Πολιτικη & Οικονομια

Ο πόλεμος της Ελλάδας με τον εαυτό της

Στέφανος Δάνδολος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το όνειρο έχει σβήσει προ πολλού. Αυτή η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό της. Κοιτάς τριγύρω, τίποτα δεν λειτουργεί. Έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με πέρυσι, σε σχέση με πρόπερσι; Τα γραφειοκρατικά κέντρα παραμένουν μπλοκαρισμένα, οι αρτηριοσκληρωτικές δομές φρενάρουν κάθε ίχνος ανάπτυξης. Και το χειρότερο, ο εκνευρισμός έχει οδηγήσει τη χώρα σε μια πρωτοφανή διχόνοια. Ναι, φταίνε οι κυβερνήσεις χρόνια. Οι πολιτικοί μοιάζουν με αναλώσιμο είδος, θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους για να αποτύχουν. Ποιος πολιτικός έμεινε αλώβητος στη σύγχρονη ιστορία μας; Κανείς δεν εξάλειψε την κρατική διαφθορά, τη γραφειοκρατία, την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, και φυσικά ουδείς τόλμησε να μειώσει το κόστος του πολιτικού και συνδικαλιστικού συστήματος που είναι πολλαπλάσιο των άλλων χωρών.

Αργά αλλά σταθερά τα τελευταία δύο χρόνια, η παρατεταμένη ύφεση διέλυσε την οικονομία και αντί να μειωθεί ο προκλητικός πλούτος, την πλήρωσε η κοινωνία. Φταίνε όμως μόνο οι πολιτικοί; Όχι, είναι ζήτημα νοοτροπίας. Η νοοτροπία που επικρατεί εδώ και δεκαετίες είναι που έχει φέρει την Ελλάδα στο χείλος της καταστροφής – η νεοελληνική νοοτροπία που διαμορφώνει αντιλήψεις, φαινόμενα, ρεύματα, πρακτικές. Πριν βγάλουμε τα 80 δις στην Ελβετία, οι ιδιωτικές καταθέσεις στις τράπεζες ξεπερνούσαν τα 200 εκατομμύρια. Ήμασταν η χώρα με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα στην ευροζώνη αλλά με το υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης. Τα Καγιέν με τα φιμέ τζάμια ήταν το μόνιμο αξεσουάρ σε δρόμους γεμάτους λακκούβες. Και ο νεοέλληνας δεν θύμιζε παρά έναν πονηρό τυχοδιώκτη, κάτι σαν τον χαρακτήρα του Αντ. Καφετζόπουλου στη τηλεοπτική σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή». Το μυαλό στα φράγκα. Στην καλοπέραση. Στο εδώ και τώρα.

Το αποκορύφωμα αυτής της νοοτροπίας ήταν ένα ΑΕΠ, όσα δεν είχαν μαζί όλες οι γειτονικές χώρες. Με δύο αυτοκίνητα ανά οικογένεια. Με αναρίθμητα εισοδήματα κοντά στα 50, στα 70 χιλιάρικα. Στο μεταξύ, βουβά, θρηνητικά σχεδόν, ένα κομμάτι της κοινωνίας βούλιαζε στην ένδεια, μα κανείς δεν το λογάριαζε, γιατί το περίβλημα έμοιαζε αστραφτερό. Το μιλένιουμ βρήκε τη χώρα σε Ολυμπιακή μέθη, ελάχιστοι κόπτονταν για τον απώτερο κίνδυνο τέτοιων φαινομένων, το ότι ο αβάσιμος ιδιωτικός πλουτισμός επιφέρει την δημόσια φτώχεια. Ήταν τέτοια η παραζάλη που το σύστημα κρύφτηκε πίσω από συνθήματα νηπιακής νοημοσύνης τύπου «Σεμνά και ταπεινά». Μα πότε επικράτησε σεμνότητα και ταπεινότητα σε αυτόν τον τόπο; Ούτε οι πολιτικοί υπήρξαν ποτέ σεμνοί και ταπεινοί, ούτε εμείς οι πολίτες. Αν μπορούμε να κόψουμε από κάπου, θα το κάνουμε χωρίς δισταγμό. Θα πάρουμε μαύρο χρήμα, θα προσπαθήσουμε να κρύψουμε κέρδη, τίποτα δεν θα μας σταματήσει.

Έτσι λειτουργούσε η πλειοψηφία, έτσι εξακολουθεί να λειτουργεί ένα μεγάλο κομμάτι του λαού μας. Είναι ένας φαύλος κύκλος που συνεχίζεται. Ακόμα και σήμερα, με την Ελλάδα σε ασφυξία, ανακαλύπτουν 33.000 συνταξιούχους του ΙΚΑ άφαντους. Τα πλαστά προνοιακά επιδόματα κάνουν θραύση. Αναπηρικές συντάξεις και νεκροί στα χαρτιά. Και υπάλληλοι εφοριών που επιμένουν και το 2012 να χρηματίζονται.

Ποιος μας φταίει, λοιπόν; Μας φταίνε οι ξένοι επειδή μας έβαλαν ειδικά εμάς στο στόχαστρο; Επειδή θέλουν να πληγεί η «μαγκιά» και το αδούλωτο φρόνημά μας; Η φταίμε εμείς που γεννήσαμε είτε με την ανοχή μας είτε με την συμμετοχή μας τούτη την μεταπολιτευτική σήψη; Το γαμώτο στην όλη υπόθεση της Ελλάδας είναι ότι αρκεί μια σπίθα στη πολιτική ζωή ή στα social media ή στο δημόσιο διάλογο, τέλος πάντων, για να χωριστούμε σε στρατόπεδα. Ναι, έχουμε σύνδρομα βαθιά μέσα μας, θέλουμε να την πέφτουμε στο διπλανό μας, είμαστε αγενείς κι αυτό φαίνεται παντού, από τον τρόπο που οδηγάμε μέχρι τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούμε να φιμώσουμε τον άλλο για να περάσει το δικό μας.

Αλλά μήπως αυτό δείχνει κάτι βαθύτερο από το φάσμα της κρίσης που αντιμετωπίζουμε; Μήπως δείχνει μια κακή εθνική αγωγή, μια κρίση σε επίπεδο ηθικών αξιών, έναν χαρακτήρα ανικανοποίητο, δύστροπο μίζερο, εμμονικό και ανήμπορο να ανταποκριθεί στις ευθύνες; Αν όντως ισχύει αυτό, τότε πολύ φοβάμαι πως ό,τι ζούμε είναι μόνο η αρχή. Η αρχή μιας «ασθένειας» που σε μακροπρόθεσμη ιστορική βάση δεν θα μελετάται τόσο από τους οικονομολόγους αλλά τους κοινωνιολόγους.