Πολιτικη & Οικονομια

Εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων

Θεόδωρος Σκυλακάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όλοι γνωρίζουμε ότι το πρόγραμμα «διάσωσης» της Ελλάδας βρίσκεται σε αδιέξοδο. Όχι μόνο γιατί το χρέος -στο ύψος που βρίσκεται- δεν υπάρχει περίπτωση να εξυπηρετηθεί χωρίς γενναία αναδιάρθρωση, αλλά προπαντός γιατί παρά την πάροδο τριών ετών μετά την έλευση του μνημονίου δεν υπάρχει ακόμα ένα πρόγραμμα εθνικών μεταρρυθμίσεων και η χώρα κυβερνάται με βάση τις επιταγές της τρόικας με χρήση ενός ιδιόρρυθμού πολιτικού «τηλεκοντρόλ».

Με μικρές άνισες, ημιτελείς και ατελέσφορες εξαιρέσεις (κάποιες προσπάθειες υπουργών για τις αλλαγές στα ανώτατα ιδρύματα, τη δημόσια διοίκηση –Διαύγεια, αξιολόγηση, Καλλικράτης- και προσφάτως τη δημόσια τάξη σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό), το σύνολο του κυβερνητικού έργου προχωρεί τα τελευταία χρόνια με πρωτοβουλία και καθ’ υπαγόρευση της τρόικας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι για παράδειγμα η παρούσα κυβέρνηση επί πέντε σχεδόν μήνες δεν έχει φέρει ούτε ένα μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο στη Βουλή. Όλη η κυβερνητική πολιτική έχει εξαντληθεί στη διαπραγμάτευση (αντιμεταρρυθμιστικών λόγω του οριζόντιου χαρακτήρα τους), δημοσιονομικών περικοπών και φορολογιών και ασθμαίνουσας και με μεγάλη καθυστέρηση νομοθέτησης των προαπαιτουμένων της τρόικας.

Δυστυχώς όμως οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα δεν εξαντλούνται στα 89 ή 109 ή 129 «προαπαιτούμενα» της τρόικας. Ευρωπαίων γραφειοκρατών που ελάχιστη κατανόηση έχουν για το πως πράγματι λειτουργεί η ελληνική οικονομία και κοινωνία και συμπεριφέρονται στην πραγματικότητα περισσότερο ως εισπρακτική εταιρία, παρά ως γνήσιοι φορείς μεταρρυθμίσεων. Η πραγματικότητα της Ελλάδας είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι αντιλαμβάνεται η τρόικα (ή μπορεί να αντιληφθεί οποιαδήποτε τρόικα). Τα σοβαρά πλεονεκτήματά της χώρας (ικανό επίπεδο υποδομών και πολύ αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό, πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, υψηλό επίπεδο υγείας, υψηλός βαθμός οικογενειακής αλληλεγγύης που λειτουργεί ως υποκατάστατο του κοινωνικού κράτους κ.λπ.), καταστρέφονται από τις αδυναμίες στο κράτος και τους θεσμούς, που χαρακτηρίζονται από απίστευτη πολυνομία, μαζική ανομία και διαφθορά.

Όσο η χώρα δεν έκανε οικονομικές προσαρμογές οι επιπτώσεις όλων αυτών κρύβονταν κάτω από το χαλί των δανεικών. Τώρα όμως που πρέπει να δημιουργήσει ένα εκατομμύριο πρόσθετες θέσεις εργασίας μέσα στην επόμενη δεκαετία, τις περισσότερες από τις οποίες στον παραγωγικό τομέα της οικονομίας, η συντεχνιακή, γραφειοκρατική και φαυλοκρατική λειτουργία του ελληνικού κράτους, ορθώνονται ως αδιαπέραστο τείχος και παρεμποδίζουν την δραστική αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας. Σε συνδυασμό βέβαια με τους θηριώδεις φορολογικούς συντελεστές, που πληρώνονται όμως επιλεκτικά λόγω φοροδιαφυγής.

Η Ελλάδα χρειαζόταν από την αρχή και χρειάζεται και τώρα ένα εθνικό σχέδιο όχι 89 αλλά χιλιάδων επί μέρους αλλαγών, που –μαζί με τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις- θα γκρεμίσουν το τείχος που ορθώνεται μπροστά μας. Αυτό όμως δεν γίνεται με «τηλεκοντρόλ» από τις Βρυξέλλες. Χρειαζόταν επίσης ειλικρινή εμπλοκή του πολιτικού της προσωπικού στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, αφού και όσες μεταρρυθμίσεις σχεδιάζονται σε επίπεδο μνημονίου παγιδεύονται ή ακυρώνονται στη διαδικασία υλοποίησής τους, είτε νομοθετικά (με Προεδρικά Διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους που διαστρέφουν το νόημά τους), είτε στην καθημερινότητα της εφαρμογής τους από τη δημόσια διοίκηση.

Η απάντηση της τρόικας στην αδυναμία προώθησης των μεταρρυθμίσεων, είναι η προσφυγή του χειρούργου στον «μπαλτά του χασάπη». Μια που δεν επιτυγχάνεται η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας από το μη μισθολογικό κόστος (φορολογικό μέσω της μείωσης των δαπανών και γραφειοκρατικό με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων), η τρόικα επεμβαίνει στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, με στόχο να γίνουν τόσο χαμηλοί ώστε να προσελκύσουν επενδύσεις.

Η πολιτική της τρόικας είναι προφανώς ατελέσφορη καθώς η αποτυχία του προγράμματος μεταρρυθμίσεων οδηγεί σε μεγέθυνση του χρέους (η επιμήκυνση συνεπάγεται αυτομάτως μεγαλύτερο χρέος που έχει δοθεί για καταναλωτικές και όχι επενδυτικές δαπάνες) και πρόσθετη αβεβαιότητα, μια που όσο το χρέος αυξάνεται τόσο γίνεται όλο και λιγότερο διαχειρίσιμο. Η αποεπένδυση λοιπόν συνεχίζεται, συνδυαζόμενη με την πολιτική αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα που οφείλεται στην αδυναμία ανανέωσης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, το οποίο συρρικνώνεται και αποσυντίθεται καθώς ακολουθεί επώδυνες αλλά αναποτελεσματικές πολιτικές και υποκαθίσταται από αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις και όχι νέους πολιτικούς φορείς που να υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις.

Πως θα λυθεί το αδιέξοδο που δημιουργεί η ανυπαρξία εθνικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος, αλλά και πολιτικού προσωπικού που να το πιστεύει; Μπορεί μια κοινωνία, όπως η ελληνική να μεταρρυθμιστεί με «τηλεκοντρόλ» από τις Βρυξέλλες; Την απάντηση θα τη δώσει η ίδια η ζωή.