Πολιτικη & Οικονομια

Μεταρρυθμίσεις στη σοβιετική Ελλάδα

Δημήτρης Σκάλκος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έκανε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση, συγκρίνοντας τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας με την αντίστοιχη κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ αμέσως μετά την κατάρρευση του σοβιετικού πολιτικού οικοδομήματος. Πραγματικά, το πολιτικό μας σύστημα βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση να αντιστοιχήσει θεσμούς, πρακτικές και αντιλήψεις με τη σύγχρονη πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.

Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα τιτάνιο έργο, το οποίο ξεπερνά τις απαιτήσεις ενός ομολογουμένως δρακόντειου προγράμματος προσαρμογής. Ουσιαστικά, η Ελλάδα καλείται να αλλάξει το «παράδειγμα» λειτουργίας της, το οποίο κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου και οδήγησε στα γνωστά αποτελέσματα. Ένα παράδειγμα που προσάρμοσε σταδιακά θεσμούς, συμπεριφορές και νοοτροπίες στις επιταγές του κρατισμού, της προσοδοθηρίας και ενός εσφαλμένου ατομισμού. Και δημιούργησε ένα πρόσφορο περιβάλλον για να ευδοκιμήσουν τα ειδικά συμφέροντα, η διαφθορά, η κοινωνική ανευθυνότητα και η οικονομική αναποτελεσματικότητα.

Είναι λοιπόν σκόπιμο να μελετήσουμε αντίστοιχες ιστορικές περιπτώσεις καθεστωτικής μετάβασης ώστε να εξάγουμε συμπεράσματα ενδεχομένως χρήσιμα στη σημερινή ελληνική συγκυρία. Ανατρέχοντας σε εκείνη την περίοδο των ραγδαίων αλλαγών, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε σε ένα από τα πλέον επιτυχημένα παραδείγματα οικονομικής και πολιτικής μετάβασης, το παράδειγμα της Τσεχίας. Ο τότε υπουργός Οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργός και πρόεδρος της Τσεχικής Δημοκρατίας Βάτσλαβ Κλάους, στη συλλογή κειμένων του «Ο Δρόμος προς τη δημοκρατία» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2006), δίνει τις βασικές παραμέτρους της επιτυχημένης μετάβασης: «ξεκάθαρη εικόνα της κοινωνίας που θέλαμε να εγκαθιδρύσουμε ∙ ικανότητα των πολιτικών ηγετών που βρέθηκαν ξαφνικά και αναπάντεχα στις θέσεις τους μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μια ρεαλιστική και εφαρμόσιμη στρατηγική μεταμόρφωσης ∙ ικανότητα των πολιτικών ηγετών να συγκεντρώσουν ικανοποιητική υποστήριξη για τα μέτρα, τα οποία ήταν επώδυνα και επομένως μη δημοφιλή» (σελ. 25).

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι, κάθε μετάβαση είναι πρώτιστα μία πολιτική διαδικασία, η οποία εμπερικλείει την ικανότητα της πολιτικής ηγεσίας να προσδώσει θετικό περιεχόμενο («όραμα») στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα ζητήματα που άπτονται της πολιτικής οικονομίας των μεταρρυθμίσεων, όπως η έκταση (ιεράρχηση) και η ένταση (χρόνος εφαρμογής) των μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να μην συνθλιβούν στα τείχη της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Όπως ο ίδιος επισημαίνει εμφατικά, «δεν υπάρχει μεταρρύθμιση ελεύθερη βαρών. Η αλλαγή ενός ολόκληρου συστήματος κοστίζει. Τα κόστη της μεταμόρφωσης αποτελούνται από απώλεια παραγόμενης ποσότητας, θεμελιώδη ανακατανομή κερδών και ζημιών στην κοινωνία, μεγέθυνση ανισότητας ως προς τα έσοδα και την ευμάρεια, απώλεια προτύπων συμπεριφοράς, κ.ά.» (σελ. 57).

Στα παραπάνω δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε τον κεντρικό ρόλο των ιδεών. Το κομμουνιστικό σύστημα στην ανατολική Ευρώπη είχε απολέσει τη νομιμοποίησή του πολύ καιρό πριν τον οριστικό ενταφιασμό του. Είχε απαξιωθεί κοινωνικά και ηθικά πριν από την αναπόδραστη πολιτική και οικονομική του καθίζηση. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί με μια φράση που συμπυκνώνει την αποτυχία του κομμουνιστικού τσεχοσλοβακικού καθεστώτος, «οι πολίτες προσποιούνταν ότι εργάζονταν και οι κυβερνώντες ότι τους πλήρωναν». Αντίθετα, η ελληνική κρίση υπήρξε για το κοινωνικό σώμα μία μάλλον απροσδόκητη κατάληξη, μια απρόσμενη διάψευση των υπέρμετρων προσδοκιών και απαιτήσεων που είχαν αδικαιολόγητα καλλιεργηθεί από ένα ανεύθυνο και αδίστακτο πολιτικό προσωπικό. Στην παρακμάζουσα Τσεχοσλοβακία οι δοκιμαζόμενοι πολίτες είχαν, σε μεγάλο βαθμό, συνειδητή επίγνωση των κακώς κειμένων της χώρας τους. Αντίθετα στην προ κρίσης Ελλάδα, πολλοί ήταν εκείνοι που συμμετείχαν πρόθυμα στην αναπαραγωγή του σημερινού χρεοκοπημένου συστήματος θυμίζοντας τους Τρώες στην Αινειάδα του Βιργιλίου, όπου «με τραγούδια και χαρές, έφεραν μέσα τον θάνατο, την απάτη και την καταστροφή».

Τούτος είναι ο λόγος που δίπλα στα συνήθη προβαλλόμενα αίτια της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας, τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, την ανεπάρκεια των πολιτικών ηγεσιών, την κρίση του (αντι-)παραγωγικού μας μοντέλου, πρέπει να προσθέσουμε την ιδεολογική χρεοκοπία. Οι λανθασμένες ιδέες που πρόθυμα υιοθετήσαμε και πεισματικά ακολουθήσαμε τα τελευταία πολλά χρόνια ήταν αυτές που συνέτριψαν το ελληνικό σκαρί στα βράχια της ευρωπαϊκής κρίσης. Και μόνο οι ορθές ιδέες μπορούν, λειτουργώντας ως πυξίδα, να το κατευθύνουν και να το βάλουν σε σωστή ρότα για ήρεμα νερά και απάνεμα λιμάνια.

Εδώ βρίσκεται η ευθύνη αλλά και το πεδίο δράσης των ελλήνων μεταρρυθμιστών. Για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στη σοβιετική Ελλάδα δεν αρκούν η τεχνοκρατική σκέψη και η πολιτική βούληση. Η επιτυχία ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος που θα ξαναδώσει πνοή στην καθημαγμένη οικονομία και την αποκαρδιωμένη κοινωνία μας, δεν θα προέλθει ως αποτέλεσμα εκλογικής αριθμητικής ή, χειρότερα, πολιτικού καιροσκοπισμού πάνω σε μια άνευρη πολιτική ατζέντα ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή χιλιοειπωμένων ή ανεδαφικών προτάσεων. Θα είναι αποτέλεσμα ειλικρινούς διαλόγου με την κοινωνία και οικοδόμησης πολιτικής συναίνεσης με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, είναι αναγκαίο να δώσουμε τη μάχη των ιδεών.