Πολιτικη & Οικονομια

Η κ. Κωνσταντοπούλου και η κακοσυζήτηση

Δημήτρης Φύσσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολλά διάβασα τελευταία και πολλά είδα για τη βουλευτίνα κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου, ανερχόμενο αστέρι του ΣΥΡΙΖΑ. Η κύρια κατηγορία εναντίον της είναι ότι μιλάει πολύ και επαναλαμβάνεται, χωρίς αίσθημα του χρόνου. Της καταλόγισαν, πρόσφατα, ότι μίλησε 82΄ στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, όπου εξεταζόταν το θέμα της λίστας Λαγκάρντ- κι ότι συνέχιζε να ρωτάει τα ίδια, όσο δεν έπαιρνε απάντηση, ή τουλάχιστον απάντηση ικανοποιητική για την ίδια. Βλέπω επίσης ότι πολλοί την αντιπαθούν, στην ουσία, επειδή είναι κόρη του Νίκου Κωνσταντόπουλου, παλιού προέδρου του κόμματος, επειδή είναι ΣΥΡΙΖΑ, επειδή είναι γυναίκα, επειδή είναι νέα και επειδή είναι φρέσκια πολιτικός.

Έχω τη γνώμη ότι μόνο για το πρώτο θέμα αξίζει να συζητήσουμε. Εύκολα παρατηρούμε ότι εδώ η κ. Κωνσταντοπούλου δεν ανήκει στην εξαίρεση, μα στον κανόνα κακοσυζήτησης των Ελλήνων πολιτικών. Ο κανόνας αυτός, που αφορά ιδίως την τηλεόραση και τη Βουλή, περιλαμβάνει -ιδανικά- τα εξής: ξεπερνάω το χρόνο ομιλίας που μου αναλογεί, είμαι στομφώδης, αερολογώ, πετάγομαι την ώρα που μιλάει άλλος ή έστω τον αποδοκιμάζω με μουρμουρητά ή φωνές, εκφράζομαι πάντα με εριστικότητα, δεν έχω χιούμορ, πετάω φράσεις - κομματικά κλισέ, φωνάζω όλο και πιο δυνατά, έχω πάντα οργισμένο ύφος, λαϊκίζω κολακεύοντας τον πολύ κόσμο, είμαι ξερόλας και απαντάω άλλ’ αντ’ άλλων στις ερωτήσεις αντιστρέφοντας ή γενικεύοντας.

Φυσικά, κανένας δε θα βρεθεί να συγκεντρώνει όλα αυτά τα αρνητικά στοιχεία ταυτόχρονα. Όμως σε ένα γενναίο συνδυασμό τους, που ποικίλλει κατά περίπτωση, αναγνωρίζουμε πολιτικούς απ΄ όλο το φάσμα, όπως τους/τις κ. Γεωργιάδη, Κανέλλη, Παφίλη, Βενιζέλο, Κασιδιάρη, Δούρου, Παναγιώταρο, Καρατζαφέρη, Στυλιανίδη και πάρα πάρα πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί οι κακοσυζητητές ενθουσιάζουν μεν το στενό κομματικό ακροατήριό τους, καταφέρνουν όμως να γίνονται αντιπαθείς στους περισσότερους θεατές - ακροατές τους.

Στον αντίποδα βρίσκονται λιγότερο ή περισσότερο μετρημένοι άνθρωποι, όπως οι κ. Στρατάκης, Δραγασάκης, Πατριανάκου, Χαλβατζής, Κουβέλης, Χατζηδάκης, Μόσιαλος, Βρούτσης, Γιαννάκου, Μπίστης και κάποιοι λίγοι ακόμα. Δηλαδή, πάλι σχεδόν απ΄ όλο το φάσμα. Αυτοί -και μόνο για τον τρόπο που συμμετέχουν σε μια ισότιμη συζήτηση- βρίσκουν ακροατήριο και πέρα από το χώρο τους

Κορυφαίος επαρκής συζητητής ήταν, φυσικά, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Δε διέκοπτε, άκουγε πολύ καλά το συνομιλητή του, μιλούσε επί της ουσίας, δεν είχε στόμφο, παρουσίαζε συγκροτημένο λόγο με επιχειρήματα, απέφευγε τα κλισέ, είχε χιούμορ και έλεγε πού και πού και κανένα «αυτό δεν το ξέρω».

Νομίζω ότι το φαινόμενο «Ζωή Κωνσταντοπούλου» δεν είναι θέμα ούτε κόμματος, ούτε φύλου, ούτε ηλικίας. Είναι θέμα προσωπικότητας / χαρακτήρα και εν μέρει επαγγέλματος (δικηγορία). Έτσι έμαθε η κ. Κωνσταντοπούλου ότι ασκείται η πολιτική στην Ελλάδα, έτσι κάνει. Μέσα στο ρεύμα είναι, στους πολλούς κακοσυζητητές. Γι΄ αυτό, όταν η εν λόγω κυρία ή άλλοι πολιτικοί αυτής της τάσης μετέχουν σε μια συζήτηση (κάτι που συμβαίνει σχεδόν πάντα, αφού αποτελούν την πλειονότητα), έχει μεγάλη σημασία ο ρόλος του προεδρεύοντα / συντονιστή, ώστε ν΄ ακούγονται ισότιμα και οι άλλοι.

Εδικά η κ. Κωνσταντοπούλου έχει τη δυνατότητα, αν το αποφασίσει, ν΄ αλλάξει τη δημόσια εικόνα της κατά τις συζητήσεις. Νέα πολιτικός είναι, προλαβαίνει ακόμα να αυτοδιαγραφτεί από τους κακοσυζητητές- και δε θα χάσει. Δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο και για άλλους/ άλλες, γεροντότερους, εθισμένους κανονικά στην κακοσυζήτηση.

Στο μεταξύ, το αρχειακό υλικό του Μιχάλη Παπαγιαννάκη περιμένει στη διάθεση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, που -ανεξάρτητα από την πολιτική του τοποθέτηση- θα ήθελε να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα του και να μάθει να συζητάει ισότιμα. Εκτός κι αν δε θα ήθελε ούτε το ένα, ούτε το άλλο.