Πολιτικη & Οικονομια

Δολοφονίες στα σχολεία

Μερικές σκέψεις της Σώτης Τριανταφύλλου

Σώτη Τριανταφύλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στις ΗΠΑ η ελαχιστοποίηση του κινδύνου είναι μια περίπλοκη επιστήμη: στα αμερικανικά σχολεία, οι καθηγητές είναι υποχρεωμένοι να ξέρουν απέξω δεκάδες σελίδες με κανονισμούς που αφορούν τις εξόδους σε περίπτωση πυρκαγιάς, τα κλιμακοστάσια, τα παράθυρα, το φαγητό της καντίνας και τα σχολικά λεωφορεία. Υπάρχουν κανονισμοί ακόμα και για το σε ποια σκαλίτσα θα ανέβεις για να τοποθετήσεις κάτι στον τοίχο της σχολικής αίθουσας.

Εξάλλου, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, στα περισσότερα προβληματικά σχολεία εγκαταστάθηκαν ανιχνευτές μετάλλων, πράγμα που σε καθησυχάζει αν είσαι καθηγητής (εφόσον ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος να βρεθείς μπροστά σε περίστροφο, στιλέτο και σουγιά) αλλά που δεν παύει να υπογραμμίζει την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος.

Έτσι, κάθε πρωί, τα παιδιά μπαίνουν στην αίθουσα περνώντας ένα αστυνομικό σύνορο: συνήθως, δίπλα στον ανιχνευτή στέκεται ένας ογκώδης τύπος από τη ζώνη του οποίου κρέμονται οι χειροπέδες. Δεν είναι καλή αρχή για τη σχολική ημέρα κι επιπλέον χάνεται πολύτιμος χρόνος. Το χειρότερο: δεν εμποδίζει τη δράση των μαζικών δολοφόνων στον χώρο του σχολείου.

Οι ένοπλες επιθέσεις στα σχολεία δεν είναι ούτε καινούργιο, ούτε αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο· αλλά, ενώ τον 19ο αιώνα σχετιζόταν με την οπλοφορία (δυσαρεστημένοι μαθητές πυροβολούσαν τον δάσκαλο ή ένα μισητό συμμαθητή τους, έναν “bully” για παράδειγμα), στο πέρασμα του χρόνου εξελίχθηκε σε πρακτική που καθρεφτίζει συνδυασμό κοινωνικών προβλημάτων.

Tο πρώτο παραμένει το καθεστώς της οπλοφορίας και οπλοκατοχής: ενώ υπάρχουν κανονισμοί για τα όπλα-παιχνίδια (τα οποία πουλιούνται με μια ταμπελίτσα σε πορτοκαλί χρώμα), η Εθνική Ένωση Όπλων συμπεριφέρεται σαν κράτος εν κράτει – και σε ορισμένες πολιτείες, ιδιαίτερα στο αγροτικό κοινωνικό περιβάλλον, τα παιδιά (τα αγόρια περισσότερο από τα κορίτσια) αποκτούν το πρώτο τους όπλο προτού αποκτήσουν άδεια οδήγησης. Το σύνθημα της ΕΕΟ είναι: Shooting is fun! Στο Κεντάκυ, στη Γιούτα, στη Μοντάνα, είναι ευκολότερο να αγοράσεις όπλο από το να υιοθετήσεις κατοικίδιο ζώο.

Οι αιτίες της ελεύθερης οπλοφορίας είναι ιστορικές (στην ουσία, «ιστορικό υπόλειμμα» από την εποχή της Άγριας Δύσης) και οικονομικές (στις ΗΠΑ υπάρχουν 114 βιομηχανίες όπλων για ατομική χρήση). Παραλλήλως με τη συνταγματική της εξασφάλιση -το δικαίωμα της οπλοφορίας αποτελεί το περιεχόμενο της Δεύτερης Τροπολογίας, καθώς και μέρος του Βill of Rights- ανθεί το λαθρεμπόριο: όποιος δεν έχει το κατάλληλο προφίλ για να αγοράσει όπλο (είναι, λόγου χάρη, ανήλικος ή έχει ποινικό μητρώο) μπορεί να το προμηθευτεί στον δρόμο.

Επιπλέον, ενώ οι ΗΠΑ θεωρούνται, εν πολλοίς, αστυνομικό κράτος, δεν υπάρχει ηλεκτρονικό φακέλωμα για τους αγοραστές όπλων· όσο για τον αύξοντα αριθμό του κάθε περιστρόφου ή τουφεκιού σβήνεται εύκολα. Μέχρι τώρα, όλες οι κοινοβουλευτικές απόπειρες αναθεώρησης της Δεύτερης Τροπολογίας και της σχετικής νομοθεσίας απέτυχαν: το love story με τα όπλα είναι βαθιά ριζωμένο στην αμερικανική νοοτροπία και δεν ενοχοποιείται για τα βίαια εγκλήματα.

Πράγματι, στις πολιτείες με μακρά παράδοση στη νόμιμη οπλοφορία (Κεντάκυ, Γιούτα, Μοντάνα, Δυτική Βιρτζίνια, Αλάσκα, Γουαϊόμινγκ, Βόρεια Ντακότα) σημειώνονται λιγότερες μαζικές δολοφονίες: φαίνεται να παίζει ρόλο κάποια «παιδεία» στην οπλοφορία. Ωστόσο, το επιχείρημα «καθετί μπορεί να χρησιμεύσει ως όπλο» είναι σαθρό: ένα μαχαίρι της κουζίνας δεν μπορεί να προκαλέσει την ίδια βλάβη μ’ ένα ημιαυτόματο .223 Βushmaster ή μ’ ένα AR-15.

Το δεύτερο ζήτημα είναι η ψυχιατρική πρακτική στις ΗΠΑ. Υπάρχει διαγνωστικό και θεραπευτικό έλλειμμα, ένας συνδυασμός ανεκτικότητας της «διαφοράς» και αμέλειας. Αν σε μερικές κοινωνίες κινδυνεύεις να θεωρηθείς τρελός χωρίς να είσαι, στις ΗΠΑ κινδυνεύεις να θεωρηθείς φυσιολογικός χωρίς να είσαι. Το αποτέλεσμα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ισοδυναμεί με απανθρωπιά. Ο «τρελός» έχει ανάγκη ειδικής μεταχείρισης, δεν μπορεί να ζήσει στον κόσμο χωρίς να βλάψει τους άλλους και τον εαυτό του. Όμως, στις ΗΠΑ, το σχολείο, η οικογένεια, ο χώρος της εργασίας αρνούνται να δουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο: στις σχολικές τάξεις υπάρχουν παιδιά που θα έπρεπε να βρίσκονται σε ειδικά ιδρύματα – στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονται απόβλητοι (τα κοροϊδεύουν, τα απομονώνουν), αλλά μπορούν να εξελιχθούν σε θύτες.

Επιπλέον, οι ψυχιατρικές διαγνώσεις καταλήγουν σε φαρμακευτικές αγωγές με αμφίβολα αποτελέσματα – όχι σπάνια, τα ψυχοφάρμακα ενεργοποιούν βίαιες παρορμήσεις. Εννοείται ότι κι εδώ έχουμε μια γκρίζα περιοχή που διατηρείται γκρίζα από το ιατρικό και φαρμακευτικό κατεστημένο: για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια, η τριαζολάμη κατηγορήθηκε για επικίνδυνες παρενέργειες (διαταραχές της συμπεριφοράς) αλλά η διαμάχη έσβησε και το θέμα μισοξεχάστηκε.

Σε όλα αυτά προστίθεται η αδυναμία της αστυνομίας να συγκροτήσει τη φυσιογνωμία του υποψήφιου μαζικού δολοφόνου ώστε να κινηθεί αναλόγως. Δεν υπάρχουν κοινωνίες χωρίς τρελούς, υπάρχουν όμως κοινωνίες που συγκρατούν τις ανθρώπινες τρέλες. Η πρόληψη του εγκλήματος είναι σχετικά εύκολη στις καθημερινές μορφές παραβατικότητας – όμως τα πράγματα δυσκολεύουν όταν η αστυνομία, παρά την τακτική ελαχιστοποίησης των κινδύνων, καθυστερεί να αναγνωρίσει τις μορφές του εγκλήματος που τοποθετούνται εκτός «καθημερινότητας», καθώς κι όταν αποτυγχάνει να καθορίσει τα χαρακτηριστικά των εγκληματιών. Ενώ έχει εμβαθύνει στην ψυχολογία των serial killers, δεν φαίνεται να κατανοεί τους μαζικούς δολοφόνους στα σχολεία.

Οι δολοφονίες στις ΗΠΑ μειώνονται διαρκώς από το 1991-92, παραμένουν όμως σε υψηλά επίπεδα συγκριτικά με τις υπόλοιπες δυτικές χώρες. Πράγματι, οι μισές γίνονται εξαιτίας της προσβασιμότητας στα όπλα πράγμα που, ωστόσο, δεν εξηγεί γιατί 15.000 άνθρωποι ετησίως σκοτώνουν συνανθρώπους τους, ενώ άλλοι τόσοι προσπαθούν αλλά δεν τα καταφέρνουν προκαλώντας τραυματισμούς και ακρωτηριασμούς. Τίθεται το ερώτημα της ομαδικής ψύχωσης: το ένα αιματηρό επεισόδιο φαίνεται να εμπνέει το άλλο· οι δράστες αντιγράφουν και σκηνοθετούν το δικό τους επεισόδιο που πρέπει να είναι θεαματικότερο από κάθε προηγούμενο – έτσι, η βία κλιμακώνεται. Επίσης, τίθεται το ερώτημα της «εξαγρίωσης» μέσω του θεάματος της βίας (είναι εντυπωσιακή η έλλειψη κανονισμών στην αγορά βιντεοπαιχνιδιών): τα εγκλήματα είναι λιγότερα αλλά ειδεχθέστερα.

Τέλος, μπορούμε να δούμε ένα συμβολισμό στις μαζικές δολοφονίες στα σχολεία: ο ασφαλής, γλυκός κόσμος που περιγράφει το αναγνωστικό μας γίνεται ο τόπος του εγκλήματος· τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι.