- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Επιτέλους ο θρίαμβος του βιογραφικού
Φαίνεται να είναι μια τομή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα
Η επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι μόνο μια υπόθεση εσωτερικών κομματικών διεργασιών και συμμαχιών με βάση το συμφέρον, που δυστυχώς αναπόφευκτα υπάρχουν πάντα στην πολιτική. Φαίνεται να είναι μια τομή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, κυρίως λόγω των συμβολισμών της.
Ο 47χρονος πολιτικός ξεκίνησε την πορεία του προς την αρχηγία ως outsider, δείχνοντας ότι δεν έχει τίποτε να χάσει. Στο πλεονέκτημα αυτό, που διευκολύνθηκε από το φιάσκο και την αναβολή της πρώτης εκλογικής διαδικασίας (εκεί δέχτηκε και το πρώτο πλήγμα ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, γιατί εν μέρει το χρεώθηκε), προστέθηκε μια προσεγμένη και στοχευμένη σύγχρονη καμπάνια, που βρήκε το χρόνο να ξεδιπλωθεί: Δεν συμμετείχε σε «κατινιές», εξέφρασε σαφή και τολμηρό πολιτικό λόγο, έδειξε να μη φοβάται ούτε την ευθύνη – ούτε και κανέναν άλλον.
Έδειξε να μη φοβάται ούτε αυτά που του χρέωναν οι αντίπαλοί του ως μειονεκτήματα: Σαν ο ίδιος να ήταν «τεφάλ», δεν κόλλησαν ποτέ επάνω του. Το σοβαρότερο, ο νεποτισμός και το βαρύ φορτίο της οικογένειας Μητσοτάκη, εκτοπίστηκαν από την εξαφάνιση του επιθέτου (μεγάλη επιτυχία το να αποκαλείται «Κυριάκος» σκέτο) και την αποστασιοποίηση (σχεδιασμένη ή όχι, δεν έχει σημασία) της αδελφής του Ντόρας Μπακογιάννη.
Ο μεγάλος θρίαμβος όμως του νέου αρχηγού της ΝΔ ήταν ότι βρήκε απέναντί του και υπερνίκησε ένα μέτωπο παλαιοκομματισμού, εθνολαϊκισμού, αναξιοκρατίας και κυρίως το αφανές αλλά απροσχημάτιστο «νταβατζιλίκι» της καραμανλικής εξουσίας στο κόμμα: Ευριπίδης Στυλιανίδης, Νικήτας Κακλαμάνης, Ευάγγελος Αντώναρος και μερικά ακόμα εξαπτέρυγα του Καραμανλισμού εκδήλωσαν την απέχθειά τους προς το «νεοφιλεύθερο» υποψήφιο. Μαζί και η αριστερά του Αλέξη Τσίπρα, που προτιμούσε εμφανώς τον αντίπαλο του, με «κουμπάρο» τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον οποίον είχε τολμηρά αρνηθεί να ψηφίσει, μόνος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όλο αυτό το τοπίο ήταν και το μοιραίο λάθος. Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν με υποψήφιους που θεωρήθηκε ότι στηρίζονται από τη διαπλοκή, μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων της ΝΔ αντέδρασαν στην προσπάθεια για συνέχιση μιας μίζερης παλαιοκομματικής νομιμότητας. Ακόμα περισσότερο, με τον πυκνό πολιτικό χρόνο του τελευταίου έτους, πολλοί αντέδρασαν ακόμα και στην ιδέα της συναίνεσης με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν και γενικά μετριοπαθής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έπαιξε έξυπνα το παιχνίδι του ασυμβίβαστου. Σε μια χώρα που μερίδα της αριστεράς αλλά και της δεξιάς θεωρεί με άγνοια και αφέλεια οτιδήποτε προέρχεται από τη δύση ως «νεοφιλελεύθερο» (ακόμα κι αν συνοδεύεται από καταιγισμό φόρων), ήταν τελικά εύκολη δουλειά για το νέο αρχηγό να αντιτάξει το νέο και σύγχρονο, απέναντι στο λαϊκίστικο.
Μία ακόμα κατηγορία, που θα μπορούσε να απωθήσει τους προοδευτικότερους από τους υποστηρικτές του, ότι δηλαδή συνεργάστηκε με τους προερχόμενους από την ακροδεξιά Γεωργιάδη και Βορίδη ή τον Τζιτζικώστα, έπεσε στο κενό. Είχε φροντίσει να την ακυρώσει η δις μετεκλογική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με ένα κόμμα, στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, που αφήνει παρασάγγας πίσω του τη ΝΔ στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Άλλωστε, και ο Μειμαράκης να έβγαινε, με τους ψήφους των δύο άλλων υποψηφίων θα τα κατάφερνε. Ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς, που στήριξε στον β΄ γύρο τον Μητσοτάκη, συγκαταλέγεται στους χαμένους της αναμέτρησης: Στην αρχή μοίρασε τις δυνάμεις του μεταξύ Τζιτζικώστα και Γεωργιάδη – και στη συνέχεια δεν πιστώθηκε τίποτα, αποτυγχάνοντας με μαεστρία, ακόμη μια φορά.
Η συντηρητική παράταξη βρέθηκε σε μια καμπή της ιστορίας της, σε παρόμοια θέση με αυτήν του ΠΑΣΟΚ, όταν έπρεπε να διαλέξει μεταξύ του εκσυγχρονιστή και «αντάρτη» Σημίτη και του πανίσχυρου κομματικά και «νομιμόφρονα» Τσοχατζόπουλου (που εθεωρείτο από όλους, πλην ολίγων διορατικών, το ακλόνητο φαβορί). Και κατ’ αναλογία, λειτούργησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησή της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ότι μπορεί να διεισδύσει στον κεντροαριστερό χώρο και να κινητοποιήσει μερίδα του κόσμου του. Και αυτός ο φόβος είναι που λειτουργεί στο απέναντι στρατόπεδο, ενθουσιάζοντας τους οπαδούς της ΝΔ: ότι στις επόμενες εκλογές, προκειμένου να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι πολύ πιθανό να ψηφίσουν για πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη, ακόμα και ψηφοφόροι που δεν έχουν ποτέ στη ζωή τους διανοηθεί να μετακινηθούν προς τη συντηρητική παράταξη.
Το «crossover» αυτό οφείλεται σε βαθύτερες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία – και στην ουσία στο διχασμό, που μας ταλανίζει τα τελευταία χρόνια: μεταξύ ενός απομονωτικού και αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού και της αγωνίας να παραμείνουμε μια χώρα με δυτικό τρόπο ζωής, εμβαθύνοντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αντί να το αποδομήσουμε, όσο και αποπροσανατολισμένη να είναι η Ευρώπη τον τελευταίο καιρό.
Η κουτοπόνηρη προσπάθεια να περιοριστεί το εκλογικό σώμα στους ακραιφνείς νεοδημοκράτες, με την υπογραφή ενός κειμένου περί ακλόνητων αρχών της Νέας Δημοκρατίας –ποιες είναι αυτές άραγε, ο «Καραμανλισμός» που εξέπεσε;– ήταν ένα ακόμα εμπόδιο, γι αυτόν που πρέσβευε ένα σύγχρονο, ανοιχτό, ουσιαστικά φιλοευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο δεν περιχαρακώνεται στα μέλη του. Οι εποχές όμως προχωρούν και η κληρονομιά της ανοιχτής ψηφοφορίας για τον ΓΑΠ έκανε πολλούς που δεν ήταν οπαδοί να σπεύσουν να συμμετάσχουν.
Το κομμάτι της κοινωνίας που δεν διαπραγματεύεται τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, όπως εκφράστηκε και με το «Ναι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, δεν έχασε την ευκαιρία να στηρίξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον υποψήφιο που θεωρεί ότι μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο για τη χώρα. Τα τραύματα άλλωστε μιας περιπετειώδους χρονιάς που έπαιξε στα ζάρια την ευρωπαϊκή μας υπόσταση, ο φόβος για ένα γεωπολιτικό περιβάλλον όλο και πιο επικίνδυνο και η ανάγκη να μην επαναληφθούν ή επιδεινωθούν φαινόμενα όπως το κλείσιμο των τραπεζών και οι περιορισμοί κεφαλαίων, οδήγησαν χιλιάδες νέους ψηφοφόρους στην κάλπη, αλλά και πολλούς παλαιότερους να σκεφθούν πιο τολμηρά.
Κι εδώ είναι ο ακόμα πιο σημαντικός συμβολισμός: Απέναντι σε έναν πρωθυπουργό που με δυσκολία κινείται σε διεθνές περιβάλλον, τόσο από πολιτική κουλτούρα όσο και από εργαλεία κατανόησης του πώς λειτουργεί ο πλανήτης, οι ψηφοφόροι του Κυριάκου Μητσοτάκη έδειξαν να κατανοούν την ανάγκη να υπερβούν τις αδυναμίες των πατεράδων τους (ή και των ίδιων τους των εαυτών) και να επιλέξουν όχι έναν πολιτικό που είναι (κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν) μέτριος ή «χαρισματικός», αλλά την αξιοκρατία ενός λαμπερού βιογραφικού. Ακόμα κι αν αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να κυβερνήσεις σωστά, έχει γίνει πια αντιληπτό ότι μια χώρα σε βαθιά κρίση δύσκολα θα βγει από το τέλμα, όταν είναι είδηση για τα διεθνή μέσα ότι ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξέρει καλά πολλές ξένες γλώσσες κι έχει πλούσιες διεθνείς σπουδές και επαγγελματική εμπειρία, αντί κομματικών και «αγωνιστικών» περγαμηνών.
Υπό μία έννοια, αυτοί που πρέπει κυρίως να φοβούνται, μετά την επικράτηση Μητσοτάκη, είναι τα όμορα κόμματα, όπως το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, που κινδυνεύουν να απωλέσουν μέρος των ψηφοφόρων τους στον επερχόμενο διπολισμό. Πρώτη αντέδρασε, με μια αμυντική δήλωση περί «νεοφιλελευθερισμού», η Φώφη Γεννηματά – κάνοντας το χειρότερο που θα μπορούσε.
Γιατί όταν έχεις απουσιάσει από την ιστορικά καθυστερημένη ψηφοφορία στη Βουλή και ο νέος αρχηγός της συντηρητικής παράταξης έχει δηλώσει εξ αρχής τολμηρά ότι θα ψηφίσει υπέρ του Συμφώνου Συμβίωσης των ομοφύλων ζευγαριών, δύσκολα μπορείς να πείσεις ότι είσαι προοδευτικότερη του αντιπάλου σου. Αντιθέτως, αν διατυπώσεις με σαφήνεια μεταρρυθμιστικό λόγο και δημιουργήσεις την απαραίτητη ανανέωση και δυναμική, όπως έκανε στο χώρο του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν έχεις να φοβηθείς ούτε την ώσμωση των ιδεών ούτε την απορρόφηση των ψηφοφόρων σου.
Αν όμως δεν έχεις σαφές πολιτικό στίγμα ή φλερτάρεις με το βαθύ λαϊκισμό μιας βαλκανικής κοινωνίας που δεν θέλει να απωλέσει τα ευρωπαϊκά της προνόμια, τότε δύσκολα θα αποφύγεις τη συρρίκνωση ή την εξαφάνιση. Κάτι που πρέπει να σκεφτούν πολύ καλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, μελετώντας το πώς διογκώθηκαν από το 4% στο 36%. Και επιπλέον, αν η κληρονομιά της ρητορικής τους (που ακόμα συνεχίζεται) επιτρέπει την επί μακρόν κατάληψη του χώρου, που η σύγχρονη κεντροδεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη μάς ξαναθύμισε ότι υπάρχει (ακόμα και με ελάχιστη κομματική έκφραση), αριστερότερα του κέντρου.