Πολιτικη & Οικονομια

Edito 549

Φτωχαίνουμε κάθε χρόνο περισσότερο. Απόλυτα συναινετικά

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 549
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Προσπαθώ να γελάσω λίγο με αυτή την υπόθεση των Ελληνίδων φοιτητριών που εκδίδονται για μια τυρόπιτα κουρού. Αλλά δεν μπορώ ούτε να χαμογελάσω. Γιατί το ξένο μέσο ενημέρωσης δεν είναι κανένα της πλάκας. Και για να «φάνε» οι «Times» τέτοιο δημοσίευμα, πάει να πει ότι σιγά-σιγά έχει διαμορφωθεί πια σε ολόκληρο τον πλανήτη μια εικόνα της Ελλάδας ως «αποτυχημένου κράτους», μια εικόνα τριτοκοσμική, απόλυτης παρακμής, φτώχειας, δυστυχίας και διαφθοράς. Η αυτοθυματοποίηση της «γενοκτονίας» και της «ανθρωπιστικής καταστροφής» ήταν επιτυχής, ας μη θυμώνουμε τώρα με τους ξένους, ας θυμηθούμε τι κάναμε εμείς για να δημιουργηθεί αυτή η εικόνα.

Οι εικόνες στα σύνορα, στην Ειδομένη, είναι αποκαρδιωτικές. Δεν είναι μόνο το δράμα των εγκλωβισμένων ανθρώπων, που απομονωμένοι εκεί, σε μια στενή λωρίδα γης ανάμεσα στα σύνορα, υπομένουν τις βροχές, τις λάσπες και το κρύο στην ύπαιθρο. Δεν είναι μόνο η οικονομική καταστροφή για την ελληνική οικονομία, που βλέπει την κύρια οδό μεταφορών με σιδηροδρομικές γραμμές να μένει αποκλεισμένη και τις εταιρείες που έχουν επενδύσει στην Ελλάδα ως διαμετακομιστικό κέντρο να ετοιμάζονται να αποχωρήσουν. Είναι η απόλυτη ανεπάρκεια της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας, που φαντάστηκε ότι και τα διεθνή προβλήματα λύνονται όπως τα λύνουμε στο εσωτερικό μας. Με κόλπα. Με προσποιήσεις, με κορόνες, με μεγάλες κουβέντες και από πίσω με κουτοπόνηρες κινήσεις να κουκουλώνουμε τα θέματα, να τα στέλνουμε στον επόμενο, να αφήνουμε τα προβλήματα να «λιάζονται» στις πλατείες και μετά να «εξαφανίζονται» μυστηριωδώς, όπως εξαφανίζονται τα πρωθυπουργικά tweets από τα αγγλικά και μένουν μόνο στα ελληνικά, μαγκιές εσωτερικής κατανάλωσης. Κάπως έτσι η Ευρωπαϊκή Ένωση μας προσπέρασε εντελώς και διαπραγματεύτηκε τη λύση του προβλήματος κατευθείαν με την Τουρκία.

Τα συρματοπλέγματα που στήνει η κυβέρνηση των Σκοπίων στα σύνορα με την Ελλάδα είναι η σουρεαλιστική εικόνα της παταγώδους αποτυχίας μας. Ένα μικρό, αδύναμο, ασταθές κράτος της περιφέρειας σηκώνει φράκτες, βάζει αυτό φραγμούς στην είσοδο, από μια μεγαλύτερη χώρα του στενού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα όσα διεξήχθησαν την προηγούμενη βδομάδα στην κεντρική πολιτική σκηνή δείχνουν απλώς το χιλιοεπιβεβαιωμένο: ότι το πολιτικό προσωπικό είναι μέρος του προβλήματος και εμποδίζει κάθε λύση. Δεν ξέρουν τίποτε άλλο από μια σύγχρονη διακυβέρνηση κράτους, παρά τις προσποιήσεις, τις μπλόφες, την απόσειση των ευθυνών και το φόρτωμα του κόστους στους άλλους. Η επιχείρηση «συναίνεση» ήταν άλλο ένα επεισόδιο στο θέατρο της ακινησίας. Η κυβέρνηση ζήτησε τη συνεννόηση των κομμάτων ώστε όλα μαζί «να βάλουν τις κόκκινες γραμμές στο ασφαλιστικό». Σε ποιους να βάλουν τις κόκκινες γραμμές; Και μάλιστα όλα μαζί; Είναι κάποιος έξω από μας, εχθρός, που θέλει το κακό μας;

Μέσα δε στη συνεδρίαση, ο πρωθυπουργός, όταν οδηγήθηκε η σύσκεψη σε αποτυχία, τους ζήτησε να υπογράψουν ότι «είναι αντίθετοι στις μειώσεις συντάξεων». Ότι είναι καλοί άνθρωποι, δηλαδή. Ότι, όσοι δεν υπογράψουν, είναι κακοί και θέλουν το κακό των συνταξιούχων. Γιατί όλα εξαρτώνται από το αν υπογράψουμε. Γιατί άμα υπογράψουμε, κι άμα το λέμε και φωναχτά 3 φορές τη μέρα, σαν μάντρα, μπορεί και να γίνει το θαύμα εν Κανά, μπορεί να βρούμε λεφτά και να δίνουμε όσες συντάξεις θέλουμε, σε όσους θέλουμε.

Την ίδια στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά τα θλιβερά, η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό έχει υπολογίσει ήδη μερικά δις από μειώσεις των συντάξεων. Παρακολουθούμε δηλαδή ξανά άλλο ένα επεισόδιο στεγνής παραπλάνησης της κοινωνίας, με τη μέθοδο της αναζήτησης εχθρών στους άλλους, τις τρόικες, τους Ευρωπαίους, που μας επιβάλλουν, που μας πιέζουν, που εμείς αντιστεκόμαστε ηρωικά, όλοι οι Έλληνες, εκτός από μερικούς προδότες. Το ρεπερτόριο του εθνολαϊκισμού, της απάτης, της ευκολίας, της εικονικής πραγματικότητας. Και σ’ αυτό πρέπει κάποιοι να συναινέσουν για άλλη μια φορά, για να μη γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα;

Αυτό που παρατηρούμε αυτές τις μέρες δεν είναι μόνο η ολοκληρωτική κατάρρευση κάθε αξιοπιστίας της κυβέρνησης Συριζανέλ. Αλλά και η αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αντιπαραθέσουν πειστικά μια διαφορετική στάση. Δηλαδή, πραγματικά, αν η κυβέρνηση υπογράφει μνημόνια, αν η κυβέρνηση παζαρεύει με την τρόικα, μειώνει τους μισθούς και τις συντάξεις, αν βάζει φόρους, έγινε τώρα μια σοβαρή, υπεύθυνη κυβέρνηση; Δηλαδή αν «ιδιωτικοποιεί» σε τιμή ευκαιρίας τις τράπεζες σε ξένα «hedge funds» είναι μια καλή, ευρωπαϊκή κυβέρνηση;

Δηλαδή αν ο Αλέξης Τσίπρας είναι «ο πιο δεξιός πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης», όπως χιουμοριστικά ειρωνεύονται οι χρήστες των social media, τα προβλήματά μας μπήκαν σε σωστό δρόμο; Δηλαδή, 5 χρόνια τώρα, είμαστε στο σωστό δρόμο; Κι αφού είναι έτσι, τότε γιατί δεν «συναινούν» κι αυτά με την τωρινή κυβέρνηση; Αν το πρόβλημα ήταν πράγματι ποιοι υπογράφουν μνημόνια και ποιοι όχι, γιατί έχουμε πρόβλημα τώρα που τα υπογράφουν όλοι; Μήπως το ψεύτικο δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» βόλευε όλο το πολιτικό σύστημα; Τα υπόλοιπα κόμματα δεν θα γίνουν πειστικά παρά μόνο αν πουν όλη την αλήθεια. Αυτό θα είναι και το κρίσιμο στοιχείο που θα τα τοποθετήσει στη σωστή τους θέση: στα προβλήματα ή στις λύσεις. Ούτε οι αλλαγές αρχηγού, ούτε οι νεφελώδεις «κεντροαριστερές». Μόνο η απάντηση σε ένα ερώτημα: Αλλαγή ή παλινόρθωση του συστήματος. Μεταρρύθμιση ή αντιμεταρρύθμιση.

Η πρόταση να αντιμετωπίσουμε τη χρεοκοπία του ασφαλιστικού με αύξηση των εισφορών δείχνει ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν καταλάβαμε τίποτα. Για να μη μειωθούν οι συντάξεις θα αυξήσουμε τους ανέργους. Έπειτα θα κατηγορήσουμε τους «ξένους».

Η κυβέρνηση, οπισθοφυλακή του συστήματος, συνεχίζει την ίδια αδιέξοδη πολιτική, συρρικνώνει την οικονομία προσπαθώντας να διατηρήσει το ίδιο μοντέλο. Δεν αλλάζει το ασφαλιστικό σύστημα, απλώς το κάνει φτωχότερο και φτωχότερο, όλο και πιο φτωχό. Το ίδιο συμβαίνει στο κράτος, σε όλους τους τομείς. Ίδιο αντιπαραγωγικό κράτος, αλλά με λιγότερους και μικρότερους μισθούς. Ίδια αναχρονιστική οικονομία, αλλά μικρότερη. Δεν αλλάζουμε οικονομικό μοντέλο, πολεμήσαμε να διασώσουμε το χρεοκοπημένο. Με αποτέλεσμα, να είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι σ’ αυτό, να φτωχαίνουμε κάθε χρόνο περισσότερο. Απόλυτα συναινετικά.