Πολιτικη & Οικονομια

Για τα είδωλα που έφυγαν

Προσοχή στο κενό μεταξύ R.I.P. και υστερίας

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο χρόνος, όπως όλοι ξέρουμε, είναι ύπουλο πράγμα. Στην αρχή σε ξεγελάει, σε κάνει να πιστεύεις πως ρέει μονότονα και στο ρελαντί. «Το αύριο και το αύριο και το αύριο. Σέρνεται με αυτόν τον ταπεινό ρυθμό από μέρα σε μέρα», μονολογεί κάποια στιγμή ο Μάκβεθ. Αργά ή γρήγορα, όμως, αντιλαμβάνεσαι πως αυτός ο δήθεν τεμπέλικος ρυθμός είναι απίστευτα αποτελεσματικός.

Ξυπνάς λοιπόν μια μέρα και συνειδητοποιείς πως οι ποδοσφαιριστές που θαύμαζες παιδί έχουν από χρόνια κρεμάσει τα παπούτσια τους. Το ίδιο ακριβώς έχουν κάνει και τα αμέσως επόμενα ταλεντάκια, ενώ και οι μεταγενέστεροι, που παρεμπιπτόντως είναι νεώτεροι από εσένα, έχουν πια πάρει κιλά και εμφανίζονται στην Αθλητική Κυριακή μονάχα για να ξεστομίσουν τις κοινοτοπίες τους.

Ακόμα χειρότερα, συνειδητοποιείς πως τα εφηβικά είδωλα που σε συντρόφευαν με συγκινητικό τρόπο στον δρόμο προς την ενηλικίωση (μουσικοί, ηθοποιοί, σκηνοθέτες κλπ), έχουν πια γεράσει και σιγά σιγά αποχωρούν από τούτον τον κόσμο. Το σοκ, σε κάποιες περιπτώσεις, είναι μεγάλο. Κι ας βρίσκεσαι πια σε μια ηλικία όπου οφείλεις να ξέρεις πώς έχουν ετούτα τα πράγματα. Κι ας έχεις αποκτήσει εμπειρία σε απώλειες, ακόμη και στενών φίλων και συγγενών.

Τα παλιά μας είδωλα όμως -ειδικά όσα παρά τις ρυτίδες και την φθορά συνεχίζουν να παράγουν έργο- είναι τελείως διαφορετική υπόθεση. Αυτά λειτουργούν σαν σταθερές σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος, όλο και πιο ακαταλαβίστικος. Ένα μέρος του μυαλού μας αρνείται να συμβιβαστεί με την ιδέα πως είναι θνητοί. Δεν είναι. Είναι οπτασίες, άυλες υπάρξεις, δημιουργήματα της δικής μας σκέψης και των δικών μας αναγκών.

Όπως και να έχει, βοηθούντος και του υψηλού προσδόκιμου ζωής στον ανεπτυγμένο κόσμο –το οποίο προβληματίζει αυτές τις μέρες και τον Γιώργο Κατρούγκαλο- βλέπουμε να συσσωρεύονται όλο και περισσότερα γηραιά αλλά μάχιμα είδωλα. Είδωλα για κάθε γούστο και αισθητική που, μοιραία, κάποια στιγμή φεύγουν από τη ζωή ένα ένα ή σε παρέες.

Η αναπόφευκτη αίσθηση της απώλειας διογκώνεται μέσα στο οικοσύστημα των social media. Εκεί, θα δεις κάποιους να μανιάζουν γράφοντας ένα πένθιμο ποστ ανά τρίλεπτο. Άλλους να θρηνούν πιο σπαρακτικά και από μανιάτισσα μοιρολογίστρα ή να απειλούν πως θα καταφύγουν στο απονενοημένο διάβημα: «Ζητώ συγγνώμη, μα αυτό το προφίλ θα κλείσει», γράφουν συντετριμμένοι –πριν επανέλθουν σε πέντε έξι ώρες με καινούριο ποστ.

Υπάρχουν ακόμη οι εριστικές παλιοσειρές («Όταν εμείς ακούγαμε Motörhead εσείς χορεύατε στην ντίσκο. Σκασμός τώρα, φλώροι!»), οι εξυπνάκηδες αντιδραστικοί («Μοιρολογείτε τον πάμπλουτο Bowie ενώ τα παιδάκια στη Συρία πεθαίνουν»), οι βλακωδώς κατεδαφιστικοί («Δεν θα κλάψω εγώ για τον φασίστα και μισογύνη» - σ.σ. μια κατηγορία που ποτέ δεν ευσταθεί), οι παντελώς άσχετοι (που όμως δεν θα διστάσουν να πάρουν μέρος στο πανηγύρι) κλπ.

Ευτυχώς ή δυστυχώς τα πάντα στις μέρες μας διαρκούν λίγο. Έτσι, έπειτα από το φεστιβάλ ναρκισσισμού στο οποίο αλληλοσπρωχνόμαστε, κάποτε και ο πιο φανατικός οπαδός μπουχτίζει. Η ζωή άλλωστε προχωράει, τα νεκροταφεία είναι γεμάτα με αναντικατάστατους, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς –από τέτοια γνωμικά έχουμε να φάνε και οι κότες. Έτσι, χαλαρώνουμε και ασχολούμαστε με τις υπόλοιπες υστερίες μας, που και από δαύτες έχουμε μπόλικες.

Τι έχει μείνει στο τέλος της ημέρας; Τίποτα, πέρα από την ουσία: τα δημιουργήματα του εκλιπόντος. Τα έργα τέχνης που γεννήθηκαν σε μια συγκεκριμένη εποχή την οποία και εξέφρασαν. Και που είχαμε τότε την μεγάλη τύχη να συναντηθούμε μαζί τους και να ανακαλύψουμε σ’ αυτά μια διαφορετική εκδοχή του κόσμου. Και που, αν είμαστε ακόμα πιο τυχεροί, θα καταφέρουμε να τα αφήσουμε πίσω μας καθώς θα προχωρούμε.