Πολιτικη & Οικονομια

Ο ασυνεπής δημοκρατικός «λαϊκισμός»

Κάτι τέτοιο έχει ανάγκη και η Ελλάδα

Γιώργος Σιακαντάρης
ΤΕΥΧΟΣ 555
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν νομίζω πως υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα της οποίας ο δημόσιος διάλογος να κυριαρχείται από μια τόσο μεγάλη αμφισημία των χρησιμοποιούμενων εννοιών. Θα αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα.

Πρώτο παράδειγμα, ο πολύπαθος νεοφιλελευθερισμός. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώνει τόσο ετερόκλητα πράγματα, που σε τελική ανάλυση οδηγούμαστε σ’ ένα «πέπλο άγνοιας» για την πραγματική σημασία του. Νεοφιλελευθερισμός, ισχυρίζονται κάποιοι, είναι ό,τι υποστηρίζει την ελεύθερη, έστω και ανεξέλεγκτη, αγορά. Δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία, στο όνομα της οποίας καταδικάζεται ο νεοφιλελευθερισμός, τάσσεται υπέρ της κλειστής αγοράς; Ο νεοφιλελευθερισμός είναι εκείνη η θεώρηση των πραγμάτων σύμφωνα με την οποία μόνο οι αρετές της ατομικής ευθύνης, επιλογής και αξιοσύνης, όπως αυτές μπορούν να αναδειχτούν στο πλαίσιο των ελεύθερων αγορών, καθορίζουν το τι είναι κοινωνικά δίκαιο.

Για όσους για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν εκπληρώνουν αυτές τις «αρετές», υπάρχει το νεοφιλελεύθερο «δίχτυ ασφαλείας», μετά βεβαίως την εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης. Φυσικά η σοσιαλδημοκρατία διαφωνεί με την απολυτοποίηση της έννοιας της ατομικής ευθύνης, αλλά σε καμία περίπτωση δε την χωρίζει άβυσσος με αυτήν. Οι αρχές της ατομικής αξιοσύνης αποτελούν μια από τις ιδεολογικές συνιστώσες της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά όχι βεβαίως την κεντρική της. Η κεντρική της είναι το αίτημα για μείωση των ανισοτήτων. Μείωση ανισοτήτων που καθόλου δεν περιέχεται στην προγραμματική φαρέτρα του νεοφιλελευθερισμού.

Ουσιαστικά πίσω από την ελληνική καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού κρύβεται ο φόβος απέναντι στο δυτικό εκσυγχρονισμό, ο φόβος μπροστά από την ελευθερία ή αλλιώς από την Ευρώπη. Τα πράγματα θα ήταν φυσιολογικά, αν αυτό το φόβο τον εξέφραζαν μόνο οι «καμμένοι» της πολιτικής ζωής. Γίνονται όμως πολύ χειρότερα, όταν τον εκφράζουν και κάποιοι που, αν και επικαλούνται τη σοσιαλδημοκρατία, ουσιαστικά τη φοβούνται.

Παρόμοιες όμως απολυτότητες αφορούν και τη χρήση του όρου εθνολαϊκισμός. Εδώ βρίσκεται το δεύτερο παράδειγμα της αμφισημίας των όρων που χρησιμοποιούνται στο δημόσιο διάλογο. Τα χρόνια της κρίσης η δημοσιολογική και κοινωνιολογική ανάλυση κινείται στον αστερισμό της κυριαρχίας του εθνολαϊκισμού, ωσάν αυτός να είναι το μοναδικό κλειδί για το «διάβασμα» των αιτιών της υπαρκτής ελληνικής «εξαίρεσης».

Ο όρος εθνολαϊκισμός αποδίδει πιστά την ατμόσφαιρα εντός της οποίας αναπαράγεται η ελληνική «εξαίρεση» και καχεξία, την ίδια στιγμή όμως δεν είναι σε θέση, από μόνος του, να αποδώσει τις βαθύτερες διεργασίες που διαμορφώνονται πάνω στη λεπτή γραμμή στην οποία ακροβατεί η ελληνική κοινωνία.

Εδώ παρεισφρέουν οι υπεραπλουστεύσεις ενός ελιτίστικου και συνάμα λαϊκίστικου «αντιλαϊκισμού». Η από καθέδρας ελιτίστικη απόρριψη του λαϊκισμού στερεί την πολιτική ζωή από το πραγματικό της περιεχόμενο, που είναι οι ταξικοί συσχετισμοί. Ο λαϊκισμός θέτει, με στρεβλό τρόπο, δύο σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, τι γίνεται με τη λαϊκή κυριαρχία και, δεύτερον, πώς επηρεάζουν οι κοινωνικές ανισότητες τη λειτουργία των δημοκρατιών. Ο ελιτίστικος αντιλαϊκισμός δεν συνειδητοποιεί ότι υπάρχει πρόβλημα όσον αφορά αυτές τις δυο παραμέτρους. Μετατρέπει με αυτό τον τρόπο τη δημοκρατία σ’ ένα σώμα (θεσμοί) χωρίς ψυχή (ταξικές διαφορές και ιδεολογικές αναφορές).

Η ενσωμάτωση από τον ΣΥΡΙΖΑ του αφηγήματος της παραμονής στο ευρώ, ενσωμάτωση που καλώς έγινε και κακώς άργησε να γίνει, δημιουργεί ένα πολιτικό κενό. Αν αυτό δεν πληρωθεί με προτάσεις που θα αφορούν τις ανισότητες και τη λαϊκή κυριαρχία, αν δεν πληρωθεί με στοιχεία που δεν θα στοχοποιούν κάθε τι το λαϊκό, τότε αυτή η ενσωμάτωση κινδυνεύει να δώσει τροφή στον αντιδημοκρατικό λαϊκισμό (λατινικές «αριστερές δημοκρατίες») και όχι στο δημοκρατικό «λαϊκισμό». Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχει και ένας δημοκρατικός «λαϊκισμός», όπως για παράδειγμα τον εξέφρασαν οι Γάλλοι ριζοσπάστες στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Γερμανοί και οι Σκανδιναβοί σοσιαλδημοκράτες της χρυσής τριακονταετίας, ο ρεπουμπλικανισμός ευρύτερα ως ιδεολογικό ρεύμα και στα καθ’ ημάς ο βενιζελισμός της περιόδου 1910-1930.

Ο αντιδημοκρατικός λαϊκισμός είναι συνεπής λαϊκισμός, ενώ ο δημοκρατικός ασυνεπής. Η συνέπεια του πρώτου καταστρέφει τη δημοκρατία, η «ασυνέπεια» του δεύτερου την επαναφέρει στο προσκήνιο. Αυτός ο ασυνεπής δημοκρατικός «λαϊκισμός» θα μπορούσε σήμερα να εκφραστεί μέσα από ένα «πάντρεμα» σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο της πολιτικής οικογένειας που λέγεται σοσιαλδημοκρατία (οι ανισότητες) με το ρεπουμπλικανισμό (εθνική ενότητα και λαϊκή κυριαρχία) και τον πολιτικό φιλελευθερισμό (πλουραλισμός, θεσμικές και ατομικές ελευθερίες). Κάτι τέτοιο έχει ανάγκη και η Ελλάδα.