- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
H συναίνεση είναι μια ευχάριστη λέξη στο πολιτικό λεξιλόγιο, η οποία αντιστοιχίζεται με την ποιότητα στο δημόσιο διαλογο και με ανώτερο πολιτικό πολιτισμό. Ετυμολογικά εξάλλου εμπεριέχει τον αίνο, τον ύμνο, τον έπαινο, και όταν προκύπτει, επειδή συνθέτει, καμουφλάρει τις αδυναμίες, τις αστοχίες και επιμερίζει ευθύνες, παράγει συχνά αποτέλεσμα με τρόπο απολύτως δημιουργικό και παιδευτικό.
Στη χώρα μας αποτελεί τα τελευταία χρόνια, αλλά και προ κρίσης, ένα διαρκές πολιτικό ζητούμενο το οποίο όμως επιδιώκεται πάντοτε καθυστερημένα και χωρίς συνέπεια, πάντοτε εκ του πονηρού και για τους λόγους αυτούς πάντοτε χωρίς αποτέλεσμα. Η πολιτική συναίνεση προϋποθέτει εμπιστοσύνη και συνέπεια. Προϋποθέτει στρατηγικές και όχι τακτικές κινήσεις που υπηρετούν την ανάγκη αυτή με διάρκεια και την εντάσσουν σε ένα συνολικό πλαίσιο άσκησης της εξουσίας. Προϋποθέτει επίσης την απουσία του διχαστικού λόγου απο το πολιτικό οπλοστάσιο των αντιπάλων. Γιατί είναι προφανές πως συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε πατριώτες από τη μια πλευρά και προδότες από την άλλη. Καθώς λοιπόν οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν εκπληρώνονται, αυτο που στην ουσία επιδιώκεται κάθε φορά που η συναίνεση τίθεται στο τραπέζι δεν ειναι συν-αίνεση για να σωθεί ο ασθενής, στην προκειμένη περίπτωση η χώρα, αλλά συν-ένεση στην ασθενούσα κάθε φορά κυβερνητική πλειοψηφία προκειμένου να μην απωλεσθεί η δεδηλωμένη.
Η συναίνεση δεν αποτελεί μια βολική συγκατάθεση σε μια ειλημμένη απόφαση. Αντίθετα, σφραγίζει ως προϊόν μια μακρά πορεία συνεργατικότητας και διαλόγου που περιλαμβάνει αντιπαραθέσεις, διαφωνίες και εξαντλητική εξέταση εναλλακτικών λύσεων μέχρι να επέλθει με κόπο και πειθαρχία στον πολιτικό διάλογο η επιθυμητή σύνθεση απόψεων. Η ελληνική πολιτική ιστορία είναι βέβαιο ότι διαχρονικά δεν βασίστηκε στη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων ούτε καν σε κρίσιμες για την πορεία του έθνους στιγμές. Από δε τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά ο εθνικός διχασμός είναι αδιάλειπτα παρών στην ελληνική κοινωνία.
Ίσως αυτή η αρνητική πολιτική παρακαταθήκη να μπορεί να αποδοθεί στην «ιδιωτεία» της ελληνικής κοινωνίας, που προέρχεται από την οργάνωσή της σε μικρές ομάδες και κοινότητες τα χρόνια του Βυζαντίου και στη συνέχεια της Τουρκοκρατιας, όπου ο απομονωτισμός ενίσχυε την καχυποψια έναντι άλλων ομάδων, καθιστώντας τελικά αδύνατη τη συνεργασία τους.
Στα μεταπολιτευτικά χρόνια, οι θεμιτές και αναγκαίες για τη σωστή λειτουργία της δημοκρατίας πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, έγιναν εργαλείο μικρο-πολιτικής και πατώντας πάνω στο έλλειμμα συνεργατικότητας, επέτειναν το διχασμό της κοινωνίας. Από τα «πράσινα» και «γαλάζια» καφενεία μέχρι τους «μειοδότες» μνημονιακούς και τους «πατριώτες» αντιμνημονιακούς, το νερό κυλάει ατάραχα στο ποτάμι της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Όσο πιο βαθιά δε υπηρετείται ο διχασμός στη βάση της κοινωνίας, τόσο πιο ακλόνητα δυναμιτίζεται κάθε προοπτική συναίνεσης.
Σήμερα, που ζούμε την τελευταία περίοδο της μεταπολίτευσης βαδίζοντας προς το οριστικό της τέλος,οι ανύπαρκτες κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για συναίνεση καθιστούν την αντιμετώπιση της κρίσης ακόμη δυσχερέστερη και συνακόλουθα τη χώρα ακόμα πιο ευάλωτη και αθωράκιστη. Ο διχαστικός λόγος, η θεωρία του εσωτερικού εχθρού, η αντίληψη του κοίτα ο μιλάει, εξακολουθούν να είναι κυρίαρχα, ενώ η χώρα κλειδωνίζεται και δύο πόλεμοι είναι προ των πυλών.
Η εξέλιξη των πραγμάτων όμως έβαλε τέλος σε ψευδαισθήσεις και προετοιμάζει το άνοιγμα του νέου ιστορικού κύκλου μετά την μεταπολίτευση. Καθώς για την συντριπτική πλειονότητα, της κοινωνίας δεν υπάρχει άλλος επιθυμητός δρόμος πλην αυτού εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, η βάση για μια πολιτική «συναίνεση ρεαλισμού». θα υπάρξει. Ρεαλισμού στις προτεραιότητες, δηλαδή στον μετασχηματισμό της οικονομίας και του κράτους σε εργαλείο ανάπτυξης και όχι κρατισμού, στην αποκατάσταση της κοινωνικής και φορολογικής δικαιοσύνης, στη δεδομένων των συνθηκών – εξυπηρέτηση των δημοσιονομικών ζητημάτων και στις θεσμικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα.
Η ανάγκαιότητα της συναίνεσης δεν θα ισοδυναμεί με ισοπεδωτικο εκμηδενισμό διαφορετικών προσεγγίσεων, αλλά με ειλικρινη. διάθεση σύνθεσης μέσα από γόνιμες και ειλικρινείς αντιπαραθέσεις που αντιστοιχούν στην διαφορετική οπτική των πραγμάτων και όχι σε κομματικούς αντιπερισπασμούς προς άγραν ψήφων.Η αναγκαιότητα αυτή λοιπόν θα υπηρετηθεί από πρόσωπα και κόμματα που αντιλαμβάνονται ότι το παιχνίδι που εξακολουθεί να παίζεται με τους όρους και τους κανόνες του παρελθόντος την ώρα που όλα έχουν δραματικά αλλάξει και χαοτικά σαρωθεί , είναι χαμένο. Η επίκληση της συναίνεσης είναι το βαθύ παρελθόν, η συνεπής και ουσιαστική επιδίωξή της είναι το αναπόδραστο και ελπιδοφόρο μέλλον.