Πολιτικη & Οικονομια

To 2015 έφταιγε ο Σόιμπλε, το 2016 θα φταίει ο Βέμπερ

To 2015 έφταιγε ο Σόιμπλε, το 2016 θα φταίει ο Βέμπερ

Γιώργος Κύρτσος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Tο 2015 ήταν η χρονιά κατά την οποία η ελληνική κοινή γνώμη εκπαιδεύτηκε να αγαπάει να μισεί τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε. Ο τελευταίος θεωρείται εξαιρετικά επιτυχημένος στην πατρίδα του και ένας από τους στυλοβάτες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το έγκλημα που διέπραξε σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα είναι ότι μας προειδοποίησε για τις συνέπειες από τα καμώματα της κυβέρνησης Τσίπρα-Βαρουφάκη και υπογράμμισε πως δεν μπορεί να υπάρξει ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στη διαχείριση του ελληνικού χρέους και στη στήριξη της ελληνικής οικονομίας χωρίς την αναγκαία προσπάθεια από τη δική μας πλευρά και την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών που θα επιτρέψουν στην οικονομία μας να βγει από την πολύχρονη κρίση.

Τον κ. Σόιμπλε τον ελεεινολογούσαμε σε όλη τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015 για να προσυπογράψουμε το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο, το οποίο είναι αυστηρότερο και φυσικά μεγαλύτερης διάρκειας από το δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο που αποδίδαμε στον Σόιμπλε και σε άλλους Ευρωπαίους «ανθέλληνες», τον Ιούλιο του 2015.

Η κυβέρνηση Τσίπρα προσαρμόζεται σήμερα, σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, σε ένα οικονομικό πλαίσιο το οποίο συνήθιζε να καταγγέλλει. Κινείται, σε γενικές γραμμές, στην κατεύθυνση των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων, μόνο που η αποτελεσματικότητά της είναι ακόμη χαμηλότερη και το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της εφαρμογής της πολιτικής της, ακόμη υψηλότερο.

Εάν είχε καταφέρει να συνεννοηθεί με τον Σόιμπλε και να αξιοποιήσει την επιρροή του θα είχαμε γλιτώσει δύο επιπλέον χρόνια ύφεσης, την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και την εξαέρωση των 40 εκατ. ευρώ των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων, αλλά και τη δραματική επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης.

Η ίδια μέθοδος

Τα κυβερνητικά στελέχη συνεχίζουν να καταγγέλλουν τον κ. Σόιμπλε ακόμη και τώρα που έχουν προσαρμοστεί στο πλαίσιο πολιτικής που τους είχε υποδείξει. Ένας από τους λόγους της εξαιρετικά χαμηλής αποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση Τσίπρα είναι η πολιτική της σχιζοφρένεια. Υπογράφει τα πάντα όταν διαπραγματεύεται με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους πιστωτές και καταγγέλλει τα πάντα και τους πάντες όταν απευθύνεται στην ελληνική κοινή γνώμη. Το 2016 θα αναδείξει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ένα νέο Γερμανό «κακό» για τις ανάγκες του κυβερνητικού σεναρίου.

Πρόκειται για τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κ. Βέμπερ, ο οποίος προειδοποιεί με τις παρεμβάσεις του ότι αν η ελληνική κυβέρνηση δεν καταφέρει να ελέγξει τις προσφυγικές ροές η Ελλάδα θα βρεθεί προσωρινά εκτός Ζώνης Σένγκεν. Θα υπάρξουν δηλαδή περισσότεροι έλεγχοι στην ελεύθερη μετακίνηση των Ελλήνων και των ξένων από την Ελλάδα προς τις άλλες χώρες της Ε.Ε. που ανήκουν στη Ζώνη Σένγκεν, σε μια προσπάθεια περιορισμού των προοσφυγικών-μεταναστευτικών ροών.

Ο κ. Βέμπερ λέει το αυτονόητο για το προσφυγικό-μεταναστευτικό, όπως έλεγε στις αρχές του 2015 ο κ. Σόιμπλε το αυτονόητο για την ποιότητα της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοζε η κυβέρνηση Τσίπρα-Βαρουφάκη και τις συνέπειες που αυτή θα είχε για τον ελληνικό λαό στα πλαίσια του διαφαινόμενου Grexit.

Δεν υπάρχει πιθανότητα να παραμείνει η Ελλάδα στη Ζώνη Σένγκεν με τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές να ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο άτομα το χρόνο. Περισσότερο από το 80% των προσφύγων και των μεταναστών που εισέρχονται στην Ε.Ε. σε ετήσια βάση, το κάνουν μέσω Ελλάδας. Επί κυβερνήσεων Τσίπρα η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια μαύρη τρύπα που απειλεί την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα της Ε.Ε., έχοντας 25πλασιάσει τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές σε σχέση με τα επίπεδα που τις είχε ρίξει η κυβέρνηση Σαμαρά.

Το χάος με υπογραφή Τσίπρα έχει δύο εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες. Πρώτον, ακυρώνει στην πράξη τη γενναιόδωρη πολιτική οικονομικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης των προσφύγων που εφαρμόζουν χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Σουηδία. Ενώ αυτές οι χώρες δηλώνουν ότι είναι σε θέση να ενσωματώσουν 500.000-600.000 πρόσφυγες το χρόνο και να δαπανήσουν πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για το σκοπό αυτό, εμείς τους στέλνουμε τους υπερδιπλάσιους, αγνοώντας προκλητικά ότι τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά. Η κυβέρνηση Τσίπρα υπογράφει και σε αυτή την περίπτωση όλες τις αναγκαίες αποφάσεις για την αναβάθμιση και τη δραστηριοποίηση της Frontex, αποφεύγει όμως τη δημιουργία κέντρων υποδοχής και ελέγχου των προσφύγων και των μεταναστών και όλες τις αναγκαίες δράσεις που είχε αναπτύξει με εντυπωσιακή επιτυχία η κυβέρνηση Σαμαρά.

Δεύτερον, η διαρκής απειλή της κλιμάκωσης των ανεξέλεγκτων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προκαλεί την αρνητική αντίδραση των κοινωνιών των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών και στέλνει στα δημοσκοπικά και πολιτικά ύψη τους δεξιούς ευρωσκεπτικιστές και τους ακροδεξιούς αντιευρωπαίους.

Αυτή τη φορά η αντίδραση των Ευρωπαίων έναντι της κυβέρνησης Τσίπρα θα είναι αυστηρότερη και δυναμικότερη. Δεν απειλούνται, όπως στην περίπτωση του Grexit που θα έφερνε η συνέχιση της πολιτικής Τσίπρα-Βαρουφάκη, με ένα λογαριασμό ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, αλλά με την αποσταθεροποίηση του πολιτικού και κοινωνικού τους συστήματος. Εάν λοιπόν περιμένουμε να υποστούν αδιαμαρτύρητα τη μοίρα που τους έχει προετοιμάσει η ιδιοτελής μη πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, κάνουμε ένα ακόμη μεγάλο λάθος πολιτικού υπολογισμού. Τον κ. Βέμπερ μπορούμε να τον ελεεινολογούμε όσο θέλουμε, είναι φανερό όμως ότι πρέπει να μειώσουμε «εδώ και τώρα» τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές για να προστατεύσουμε τα καλώς εννοούμενα εθνικά και ευρωπαϊκά μας συμφέροντα. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε στην πόρτα της Ζώνης Σένγκεν το 2016, όπως φτάσαμε στην πόρτα εξόδου της Ευρωζώνης το 2015, για να καταλάβουμε ότι πρέπει να προσαρμοστούμε στις ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις και σε αυτό το ζήτημα.