Πολιτικη & Οικονομια

Ρε συ, μας ψεκάζουνε!

Ευτύχης Παλλήκαρης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υποψία ή βεβαιότητα; Προχτές, μπαίνοντας σε ένα ταξί έπιασα κουβέντα με τον ιδιοκτήτη του. Αφού πέρασε γενεές δεκατέσσερις τους πολιτικούς και τους ξένους, έφτασε στο ψητό: “Μας ψεκάζουν, δεν εξηγείται αλλιώς”. Τον κοίταξα συλλογισμένος. Μια μέρα πριν, η φαρμακοποιός της γειτονιάς μου έλεγε πως κάποιος πελάτης ρώτησε αν υπάρχει κάποιο φάρμακο κατά του ψεκασμού... Πέρσι ακριβώς τέτοια εποχή, ο οδηγός πλατφόρμας που μετέφερε στο συνεργείο τη χαλασμένη μου μηχανή, έπαιρνε όρκο ότι κάτι μας ρίχνουν από εκεί ψηλά.

Ρώτησα τον ταξιτζή πώς καταλαβαίνει αυτό που εγώ αδυνατώ να εντοπίσω-εκτός και αν είμαι ψεκασμένος, άρα, μέρος του προβλήματος. Μου απάντησε: “Δεν βλέπεις τους ανθρώπους στα πεζοδρόμια; Πάνε αγέλαστοι, σαν υπνωτισμένοι. Μας ψεκάζουνε σου λέω”. Κι ύστερα ήρθε ΤΟ επιχείρημα: “Αφού το λένε πολιτικοί και δημοσιογράφοι, τι, αυτοί δεν ξέρουν;”.

Κάτι μου διαφεύγει, δεν μπορεί. Μέχρι προχτές ήμουν σίγουρος ότι οι πολίτες αυτής της χώρας πληρώνουν ασταμάτητα οριζόντιες περικοπές, περικοπές μισθών, φόρους, χαράτσια, λογαριασμούς, τέλη, εισφορές αλληλεγγύης, ΦΠΑ, έκτακτες εισφορές, εισφορές ακινήτων, τέλη- με τέτοια συχνότητα, που πράγματι δεν ξέρουν που πατάνε και ο κόσμος χάνεται γύρω τους. Γι αυτό όμως δεν φταίει κάποιο διαπλανητικό “αεροζόλ”, αλλά μια κρίση χωρίς προηγούμενο, που τη διαχειρίζεται μια ανεπαρκής πολιτική τάξη-ναι, αυτή που συνέβαλε στα χειρότερα. (Ένα μικρότερο ποσοστό παραπατάει μόλις δει το νέο επεισόδιο του “Σουλειμάν” στην τηλεόραση, ή κάποιο δελτίο ειδήσεων ενώ στους “ψεκασμένους” συνυπολογίζονται πλέον και οι οπαδοί της ΑΕΚ...).

Πλήρωσα τον ταξιτζή και βγαίνοντας, κοίταξα ψηλά. Ο ουρανός είχε για λίγο απαλλαγεί από τα σύννεφα. Αίφνης, διέκρινα ένα αεροσκάφος, να χάνει ύψος. Όχι, απλώς έκανε κάθετη εφόρμηση προς την πρωτεύουσα- κάτι σαν Στούκας. Κι ύστερα μια γκρίζα σκόνη απλώθηκε παντού.

Ρε συ, μας ψέκαζαν! Είχε δίκιο ο ταξιτζής. Πώς δεν το είχα πάρει χαμπάρι τόσο καιρό; Αυτά κάνουν οι περισπούδαστες αναλύσεις. Πανικόβλητος έτρεξα στο πιο κοντινό φαρμακείο για να ρωτήσω για το γιατρικό. Όμως ήταν αργά. Το σπρέι του τρόμου με είχε προλάβει. Καθώς έχανα για πάντα το χαμόγελό μου ήρθε στο νου μου η “νύχτα των ζωντανών νεκρών” του Ρομέρο. Ναι, ήμουν πια ένα ψεκασμένο ζόμπι.