν η χρυσή εποχή των newsblogs. Με ονομασίες που πάνω κάτω έμοιαζαν μεταξύ τους εμφανίζονταν με εξαιρετική ταχύτητα διάφορα blogs και άρχισαν να επιδίδονται σε διάφορα σχόλια τύπου «όλοι εναντίον όλων». Εντοπιζόταν το θύμα, έπεφτε η πρώτη πιστολιά και μετά αναλάμβανε η ανεξέλεγκτη διαδικτυακή αναπαραγωγή για τα υπόλοιπα.

Το καπάκι της χύτρας άνοιξε με τον πιο τραγικό τρόπο στις 19 Ιουλίου 2010 όταν, έξω από το σπίτι του στην Ηλιούπολη, δολοφονήθηκε ο δημοσιογράφος Σωκράτης Γκιόλιας, ανεπισήμως ιδιοκτήτης του troktiko.gr, σχέση την οποία ουδέποτε παραδέχθηκε. Ένας άνθρωπος που είχε δουλέψει πολλά χρόνια δίπλα στον Μ. Τριανταφυλλόπουλο, αρεσκόταν σε ένα περίεργο είδος δημοσιογραφίας το οποίο, μεταξύ άλλων, ειδικευόταν και στη μέθοδο της «προαναγγελίας - φάντασμα»: «Διαβάστε σε τρεις ημέρες τι θα αποκαλύψουμε για τον…». Την επόμενη ημέρα: «Διαβάστε σε δύο ημέρες...». Την επομένη: «Διαβάστε αύριο…». Και την επομένη δεν υπήρχε η οποιαδήποτε αναφορά στις προηγούμενες αναγγελίες δίχως εξήγηση… Την ευθύνη, πάντως, της δολοφονίας Γκιόλια είχε αναλάβει η οργάνωση «Σέχτα Επαναστατών». Παρά τις αθρόες συλλήψεις νέων ανθρώπων που κατηγορούνται για συμμετοχή στην τρομοκρατία αυτής της γενιάς, τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια ουδείς έχει κατηγορηθεί για συμμετοχή στη συγκεκριμένη οργάνωση. Αλλά ακόμα και τώρα, αρκετές είναι οι υποθέσεις που βρίσκονται ακόμα στα δικαστήρια, εμπλέκονται διάφοροι και με διάφορους τρόπους, μερικούς τους απολαμβάνουμε ακόμα και τώρα στα τηλεοπτικά παράθυρα, άλλοι παρουσιάζουν ακόμα και στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, άλλοι έχουν εκπομπές με την ανοησία να χτυπάει ταβάνι και διάφορες άλλες παρακμιακές ομορφιές σε ένα επάγγελμα που αναγκάζεται να απολογείται κάθε τρεις και λίγο.

Και για το τέλος αυτής της ιστορίας, μια άλλη, με πρωταγωνιστή μια παλιά καραβάνα που ακόμα και σήμερα τραγουδάει στα ερτζιανά, με ύφος ανάδελφο. Υπήρξε μια περίοδος που ειδικευόταν στην αλίευση νέων ταλέντων από ιδιωτικές σχολές δημοσιογραφίας. Κανένα πρόβλημα. Και δουλειές έβρισκε σε πιτσιρικάδες και τους φίλους του εκδότες εξυπηρετούσε αφού τότε εκδίδονταν έντυπα στην Ελλάδα με θαυμαστή συχνότητα. «Καλός άνθρωπος» λέγαμε τότε. Μέχρι που μάθαμε ότι στις συμβάσεις που υπέγραφαν οι πιτσιρικάδες, ναι τότε υπήρχαν και συμβάσεις, διατυπωνόταν με σαφήνεια: «Οι μισθοί του πρώτου έτους εργασίας θα καταβάλλονται στον κ. τάδε...». Στον καλό, αυτόν, άνθρωπο…