Πολιτικη & Οικονομια

Πού είναι οι Αγανακτισμένοι;

Η μελαγχολία της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης

Αγγελική Σπανού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημελαγχολία της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης οφείλεται πιο πολύ στη βουή του αγριεμένου πλήθους που δεν ακούγεται. Ακόμη και όταν συμβαίνουν φοβερά πράγματα οι αντιδράσεις είναι σχετικά χαμηλότονες. Η οργή εκφράζεται από πολύ μικρές μειοψηφίες και με τον πλέον απωθητικό τρόπο. Αρχισαν οι προπηλακισμοί υπουργών και δυσκολεύει η κίνηση των αναγνωρίσιμων κυβερνητικών στελεχών στην πόλη και στην περιφέρεια, όμως τίποτα μαζικό δεν οργανώνεται, δεν υπάρχει κινηματική δράση, ούτε ένας έντονος λαϊκός παλμός ανυπακοής.

Η προφανής εξήγηση είναι ότι η απουσία αξιόπιστης και ενδιαφέρουσας πολιτικής έκφρασης της διαμαρτυρίας εμποδίζει τη δυναμική εκφόρτισή της. Αλλη, όχι αταίριαστη, ερμηνεία αναφέρεται στον εθισμό που προκαλεί η διαρκής επανάληψη της αποτυχίας και του αδιεξόδου - ακόμη και η απελπισία συνηθίζεται. Με άλλα λόγια, όταν δεν υπάρχει εναλλακτική, επομένως ελπίδα, δύσκολα κινητοποιείται κανείς αφού δεν πιστεύει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν ό,τι και αν κάνει ο ίδιος, οι άλλοι ή όλοι.

Υπάρχει, άλλωστε, και η αίσθηση ότι σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν οι ταυτίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία γιατί η ηγετική ομάδα είναι πολύ κοντά στον μέσο όρο της κοινωνίας, είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, επομένως μπορείς και εσύ, με κάποιον τρόπο δικαιώνεσαι αφού ένας όμοιός σου έφτασε τόσο ψηλά. Πολύς κόσμος πιστεύει στις προθέσεις της κυβέρνησης, ότι ακόμη και αν δεν τα καταφέρνουν, τουλάχιστον προσπαθούν, ότι διαπραγματεύονται στο όνομα του λαού και όχι των συμφερόντων, ότι μπορεί να μην τους βγαίνει, αλλά δεν είναι απέναντι ή από πάνω, είναι κάτω και δίπλα.

Πολλά μπορεί να σκεφτεί κανείς για να δικαιολογήσει την ησυχία όταν -για παράδειγμα- οι τραπεζικές μετοχές μηδενίζονται, όταν το κράτος ΣΥΡΙΖοποείται, εκδιώκονται οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι από την Ειδομένη, συλλαμβάνεται ο καστανάς ή τραμπουκίζει ο υφυπουργός του “ιού ΧΙΒ”. Οπωσδήποτε θα ήταν λάθος να ξεχάσουν όσοι ακόμη αναρωτιούνται τι μας έχει συμβεί πως όσο το παλιό πολιτικό σύστημα που σφράγισε την πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία αρνείται να εξαφανιστεί τόσο η μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα θα καθυστερεί, τόσο ο κύκλος δεν θα κλείνει, τόσο πιο τραυματική θα γίνεται η εκκρεμότητα.

Βοηθούν και οι έξω που έχουν τεράστια περιθώρια ανοχής γιατί η προσφυγική κρίση και ο τυφώνας Λεπέν καθιστά απαγορευτική για την ευρωπαϊκή σταθερότητα την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης, ενώ η εμπειρία τους από τη «μεταρρυθμιστική ορμή» των προηγούμενων κυβερνήσεων είναι τόσο τραυματική που δεν τους αφήνει να καγχάσουν με το σημερινό σύστημα εξουσίας. Στην πραγματικότητα το έχουν πάρει απόφαση ότι η ελληνική εξαίρεση είναι αθεράπευτη, επομένως δεν έχει νόημα η σύγκρουση παρά μόνο μια βελούδινη περιθωριοποίηση.

Όλα αυτά μαζί συνδυάζονται με τη γοητεία του εθνικολαϊκιστικού λόγου με τον οποίο αρθρώνεται το κυρίαρχο αφήγημα: Αντιστεκόμαστε στο νεοφιλελευθερισμό και στις ακραίες ευρωπαϊκές δυνάμεις που θέλουν το κακό μας, αγωνιζόμαστε για τη δημοκρατία και την ελευθερία, απέναντι στον εξωτερικό και τον εσωτερικό (διαπλοκή) εχθρό, στο τέλος θα νικήσουμε - αλλά πότε και τι τέλος;

Με αυτά και με εκείνα, οι Αγανακτισμένοι μένουν σπίτι, είναι μόνοι και καθόλου αποφασισμένοι για έναν νέο αντιμνημονιακό γύρο χωρίς πολιτικό ταγό. Δεν θα βρεις πια εύκολα γύρω σου κάποιον που θα υπερασπιστεί στα σοβαρά τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν θα βρεις και εκείνον που θα αναφωνήσει ότι αν είχαμε τώρα μια κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ η ζωή μας θα γινόταν καλύτερη - ακόμη και αν το σκεφτεί, θα ντραπεί να το πει.

Η μελαγχολία της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης μετριάζεται με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή, κάπως, θα ξεσπάσει η βουβή οργή που σωρεύεται και υποφώσκει. Όσο ελπίζουν τόσο δεν αλλάζουν και έτσι τόσο πιο πολύ αργεί αυτό που περιμένουν.