Πολιτικη & Οικονομια

Χρόνια πολλά στο δρόμο με τα μαγαζιά

Άννα Δαμιανίδη
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τόσο κόσμο στην Ερμού δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Και πιστέψτε με, ζω πολλά χρόνια σ’ αυτή την πόλη, και κάθε Χριστούγεννα περνάω την Ερμού ανελλιπώς.

Πυκνό ανθρώπινο ποτάμι κατέβαινε χτες την επίσημη οδό του εμπορίου. Έτσι και ήθελες να την ανέβεις, δεινοπαθούσες. Το ρεύμα δεν σε άφηνε να προχωρήσεις. Ολόκληρο το κέντρο ήταν πλημμυρισμένο κόσμο, έβλεπες οικογένειες ολόκληρες με μωρά σε καρότσια να έχουν βγει βόλτα.

Πόσο καιρό είχα να δω καροτσάκια στην Αθήνα; Από την προηγούμενη γενιά μωρών νομίζω. Μετά από τόσους μήνες νέκρα και μιζέρια ήταν σα να μπορούσες να διακρίνεις σ’ αυτή την κοσμοσυρροή την καταπιεσμένη επιθυμία των ανθρώπων για γιορτή και κατανάλωση, για απόλαυση και βόλτα. Την έπιανες στον αέρα κανονικά. Μπορεί να μην έκαναν ψώνια, να μη σώσουν τα μαγαζιά που περιμένουν αυτές τις μέρες να ορθοποδήσουν, ωστόσο ήταν εκεί, και χάζευαν, κι έψαχναν, και ξεχνιόνταν, κι ίσως θυμόνταν μέρες της παιδικής ηλικίας τους, όπως θυμάμαι εγώ κάθε Χριστούγεννα που βγαίνω βόλτα στην Αθήνα.

Ίσως μερικοί απ’ αυτούς να είπαν στα παιδιά τους μια καλή κουβέντα για την πόλη τους, όπως έλεγε σε μένα ο πατέρας μου, όπως είπα στα παιδιά μου, κι ακόμα δεν ξέρω αν έκανα καλά. «Η Αθήνα», έλεγε με πεποίθηση ο πατέρας μου, «έχει τα πάντα. Αρκεί να τα ψάχνεις βέβαια, να ρωτάς και να μαθαίνεις. Θέλεις να σου δείξω πού θα βρίσκεις τα καλύτερα σουβλάκια; Πού θα βρίσκεις το καλύτερο ψωμί, τα καλύτερα κρέατα, τις φτηνότερες κολόνιες;».

Με πήγαινε κάθε Χριστούγεννα βόλτα στην Αθήνα, μου παρέδιδε την πόλη επισήμως με όλα τα κλειδιά της. Περπατούσαμε όλη την Αιόλου, έρχονταν τότε μικροπωλητές κι έστηναν πάγκους, περνούσαμε ανάμεσα τους, σε μια φωτισμένη πανδαισία φτηνών παιχνιδιών που φάνταζαν στα μάτια μου σαν την ίδια τη σπηλιά του Άη Βασίλη. Ζεσταινόταν η καρδιά του ανθρώπου, έλιωνε η καρδιά του παιδιού. Η υπόσχεση για την πόλη που κάποτε θα μπορούσα να περιδιαβαίνω ελεύθερα, να βρίσκω κι εγώ τους θησαυρούς της, ανανεωνόταν κάθε χρόνο.

Ανέβηκα με κόπο την Ερμού χτες, κόντρα στο ρεύμα, στο πλήθος που κατέβαινε πυκνό κι ένιωθα σαν τελάλης των μαγαζιών και των λοιπών θαυμάτων της, πωλητών σαλεπιού, ινδικής καρύδας, ακροβατών, θεατρίνων δρόμου, μουσικών, μαριονετών κ.λπ. Τα έχει όλα εδώ, μου ερχόταν να φωνάξω. Καλά κάνατε και βγήκατε, υπάρχουν τα πάντα, ό,τι χρειάζεται ο καθένας και κάτι ακόμα, ό,τι μπορεί να αποκτήσει κι ό,τι απλώς επιθυμεί και κάτι ακόμα. Κι οι επιθυμίες πρέπει να καλλιεργούνται ακόμα κι αν δεν ικανοποιούνται.

H πόλη τις χρειάζεται, όπως μας χρειάζεται κι εμάς, και τη χρειαζόμαστε κι εμείς. Αυτή είναι, αυτήν έχουμε, κακή στραβή, βρωμερή ή μίζερη, στα χέρια και στα μάτια και στις αποφάσεις μας κρέμεται, να γλιτώσει ή να χειροτερέψει. Όπου αλλού και να πάμε δεν έχουμε άλλη. Είναι όπως τη φτιάξαμε κι όπως τη χαλάσαμε, κι αν φύγουμε μακριά και ζήσουμε αλλού, πάλι αυτή θα είναι η Αθήνα. Δεν θα μας ακολουθεί, αλλά σίγουρα θα μας περιμένει.