Πολιτικη & Οικονομια

Ποτάμια και φράγματα

Να αντιληφθούμε την ανάγκη του σήμερα

Θανάσης Διαμαντόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 555
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η αστική (ως προς τη νοοτροπία, το αξιακό υπόστρωμα και το πολιτιστικό στίγμα), φιλοευρωπαϊκή και δυτικότροπη Ελλάδα ήταν παραζαλισμένη: από το φρικώδες θέμα ενός ασυγχρόνιστου με την πραγματικότητα, καλπάζοντος, ανερμάτιστου και ασυγκράτητου λαϊκισμού.

Ενός λαϊκισμού, τον οποίο εξέφραζε –μαζί με τους ιδεοληπτικούς και αγκυροβολημένους στο ιστορικό χθες συμμάχους του– ένα αυθάδες, ανώριμο, ανίδεο από την οικονομική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα, καταφανώς δε απαίδευτο αγόρι. Τρομοκρατημένη λοιπόν από την επελαύνουσα αυτή λαίλαπα, η συγκεκριμένη Ελλάδα αναζητούσε εναγώνια πολιτική έκφραση (αφού η διανοουμενίστικη κίνηση των 58 έπνεε πλέον τα λοίσθια, αυτοπυροβολημένη από την αβουλία, την ατολμία και, σε τελική ανάλυση, την ανεπάρκεια των πρωταγωνιστών της). Και τότε ήρθε αυτός. Για να συστηθεί στην κοινωνία –και– ως πολιτικός…

Ένα παιδί ευφυές, ταλαντούχο, με κοινό νου και ορθοφροσύνη, αναγνωρίσιμο χάρη στην επαγγελματική του διαδρομή, που θέλησε να αντιπαλέψει το τέρας. Χωρίς αίσθηση αυτάρκειας, αντίθετα με πλήρη και ομολογούμενη δημόσια παραδοχή των μορφωτικοπολιτισμικών του ορίων και ελλειμμάτων, είχε την τόλμη, θα έλεγα το «θράσος», να απευθυνθεί σε όσους Έλληνες δεν είχαν απεμπολήσει την προσδοκία να ζουν σε δυτική χώρα και να τους φωνάξει «εγώ».

Η κίνησή του δεν έμεινε χωρίς κοινωνική απήχηση, αφού, από την πρώτη στιγμή της παρέμβασής του στα κοινά, κατάφερε το επίθετό του να πάψει να παραπέμπει, αποκλειστικά, σε έναν συνεπώνυμό του χαρισματικό, καλλιτεχνικά καταξιωμένο αλλά, κατά τα άλλα, πολλαπλά αμφιλεγόμενο μουσικοσυνθέτη. Επιπρόσθετα, με την εμφάνισή του στο δημόσιο στίβο συντελέστηκε το πρώτο «θαύμα»: η συστράτευση στον αγώνα του ενός τμήματος –παράλληλα προς τη συμπάθεια περίπου του συνόλου– της ποιοτικής, καταξιωμένης, ανιδιοτελούς Ελλάδας, που μέχρι τότε αποστρεφόταν μετά βδελυγμίας ό,τι συνιστούσε την πραγματικότητα του εθνικού πολιτικού συστήματος.

Στα χρόνια που έκτοτε διέρρευσαν, το χειμαρρώδες πολιτικό κίνημα που ο πρώην δημοσιογράφος δημιούργησε τροφοδότησε τη δημόσια ζωή της χώρας με θεσμικές προτάσεις δυνάμει ανορθωτικές, συχνά τολμηρές, πάντα αντιδημαγωγικές και ουδέποτε «ωτοθωπευτικές» για τους βολεμένους, ειδικά τους κρατικοδίαιτους. Μέχρι που ήρθε η πραγματικότητα και (αν)έδειξε τα όρια του εγχειρήματος/«μπουτίκ» καθώς και του εμπνευστή/αρχηγού του.

Η Ελλάδα της κρίσης είναι μια χώρα που έφτασε να ψηφίζει, αθροιστικά κατ’ απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, κομματικά μορφώματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, η ΧΑ ή οι ΑΝΕΛ. Πολιτική στάση η οποία είχε ως συνέπεια την παράδοση της εξουσίας σε έναν εσμό που κατέστησε τον καιροσκοπισμό πολιτική στρατηγική, τον ετσιθελισμό κυβερνητικό πρόγραμμα, τον σαλτιμπαγκισμό ιδεολογική σημαία, τον τσαρλατανισμό λάβαρο, τον ανορθολογισμό πλοηγό και το στυγνό κομματισμό πυλωρό του κράτους. Ενώ, για μεγάλο διάστημα –πριν αρχίσει να καταγγέλλει τους ανθρακωρύχους για ταξική… ασυνειδησία–, έδειχνε διατεθειμένος να κάνει στη χώρα ό,τι, κατά τον Αϊνστάιν, δεν απετόλμησε ο Θεός με τον κόσμο: να την παίξει στα ζάρια…

Πάντων τούτων δοθέντων (και ακριβά πληρωθέντων από την κοινωνία), είναι λοιπόν δυνατόν κάποιος να μην αντιλαμβάνεται πως ο τόπος στο μέλλον χρειάζεται ένα φράγμα που να τον προφυλάσσει από τον ανορθολογισμό των λαϊκών παρορμήσεων και την επικινδυνότητα των πολιτικών παραλογισμών όσων κατά καιρούς αποφασίζουν να ιππεύσουν το άρμα της ανευθυνότητας; Και ότι το φράγμα αυτό μόνο ένα πολιτικό δίπολο κινούμενο εντός του μετώπου της λογικής μπορεί να εγγυηθεί και να προσφέρει; Με τον κεντροαριστερό πόλο αυτού του διπόλου να λειτουργεί –ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο πολιτικής κονιορτοποίησης στο μέλλον του σήμερα κυβερνώντος τσίρκου– τόσο ως υποδοχέας της φθοράς και της δυσαρέσκειας που θα δημιουργούν οι αυριανές κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς (ακόμη και της μετριοπαθούς, εκσυγχρονισμένης, εκσυγχρονιστικής και έμφρονος), όσο και ως παραγωγός έρματος, κεντρομολισμού και κατευνασμού του πολιτικού συστήματος; Το τελευταίο, πρωτίστως σε συνθήκες που θα μπορούσαν, ξανά στο μέλλον, να ευνοήσουν την εκτροπή προς τον εξτρεμισμό, τον εθνοκεντρικό στρουθοκαμηλισμό ή τον διεθνοπολιτικό –άρα και οικονομικό– παραλογισμό;

Συμπερασματικά: Η Φώφη Γεννηματά προφανώς και δεν λάμπει ούτε με την ευφυΐα της ούτε με την παιδεία της. Προφανώς, δε, και δεν αποκλείεται η πρότασή της για εκ του μηδενός ανασύσταση του χώρου της κεντροαριστεράς να παρωθείται από κίνητρα πολιτικά ιδιοτελή.

Ωστόσο είναι αδύνατον κάποιος πολιτικά έμφρων να μην αντιλαμβάνεται την ανάγκη ανασυγκρότησης αυτού του χώρου ως κομματικής οντότητας σαφώς διαφοροποιούμενης από την κεντροδεξιά, έτοιμης όμως να συνεπωμισθεί μαζί της την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας σε συνθήκες έκτακτης κρίσης.

Φοβάμαι λοιπόν πως όποιος –λόγω διάθεσης καθολικής απόρριψης του χθες– δεν αντιληφθεί αυτή την ανάγκη του σήμερα, αύριο θα θυμίζει ποταμό, που αντί να αρδεύει και να καθιστά εύφορα τα εθνικά χωράφια, θα χύνεται στον ωκεανό της ιστορικής ανυποληψίας και ανεπάρκειας…