- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο καπιταλισμός αντιμάχεται τον κομμουνισμό για την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την υπεραξία της εργασίας. Ο νεοφιλελευθερισμός αντιμάχεται τον σοσιαλισμό για τον ρόλο του κράτους στην οικονομία και τις κοινωνικές παροχές. Ο εθνικισμός αντιμάχεται τον διεθνισμό για την ελεύθερη διακίνηση εργατικού δυναμικού.
Όλες οι παραπάνω διαμάχες των –ισμών επικεντρώνονται στον τρόπο διανομής του παραγόμενου πλούτου και τον έλεγχο της πρόσβασης σε αυτόν. Διαχρονικά η διανομή του πλούτου έχει απασχολήσει την ανθρωπότητα, ειδικά κατά τις περιόδους που η ταχύτητα των εξελίξεων (τεχνολογικών, γεωπολιτικών κλπ) προκάλεσε έντονες ανακατατάξεις στην παγκόσμια οικονομία και άλλαξε τους συσχετισμούς. Μήπως όμως προτού αναπτύξουμε οικονομικές θεωρίες και ιδεολογικά συστήματα για την διανομή του παραγόμενου πλούτου θα ήταν καλό να ασχοληθούμε με την παραγωγή του;
Το σημερινό πρόβλημα της ελληνικής και κατ’ επέκταση ευρωπαϊκής οικονομίας είναι επί της ουσίας πρόβλημα παραγωγής και όχι πρόβλημα διανομής, το οποίο κατά την άποψη του γράφοντος προκαλείται από την πρόοδο στην παραγωγή που σημειώνεται στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες με προεξάρχουσα την Κίνα. Η διαμάχη για την διανομή θα συνεχίζεται επ’ αόριστον και είναι μια άλλη κουβέντα. Όσο όμως ο δημόσιος διάλογος αγνοεί το πρόβλημα παραγωγής, δεν θα υπάρχει πλούτος για να διανεμηθεί. Προφανώς βέβαια η αύξηση του πλούτου στο σύνολο μιας οικονομίας δεν αρκεί για να ζήσουν όλοι καλύτερα, αλλά είναι προαπαιτούμενο.
Στα πρώτα κεφάλαια οποιουδήποτε βιβλίου οικονομικής θεωρίας υπάρχει αναφορά στην έννοια του συγκριτικού πλεονεκτήματος, το οποίο αν αξιοποιηθεί αποφέρει κέρδος και στις δύο πλευρές που συμφωνούν στην ανταλλαγή κάποιων αγαθών. Το εντυπωσιακό στην ιστορία αυτή είναι ότι ακόμα κι αν η μία πλευρά είναι πολύ πιο παραγωγική από την άλλη και στα δύο αγαθά που ανταλλάσσονται, συνεχίζουν να έχουν όφελος και οι δύο πλευρές καθώς μπορούν να επιτύχουν καλύτερο βιωτικό επίπεδο με λιγότερες ώρες δουλειάς.
Ένα απλό παράδειγμα με δύο αγαθά, γάλα και ψωμί. Ας υποθέσουμε ότι ο Γιάννης παράγει σε μία ώρα μία μονάδα γάλακτος ή τρεις μονάδες ψωμιού. Αντίθετα η Μαρία σε μία ώρα παράγει τρεις μονάδες γάλακτος ή έξι μονάδες ψωμιού. Αυτό σημαίνει ότι στον Γιάννη κάθε μονάδα γάλακτος κοστίζει τρεις μονάδες ψωμιού ενώ στην Μαρία το γάλα κοστίζει μόνο δύο μονάδες ψωμιού, άρα είναι συγκριτικά φθηνότερο (αντίστροφα για το ψωμί). Αν λοιπόν ο Γιάννης παράγει μόνο ψωμί, η Μαρία μόνο γάλα και συμφωνήσουν σε μία σχέση ανταλλαγής 1 μονάδα γάλακτος για 2,5 μονάδες ψωμιού, τότε και οι δύο είναι κερδισμένοι διότι ο καθένας επικεντρώνεται σε αυτό που ξέρει να κάνει συγκριτικά καλύτερα. Παρότι η Μαρία είναι καλύτερη και στα δύο, δεν την συμφέρει να κάνει και τα δύο. Ο σωστός καταμερισμός της εργασίας/παραγωγής και η εξειδίκευση στο αγαθό που προσφέρει συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ο μόνος τρόπος να βελτιωθεί το βιωτικό επίπεδο όλων.
Το παραπάνω παράδειγμα μπορεί να επεκταθεί σε επίπεδο χωρών – οικονομιών και είναι σχεδόν προφανές ότι ενδεχόμενος προστατευτισμός στα «εγχώρια» προϊόντα, μόνο συρρίκνωση μπορεί να φέρει καθώς δεν επιτρέπει στις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας – οικονομίας να επικεντρωθούν σε αυτό που μπορούν να κάνουν συγκριτικά καλύτερα. Ο προστατευτισμός προσφέρει μόνο μια βραχυπρόθεσμη ψευδαίσθηση ότι διατηρούνται εγχώριες θέσεις εργασίας έναντι της «εισβολής» ξένων προϊόντων που «παράγουμε κι εμείς!». Δείτε για παράδειγμα τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία για την κατανάλωση γεωργικών προϊόντων που εν γένει παράγει και η ελληνική ύπαιθρος και τα σχόλια που τα ακολούθησαν.
Άλλη μία στρέβλωση του συγκριτικού πλεονεκτήματος μιας οικονομίας είναι η άκριτη μείωση των μισθών στο πλαίσιο της «εσωτερικής» υποτίμησης. Ακόμα κι αν οδηγήσει σε μείωση κόστους παραγωγής και τελικής τιμής τα οποία πιθανώς να αυξήσουν την ζητούμενη ποσότητα, αλλοιώνει τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας. Οι οποίες πραγματικές δυνατότητες θα εξασφάλιζαν ένα υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης από αυτό στο οποίο οδηγούν αυτές οι πρακτικές.
Η ανταγωνιστικότητα δεν θα προκύψει από μειωμένους μισθούς και ελαστικές μορφές εργασίας αλλά από την επικέντρωση στα αγαθά εκείνα που η οικονομία είναι συγκριτικά καλύτερη. Μία τέτοια λογική εύκολα φτάνει σε μία αμφίσσημη ιδέα που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη και η οποία προτείνει να αυξηθούν οι μισθοί των Γερμανών εργαζομένων (που είναι ήδη καλοπληρωμένοι συγκριτικά με άλλες χώρες) ώστε να απωλέσει έτσι η Γερμανία μέρος της ανταγωνιστικότητάς της.
Το πρόβλημα με το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ότι δεν παραμένει σταθερό διαχρονικά. Μία τεχνολογική πρόοδος ή κάποια νέα πηγή φυσικών πόρων μπορεί να αλλάξει ριζικά την παραγωγή σε κάποιο μέρος του κόσμου για κάποιο αγαθό. Αυτό θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία, καθότι οι υφιστάμενοι παραγωγοί του προϊόντος αυτού θα απωλέσουν το προηγούμενο συγκριτικό τους πλεονέκτημα (δείτε τι έγινε με την κλωστοϋφαντουργία στην Κίνα που οδήγησε στο κλείσιμο τόσων βιοτεχνιών στην Ευρώπη). Στο προηγούμενο παράδειγμα αν ο Γιάννης βρει μια τεχνολογία που του επιτρέπει να παράγει πλέον δύο μονάδες γάλακτος ανά ώρα (παραμένοντας «χειρότερος» από την Μαρία), αμέσως αντιστρέφεται το προϊόν στο οποίο έχουν εκείνος και η Μαρία συγκριτικό πλεονέκτημα. Κι αν δεν προσαρμόσουν την παραγωγή τους και οι δύο, κανείς τους δεν θα ζήσει καλύτερα.
Σε κάθε οικονομία υπάρχει πάντα κάποιο αγαθό με συγκριτικό πλεονέκτημα – είναι απλά μαθηματικά. Το πρόβλημα προκύπτει από την άρνηση του μετασχηματισμού της παραγωγής ώστε να κατευθυνθεί στα διαφορετικά αυτά αγαθά. Το έχουμε δει στην Ελλάδα κατά κόρον (π.χ. στην κλωστοϋφαντουργία και σε τομείς της γεωργίας) όπου παραγωγοί διαμαρτύρονται όταν τα προϊόντα τους μένουν αδιάθετα και εμμένουν να ζητούν προστασία από το κράτος έναντι ανταγωνιστικών προϊόντων που εισάγονται ή να απαιτούν επιδοτήσεις αντί να αλλάξουν παραγωγική δραστηριότητα.
Αντίστοιχα η μείωση του κόστους τους (με μείωση μισθών ή ελαστικών μορφών εργασίας) και της τελικής τους τιμής ώστε να μην απωλέσουν μερίδιο της εγχώριας και διεθνούς αγοράς, μόνο βραχυπρόθεσμα θα είναι αποτελεσματικό. Τελικά θα διαιωνίσει το πρόβλημα παραγωγής και την επιδείνωση του βιωτικού επιπέδου. Και αυτό το βλέπουμε καθημερινά πια στην Ελλάδα – μπορεί να αυξάνονται οι εξαγωγές, αυτό όμως δεν ανακόπτει την ανεργία ενώ οι τιμές στην εγχώρια αγορά δεν πέφτουν ιδιαίτερα.
Έχει ακουστεί πλατιά η άποψη ότι η Ελλάδα πρέπει να πάψει να περιμένει τα πάντα από «τον τουρισμό, το λάδι και την φέτα». Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι αν αυτά όντως είναι τα προϊόντα στα οποία έχει η ελληνική οικονομία συγκριτικό πλεονέκτημα, τότε σε αυτά πρέπει να επικεντρωθεί ακόμα περισσότερο – ή σε όποια άλλα έχει πλεονέκτημα και να αφήσει αυτά στα οποία το έχει ήδη απωλέσει.
Κι επειδή ο τουρισμός κατά την άποψη του γράφοντος είναι ένα από αυτά, ο στόχος για την αναπτυξη της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι απλά η αύξηση των αφίξεων από τα 16 εκατομμύρια το 2012 στα 17 το 2013 αλλά τουλάχιστον ο διπλασιασμός τους. Και σε αυτό τον στόχο πρέπει να αφιερωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας με την συμβολή και του κράτους. Ιδέες υπάρχουν μερικές από τις οποίες επιφυλάσσομαι να παρουσιάσω.
Εν κατακλείδι, ο διαρκής μετασχηματισμός της οικονομίας και της παραγωγής ώστε να προσανατολίζονται σε διαφορετικά αγαθά ανάλογα τις διεθνείς ισορροπίες και τις νέες μεθόδους παραγωγής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ευημερία του ανθρώπου. Η εξειδίκευση είναι η απάντηση στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την διανομή του πλούτου ούτε με τον –ισμό ο οποίος θα επικρατήσει τελικά.