- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η σοσιαλδημοκρατία είχε μια ευκαιρία να ανακάμψει με την κίνηση των «58». Έκτοτε αγνοείται η τύχη της. Τότε, όλοι αυτοί που σήμερα ανησυχούν, σφύριζαν αδιάφορα. Η Φώφη ήθελε να ανασυστήσει το παλιό καλό ΠΑΣΟΚ, ο Φώτης και η παρέα του κοιτούσαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Σπύρος δεν μπορούσε να προδώσει το φίλο του τον Φώτη και ο Σταύρος ετοίμαζε το δικό του προσωπικό project. Ήταν τότε που διάφοροι φίλοι ήλπιζαν στη διάσωση της ΔΗΜΑΡ και άλλοι πίστευαν ότι το ΠΑΣΟΚ έχει ακόμα δρόμο. Όταν τέλειωσαν οι «58» κάποιοι, όπως εγώ, είδαν το μέλλον στο ΠΟΤΑΜΙ. Όταν τέλειωσαν οι αυταπάτες οι ηγέτες αποφάσισαν να κινηθούν για κάτι συλλογικό. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν πείθουν. Γιατί η απαξίωση των «58» είχε πολλές αιτίες. Μια όμως ήταν η πρωτεύουσα. Ήταν πολύ φιλελεύθεροι και ορθολογιστές για τα γούστα της αμετανόητης κρατικιστικής κεντροαριστεράς.
Oι εκπρόσωποι της κεντροαριστεράς είναι αναξιόπιστοι όχι τόσο λόγω της προσωπικής τους ιστορίας, αλλά για το σημερινό πολιτικό προφίλ τους. Ο μεγάλος Ισορόκου Γιαμαμότο μιλούσε γιαπωνέζικα, γλώσσα ακατανόητη για τους Έλληνες. Στην κεντροαριστερά εδώ και χρόνια ομιλούν μια ανάλογη ακατανόητη γλώσσα που πήρε το όνομά της από τον Γιαπωνέζο ναύαρχο, τη γλώσσα «γιαμαμότο». Που σημαίνει ότι μπορείς να μιλάς με τις ώρες αλλά κανείς να μη σε καταλαβαίνει. Πρώτος διδάξας ο Φώτης Κουβέλης αλλά άφησε πίσω του άξιους μαθητές. Οι ηγέτες της κεντροαριστεράς δεν θέλουν να πουν ούτε τι σκέφτονται, ούτε τι θέλουν να κάνουν. Θέλουν όμως να είναι μέσα στο παιχνίδι. Όταν αισθάνθηκαν ότι κινδυνεύουν από τον Κυριάκο κινητοποιήθηκαν. Αλλά δεν ξέχασαν τη μητρική τους γλώσσα.
Και όμως ο χώρος του «ριζοσπαστικού κέντρου» έχει ανάγκη ενιαίας πολιτικής έκφρασης. Όχι βέβαια για να αποκτήσουν στρατό οι επιτελείς του. Αλλά για δύο άλλους, σοβαρούς λόγους. Ο πρώτος είναι οι πολιτικές επεξεργασίες που πρέπει να κάνει και οι προτάσεις που οφείλει να διατυπώσει ώστε να εμπλουτίσει το δημόσιο διάλογο στην εποχή ξηρασίας που διανύουμε. Ο δεύτερος, να αποτελέσει σχήμα υποδοχής των μαζών που αποστασιοποιούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα φτάσουν ποτέ στη ΝΔ όσο φιλελεύθερη και αν εμφανιστεί στο μέλλον. Αν οι δυνάμεις του πολιτικού ορθολογισμού έχουν στόχο να απαλλάξουν τη χώρα από το άγος της σημερινής κυβερνητικής συμμαχίας και να ανοίξουν μια πόρτα προς την έξοδο από την κρίση δεν μπορούν να εναποθέσουν όλες τους τις ελπίδες στη ΝΔ. Σε μια χώρα με μεγάλο απόθεμα κομμουνιστολαγνείας και αριστερισμού από τη μια και δεξιού ή ακροδεξιού λαϊκισμού από την άλλη, το κέντρο μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη ωφέλιμων πολιτικών εξελίξεων. Αρκεί να έχει μεταρρυθμιστικό και φιλελεύθερο πολιτικό λόγο, σχέδιο και μελέτη εφαρμογής. Χωρίς πονηρά «προοδευτικά πρόσημα». Και διάθεση να τα βρει με τη φιλελεύθερη δεξιά.
Οι πολιτικές δυνάμεις που συνωστίζονται γύρω από το κέντρο έχουν κυρίως αριστερή προέλευση και δυστυχώς αριστερό DNA. Ο κρατισμός είναι το μόνο πολιτικό σύστημα που γνωρίζουν και υπηρέτησαν εδώ και χρόνια είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση. Αγωνίστηκαν για να διαμορφώσουν μια περίκλειστη κοινωνία με νομοθετικές αγκυλώσεις, κλειστή οικονομία, πλέγματα συμφερόντων, πελατειακή δημόσια διοίκηση, προσχηματική εκπαίδευση. Ένα «αριστερό» κράτος σε καπιταλιστικό οικονομικό περιβάλλον. Η κοσμοθεωρία τους παρήγαγε ιδεολογία που έγινε κυρίαρχη στο εκλογικό σώμα και καθόριζε πάντοτε τις κρίσιμες μετακινήσεις. Η Ελλάδα δεν είχε όραμα ως μέλος της ενωμένης Ευρώπης και του σύγχρονου κόσμου, αλλά έγνοια μόνο για εφήμερα οφέλη. Η σημερινή τραγωδία που ζούμε έχει τις ρίζες της σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο αλλά κυρίως στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Ο μακροχρόνιος εθισμός της κοινωνίας στον δεσποτικό κρατισμό και την επίπλαστη ευημερία σε συνδυασμό με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο την εξέθεσε άοπλη στον εθνολαϊκισμό της «εναλλακτικής Αριστεράς». Μοιραίο ήταν να υποκύψει.
Τώρα πληρώνει τις συνέπειες, αλλά δεν παύει να ελπίζει ότι γίνεται κι αλλιώς. Όλα αυτά είναι πράγματα που έχουν εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο και δεν ξεριζώνονται εύκολα, ακόμα και αν η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Με τέτοια πολιτική παρακαταθήκη, το κέντρο δεν είναι καθόλου εύκολο να προβάλει ως εναλλακτική λύση, ως ριζοσπαστικός πυλώνας. Ειδικά όταν τα πρόσωπα που θέλουν να ελέγξουν τις εξελίξεις προέρχονται από τα σπλάχνα του, φαίνονται κουρασμένα και δεν διεγείρουν το σκεπτόμενο κοινό. Πρέπει να πουν και κάτι ριζοσπαστικό σε γλώσσα απλή, κατανοητή και εξόχως πολιτική και όχι «γιαμαμότο». Μάλλον αδυνατούν, το καθένα για διαφορετικούς λόγους. Η χώρα έχει ανοιχτά ζητήματα με τους δανειστές, κοινωνικές ομάδες βρίσκονται στους δρόμους κατά του ασφαλιστικού και του φορολογικού, οι μεταρρυθμίσεις βαλτώνουν και το κράτος μακάριο συνεχίζει να είναι μεγάλο, σπάταλο και αναποτελεσματικό. Οι δυνάμεις του κέντρου όμως σιωπούν. Ή στη χειρότερη περίπτωση χαϊδεύουν ακόμα αυτιά, χωρίς να λένε την αλήθεια.
Χωρίς να κάνουν αυτοκριτική για τα προηγούμενα έργα και ημέρες τους. Συνεχίζουν να χρησιμοποιούν προσβλητικά τον όρο «νεοφιλελευθερισμός» για στοιχειώδεις αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος και να στρέφουν τα βέλη τους κατά των δανειστών, σε κάθε ευκαιρία. Και, κυρίως, αποφεύγουν να διατυπώσουν προτάσεις - αιχμές για τα μεγάλα επίδικα.
Οι δυνάμεις του κέντρου βρίσκονται σε δίλημμα. Να περιμένουν να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ και να εισπράξουν από την πτώση του ή να τον στηρίξουν με το αζημίωτο; Αναγνωρίζουν τη ριζωμένη πελατειακή νοοτροπία της κοινωνίας και προσπαθούν να την παρακάμψουν, όχι να συγκρουστούν μαζί της. Ρητά ή υπόρρητα συναινούν. Όχι σε μια λογική εξαπάτησης της κοινής γνώμης, αλλά πίστης στη διατήρηση του υπάρχοντος. Με άλλους όρους, που επιβάλλουν η οικονομική κατάσταση και τα μνημόνια, αλλά πάντοτε στα πλαίσια του κρατισμού στον οποίο δεν έπαψαν να πιστεύουν. Αυτό είναι και το πολιτικό δράμα του χώρου. Η πρόσδεση στο μεταπολιτευτικό όραμα της αριστερής αντιπαραγωγικής Ελλάδας, ουραγού σε κάθε κατάταξη καινοτομίας και ελευθερίας, αλλά χρήσιμη σε ομάδες συμφερόντων, κάστες και κόμματα. Η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ, η κατάληξη της ανανεωτικής Αριστεράς, η αποτυχία των εγχειρημάτων της ΔΗΜΑΡ και του ΠΟΤΑΜΙΟΥ δεν φαίνεται να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τους πολιτικούς του κέντρου. Χρησιμοποιούν ακόμα τη δική τους ξύλινη γλώσσα σε διάλεκτο «γιαμαμότο», καταφεύγουν σε αοριστολογίες και ευχολόγια, σημειώνουν με περισσή σοβαροφάνεια την «κρίσιμη καμπή» και το «μεταίχμιο» στα οποία βρισκόμαστε προβάλλουν την αναγκαιότητα συσπείρωσης, αλλά μένουν εκεί.
Κατανοώ το αδιέξοδό τους αλλά δεν συμμερίζομαι τη στάση τους. Δεν θέλει πολύ μυαλό για να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Προσπάθησε και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά απέτυχε. Η αριστερή ουτοπία μιας χώρας που ζει πάνω από τις δυνάμεις της έχει καταρρεύσει. Αν ακόμα διασώζεται είναι γιατί μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν μπορεί να πιστέψει ότι την εξαπάτησαν. Η κεντροαριστερά θα πρέπει να αποφασίσει σε ποιους απευθύνεται. Αν επιλέξει να απευθυνθεί σε σκεπτόμενο και ενημερωμένο ακροατήριο, στους εργαζόμενους τους ιδιωτικού τομέα, στους επιχειρηματίες, στους φιλότιμους δημόσιους υπάλληλους, στην προκομμένη νεολαία, στην παραγωγική Ελλάδα, θα πρέπει να τους πει την αλήθεια χωρίς υποσημειώσεις. Την αλήθεια που ξέρει, έστω και αν είναι σκληρή και φέρει πολιτικό κόστος. Και να είναι σίγουρη ότι θα βρει ανταπόκριση. Αλλιώς θα πρέπει να επιλέξει ένα προφίλ προεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι αναζητά τρόπους να τον προσεγγίσει. Αν το κάνει θα καταποντιστεί μαζί του. Το μέλλον έφτασε και δεν έχει ανάγκη μια τέτοια κεντροαριστερά.
Από εδώ και μετά θα τρέχουμε τις ώρες της αλήθειας. Ο ναύαρχος Ισορόκου Γιαμαμότο είχε πει: «Τους πρώτους 6 ως 12 μήνες θα προελαύνω και θα κερδίζω τη μία νίκη μετά την άλλη. Δεν έχω όμως καμία προσδοκία επιτυχίας για τον δεύτερο ή τον τρίτο χρόνο». Και δικαιώθηκε. Κάτι ανάλογο ισχύει και στα καθ’ ημάς. Εδώ και πέντε χρόνια παραμυθιαζόμαστε ότι μπορούμε να γυρίσουμε το παιχνίδι. Γιατί θέλουμε να καλύπτουν άλλοι τα δικά μας ελλείμματα. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Δεν φταίει η Ευρώπη, ούτε ο φιλελευθερισμός. Η απλή αριθμητική φταίει. Δεν φταίνε η Μέρκελ και ο Σόιμπλε. Ο Αρχιμήδης, ο Νεύτωνας και ο Γκάους φταίνε. Αν συνεχίσουμε να αγνοούμε τις 4 πράξεις μάς περιμένει η καταστροφή. Το δικό μας Μίντγουεϊ είναι εδώ.