Πολιτικη & Οικονομια

«Μέχρι να αλλάξουμε, θα κλάψουμε»

Αγγελική Σπανού
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν πολυήθελε να δώσει αυτή τη συνέντευξη, για να μη λέμε «πάλι τα ίδια». Όμως ποτέ δεν λέει και δεν γράφει τα ίδια, παρόλο που χρόνια τώρα τον πονάνε τα ίδια πράγματα και προτείνει τις ίδιες λύσεις. Ας πούμε, δεν έχει μιλήσει ξανά για τη «μετατροπή του λαού σε συνένοχο», πρώτη φορά χρησιμοποιεί την έκφραση «τσίρκο 2015» ή, αν θυμάμαι καλά, εκείνη για τον «δεύτερο πάτο».

Κάθε τέλος χρονιάς ελπίζουμε πως δεν έχει άλλο πιο κάτω και μετά διαπιστώνουμε πως και βέβαια έχει. Πάλι τα ίδια;

Πάλι τα ίδια, και το κρίμα είναι ότι αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας λόγος πέρα από το να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ό,τι και οι προηγούμενοι, αλλά σταδιακά και με τρόπο. Αυτή η περίοδος μετατροπής του λαού σε «συνένοχο» στη στροφή με τα δημοψηφίσματα και τις απανωτές εκλογές μάς κόστισε ξανά την επιστροφή στην ύφεση. Χαμένα χρόνια και σε μια περίοδο που η αντοχή της οικονομίας έχει εξαντληθεί. Αυτός ο «δεύτερος πάτος», η νέα βουτιά στην ύφεση και την ανεργία, τη στιγμή που φαινόταν ότι βγήκαμε, μπορεί να είναι μοιραία, ψυχολογικά οι άνθρωποι δεν αντέχουν τη δεύτερη διάψευση ελπίδας.

Φταίνε οι ελίτ για την υστέρηση της χώρας ή φταίνε και οι κάτω;

Είναι ένα ολόκληρο κοινωνικό μοντέλο που έχει χρεοκοπήσει, εγκλωβισμένο σε φαύλο κύκλο. Η συντηρητική κοινωνία επιλέγει ένα παρωχημένο πολιτικό προσωπικό, το οποίο με τη σειρά του διαιωνίζει την ακινησία. Παρά τη φιλολογία του λαϊκισμού, τα κόμματα της Μεταπολίτευσης φέρθηκαν πλουσιοπάροχα, το πελατειακό κράτος φρόντισε τους πελάτες του, γι’ αυτό μέχρι το 2009 είχαμε ποσοστά της τάξης του 45% για τα δύο μεγάλα κόμματα. Η καλομαθημένη πελατεία δυσκολεύεται να αλλάξει τρόπο συμπεριφοράς και το βλέπουμε στα εκλογικά αποτελέσματα, στις συντεχνιακές αντιδράσεις, στη συνεχιζόμενη φοροδιαφυγή. Όμως οι ελίτ της κάθε χώρας έχουν πάντα τη μεγάλη ευθύνη, αυτές καθοδηγούν.

Μήπως, αν η κυβέρνηση περάσει τον κάβο του ασφαλιστικού χωρίς βαθιά τραύματα, η χώρα θα γυρίσει σελίδα;

Όχι, γιατί η χώρα πρέπει να αλλάξει ριζικά οικονομικό μοντέλο, δεν φτάνει να μαζέψει τις μαύρες τρύπες. Το ασφαλιστικό είναι μια μόνιμη αιτία ελλειμμάτων, όμως ούτε καν αυτή δεν διορθώνεται. Διατηρούμε το ίδιο ασφαλιστικό μοντέλο, φτιαγμένο για προνομιούχους, αλώβητο. Απλώς περικόπτουμε λίγο-λίγο τις αποδοχές, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για τους νέους.

Η μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση των τελευταίων ετών (περιφερειακά αεροδρόμια) έχει την υπογραφή της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Αντιφατικό;

Ακόμα πιο αντιφατικό είναι η παραχώρηση μπιρ παρά των τραπεζών. Η κυβέρνηση, που ήθελε κρατικές τις τράπεζες, όχι απλώς τις ιδιωτικοποίησε, όχι απλώς σε ξένους, αλλά και σε αδιευκρίνιστα funds, ούτε καν σε διεθνείς τράπεζες. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οργή του κόσμου σε πιθανό κούρεμα καταθέσεων, δεν δίστασαν να προχωρήσουν στην πιο βιαστική ιδιωτικοποίηση. Πληρώνουμε το δημοψήφισμα και τα capital controls με αφελληνισμό του τραπεζικού συστήματος και με οικονομική καταστροφή των χιλιάδων μετόχων.

Τι ακριβώς κάνει η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση; Το γύρισε στο αντιμνημόνιο;

Και μόνο που συζητάμε ακόμη αυτούς τους όρους δείχνει πόσο η παραπλάνηση έγινε κυρίαρχη αυτά τα χρόνια. Τα όσα μας συμβαίνουν δεν έχουν σχέση με μνημόνια, δεν κόβουν τα μνημόνια τις συντάξεις, αλλά το γεγονός ότι βγάζουμε ακόμα 50άρηδες συνταξιούχους. Δεν φταίνε τα μνημόνια που οι τραπεζικές μετοχές έγιναν 1 λεπτό, αλλά το δημοψήφισμα και το κλείσιμο των τραπεζών. Δεν φταίνε τα μνημόνια για τους φόρους, αλλά τα 500 και τα 120 εκατ. για όπλα εν μέσω κρίσης. Σε αυτά τοποθετείται το κάθε κόμμα και όχι στο μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, σε ένα πλαστό δίλημμα.

Πώς γίνεται μετά απ’ όλα όσα έχουν συμβεί από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά να μην υπάρχει τίποτα απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ;

Γιατί από το 2010 μέχρι τώρα όλα τα κόμματα είχαν το ίδιο αφήγημα, του οποίου ο τελευταίος κληρονόμος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα «πονάει» ο κ. Σπίρτζης, πέντε χρόνια αφότου «πονούσε η σοσιαλιστική ψυχή» του αντίστοιχου υπουργού του ΠΑΣΟΚ. Στο ενδιάμεσο, ο «αρχιτέκτων του αντιμνημονιακού αγώνα» Αντώνης, αφού υπέγραφε τα μνημόνια, τα έσκιζε αργότερα ένα τη μέρα και ο Αλέξης φώναζε «go back, μαντάμ Μέρκελ», πριν τα υπογράψει με τη σειρά του. Σε χοντρικές γραμμές, έτσι όπως αντιλαμβάνεται την πολιτική ο ψηφοφόρος, όλοι τα ίδια είναι πια, απλώς κάποιοι πιο «μετριοπαθείς» και άλλοι πιο κραυγαλέοι και επιθετικοί. Έτσι που έχει διαπαιδαγωγηθεί δεκαετίες αυτός ο λαός στον επιθετικό διεκδικητισμό, μοιραία προτιμάει τους πιο αδιάλλακτους και φανφαρόνους. Τώρα εισπράττει το λογαριασμό.

Πώς είναι δυνατόν να εμφανίζονται ως μεταρρυθμιστές οι προηγούμενοι, που στη διάρκεια πέντε μνημονιακών χρόνων δεν κατάργησαν ούτε καν τις πρόωρες συντάξεις;

Δεν μπορούν. Γι’ αυτό, παρά τον πανωλεθρίαμβο του αντιμνημονιακού μετώπου στην κυβέρνηση, παρά το πέραν κάθε πρόβλεψης τσίρκο του 2015 σε όλους τους τομείς, οι προηγούμενοι δεν είναι πια ελκυστικοί. Αλλά για να μην κατηγορούμε συνέχεια τα κόμματα, μήπως ήθελε και η κοινωνία τίποτε άλλο; Είχε εναλλακτικές που μιλούσαν για μεταρρυθμίσεις, τους Φιλελεύθερους το 2012, το Ποτάμι το 2015. Ψήφιζαν φασίστες και ψεκασμένους. Οι μεταρρυθμιστές πολιτικοί σε όλα τα κόμματα σταδιακά εξοστρακίστηκαν, έμειναν οι δημαγωγοί και οι λαϊκιστές.

Το ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο κινδυνεύει λόγω προσφυγικής κρίσης και επέλασης της ακροδεξιάς, όχι λόγω των ελληνικών ελλειμμάτων. Μήπως αδικηθήκαμε από τους εταίρους μας που ανέχονται την κυβέρνηση Όρμπαν;

Αδικηθήκαμε από τους εταίρους μας γιατί ανέχτηκαν και ανέχονται τις ελληνικές κυβερνήσεις και την κοροϊδία των «ισοδύναμων», που εφευρέθηκαν για να μην αλλάξει τίποτα και να πληρώσουν το λογαριασμό οι ασθενέστεροι. Γιατί έβαζαν πάντα βέτο μην παρεκκλίνει ένα ευρώ ο προϋπολογισμός, αλλά δεν πίεζαν για να προχωρήσουν οι απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτή τη συζήτηση θα την κάναμε αν ήμασταν στη Γερμανία, στη Γαλλία. Εδώ οφείλουμε να μιλάμε για τις δικές μας ευθύνες.

Γιατί δεν υπάρχουν σήμερα Αγανακτισμένοι;

Γιατί η τόσο μεγάλη διάψευση οδηγεί στην κούραση και στην απόσυρση. Γιατί δεν είναι εύκολο να δεχτείς ότι σε έπιασαν τόσο πολύ κορόιδο, ότι σε έβαλαν να μισήσεις τον αδελφό σου, τον φίλο σου, τον διπλανό σου, να φωνάζεις πέντε χρόνια για προδότες και γερμανοτσολιάδες και «ψόφο στους δωσίλογους», για να συνεχιστεί η ιστορία σαν να μην τρέχει τίποτα, όπως πριν, αγκαλίτσες και φιλάκια με τη «μαντάμ Μέρκελ» και τον «Ολαντρέου». Προτιμάς σιωπηλά να το ξεχάσεις.

Έπειτα, αυτή η κυβέρνηση είναι η πρώτη «κυβέρνηση της διπλανής πόρτας». Η κυβέρνηση της πλατείας. Η αποτυχία του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης ανέδειξε στην πρώτη γραμμή πρόσωπα σαν κι εμάς. Όχι τους καλύτερους ανάμεσά μας, αλλά εμάς τους ίδιους. Στον Χαϊκάλη υπουργό Εργασίας και στον Πολάκη υπουργό Υγείας οι ψηφοφόροι βλέπουν τον εαυτό τους, στον Τσίπρα πρωθυπουργό βλέπουν τον κανακάρη τους. Γι’ αυτό τους συγχωρούν ακόμα. Έτσι δεν μάθαμε τόσα χρόνια κι εμείς να λέμε μεγάλες κουβέντες, να μην εννοούμε τίποτα και να κοιτάμε πώς θα τη βολέψουμε; Στο τέλος πέφτουμε πάντα από τα σύννεφα. Μα πώς συνέβη αυτό σ’ εμάς; Και ο λογαριασμός θα έρχεται όλο και πιο ακριβός όσο συνεχίζουμε έτσι. Μέχρι να αλλάξουμε, θα κλάψουμε.

 *Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 347 της Free Sunday, 20/12/2015