Πολιτικη & Οικονομια

Edito 285

Το ταξί κυλάει αργά αργά ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 285
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ταξί κυλάει αργά αργά ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα.  Το Μέξικο Σίτι έχει πάντα τράφικ, αυτό το χριστουγεννιάτικο βράδυ όλα μοιάζουν ακινητοποιημένα. Στη Ρασέο Ρεφόρμα, τη μεγάλη λεωφόρο της πόλης, κάθε βράδυ στήνεται η γιορτή. Αμάξια κορνάρουν, ο κόσμος μαζεύεται γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ναι και εδώ είναι το «ψηλότερο του κόσμου». Μια άθλια σκαλωσιά το πρωί, το φρουρούν στρατιώτες. Το βράδυ γίνεται ένας πύργος με σιέλ και ροζ νέον. Γιορτές, 9,5 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου. Πόσους κατοίκους έχει η πόλη σου, Ενρίκε; Το 2000 ήταν 20 εκατομμύρια. Σήμερα; Χαμογελά, κανείς δεν ξέρει, τριάντα ίσως. Δείχνει δυο ψηλές κορυφές βουνών κοντά στην πόλη, η μία είναι ακόμα ενεργό ηφαίστειο. Τα παραγκόσπιτα έχουν φτάσει στο χείλος του γκρεμού. Η πόλη του Μεξικού μεγαλώνει ανεξέλεγκτα, ασφυκτιά, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί, ο κόσμος του 21ου αιώνα, το μητροπολιτικό χάος.

Η παλιότερη πρωτεύουσα της Αμερικής, η πρώτη μεγάλη πόλη που κατέλαβαν οι Ισπανοί, είναι μια επιβλητική μεγαλούπολη, με ατέλειωτες πλατιές λεωφόρους, ουρανοξύστες, μητροπολιτικά κτίρια, πάρκα. Γύρω αρχίζει το χάος που επεκτείνεται συνεχώς, το αεροπλάνο πηγαίνει ώρα πάνω απ’ την πόλη μέχρι να προσγειωθεί. Κέντρο, χιλιάδες άνθρωποι στη Ρεφόρμα, υπαίθρια ηχεία. Σκοτάδι. Σκοτεινοί δρόμοι, σκοτεινά κτίρια. Από το δέκατο όροφο του ξενοδοχείου το θέαμα είναι μια σκηνή από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Τα μπάσα της μουσικής ένας ρυθμός που υψώνεται απ’ την πόλη, σκοτάδι, χιλιάδες σκιές στο δρόμο, ελικόπτερα που πετάνε χαμηλά και φωτίζουν με τον προβολέα μια σκηνή συναυλίας, πλήθη που χορεύουν, χάνονται στο σκοτάδι, στις γωνίες περιπολικά, σειρήνες, τα φώτα μπλε άσπρα κόκκινα εκτυφλωτικά, στραβώνουν, υπνωτίζουν, δεν σταματάνε ποτέ να αναβοσβήνουν, αυτόματα στα χέρια, πολυβόλα στα τζιπ, στολές από πολεμική ταινία, ο ήχος της μουσικής από τα ηχεία, τα σταματημένα αυτοκίνητα, από τα gay μπαρ της Zona Rossa, μεταλλικές φωνές από τα μεγάφωνα των περιπολικών, ο ήχος του έλικα στον αέρα. Έτσι θα ’ναι οι πόλεις αυτού του καινούργιου αιώνα;

Η πόλη είναι χτισμένη στα 2,5 χιλιάδες υψόμετρο. Καυτός ήλιος, ψύχρα το βράδυ, αραιός αέρας, το μεγαλύτερο νέφος του κόσμους, καυσαέριο, μολυσμένη ατμόσφαιρα, εργοστάσια μέσα στην πόλη. Για πρώτη φορά συνειδητοποιείς μια σωματική λειτουργία που κανονικά γίνεται αυτόματα, χωρίς να τη σκέφτεσαι. Αναπνέεις. Δεν δυσκολεύεσαι ακριβώς, το νιώθεις, το προσπαθείς. Εκεί που τώρα είναι το κέντρο της πόλης, ο καθεδρικός ναός, το προεδρικό μέγαρο, ήταν η πόλη των Αζτέκων, οι ναοί και τα παλάτια τους. Όπως παντού, κάθε πολιτισμός, κάθε θρησκεία, χτίζει καταστρέφοντας. 50 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, το Τεοτιχουακάν, η αρχαία, η πρώτη πόλη, οι πυραμίδες του Ήλιου και της Σελήνης, η Λεωφόρος των νεκρών. Κοιτάς τους πέτρινους όγκους και ζαλίζεσαι από τα μεγέθη, σαν παιδί ξανά θέλεις να πιστέψεις τον Ντένικεν, τι οδηγούσε αυτούς τους ανθρώπους, χιλιάδες χρόνια πριν, να κατασκευάζουν αυτά τα φαραωνικά οικοδομήματα, να υψώνουν πυραμίδες προς τους θεούς που έρχονται από αλλού, με μορφές μπλεγμένες, ανθρώπων, φιδιών, αητών; Δεν το πιστεύω ότι το κάνω, όμως ανεβαίνω όλα τα σκαλιά μέχρι την κορυφή που από κάτω ούτε φαίνεται, μια φορά στη ζωή μου θα βρεθώ εδώ, ανεβαίνω αδιαμαρτύρητα, στην κορυφή παίρνω ανάσα, ανάβω τσιγάρο ο τρελός, κοιτάζω από το ύψος κάτω μια πόλη που, αιώνες πριν έρθουν οι Ισπανοί, είχε μυστηριωδώς ήδη καταρρεύσει, έναν πολιτισμό που εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του αυτά τα αινιγματικά κτίρια, φτιαγμένα από ένα λαό που δεν χρησιμοποιούσε τροχό και υποζύγια. Μετά ήρθαν οι Αζτέκοι και η κουλτούρα του αίματος, πόλεμοι, κατακτήσεις, 80.000 νεκροί μόνο σε μια τελετή ανθρωποθυσίας. Σχεδόν σύγχρονοι.

Στην κορυφή της πυραμίδας συγκεντρωμένοι όσοι κατάφεραν ν’ ανέβουν, με κλειστά μάτια και εκστατική έκφραση, σηκώνουν τα χέρια ψηλά προς τον ουρανό, σαν απομίμηση μια αρχαίας τελετής, τις παλάμες προς το θεό ήλιο. Τι κάνουν αυτοί εκεί, Κίκε; Ξέρω ’γω, χαμόγελο μισό, σχεδόν ειρωνικό, ίσως φορτίζουν την μπαταρία τους στον ήλιο. Το σύγχρονο Μεξικό, πιστός, καθολικός, κυνικός, συντηρητικός, αριστερός, περήφανος. Η μεξικανιδάδ, οι πρόγονοι, κάτι ξέρουμε από ελληνικότητες κι εμείς, ο προκολομβιανός πολιτισμός. Το σήμερα, άγριο, μπερδεμένο, ο πόλεμος για την επιβίωση. Μια χώρα-ήπειρος. Με πολλές φυλές, πολλά κλίματα, πολλή ιστορία, παραπάνω απ’ όση μπορεί να καταναλώσει ένας λαός. Απόκτησαν την ανεξαρτησία τους το 1821, όπως εμείς, πολεμώντας με τους Ισπανούς. Με τους Γάλλους για να απαλλαγούν από τις αντιβασιλείες, με τις ΗΠΑ έχασαν σε δυο χρόνια πολέμου Καλιφόρνια, Αριζόνα, Νιου Μέξικο, Τέξας. Μεταξύ τους στον πόλεμο ανάμεσα στις κάστες. Ιθαγενείς, μιγάδες, λευκοί ντόπιοι, λευκοί πιο ευγενείς γεννημένοι στην Ισπανία. Οι φεουδάρχες, οι τσιφλικάδες, οι μεγάλες χασιέδας, οι δικτάτορες, οι επαναστάτες, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα και ο Πάντσο Βίλα. Ο Ντιέγκο Ριβέρα στις τοιχογραφίες του στα μεγάλα κυβερνητικά κτίρια ζωγραφίζει τα μοναδικά μεξικάνικα mural, την ιστορία σε εικόνες, τους αιώνες σ’ έναν τοίχο, τους Μάγιας και τους Αζτέκους, τον Κορτέζ, τους κονκισταδόρες να σφάζουν, τους καλόγερους να προσηλυτίζουν με βασανιστήρια, τη διαφθορά, τους επαναστάτες, τα κινήματα των χωρικών, τους δικτάτορες, τους εργάτες.

Στο σπίτι του, μουσείο τώρα, χρώματα μισοχρησιμοποιημένα, βιβλία, ένα καπέλο, μια θήκη περιστρόφου, ειδώλια του προκολομβιανού πολιτισμού, η συλλογή του που μάζευε με κόπο και αγάπη, ένα σχέδιο της Φρίντας. Ντιέγκο και Φρίντα, οι μεγάλοι ζωγράφοι, οι επαναστάτες, οι μεγάλοι εραστές, τα μεγαλύτερα ποπ είδωλα του Μεξικού πια για όλο τον κόσμο. Στην Casa Azul, το σπίτι που γεννήθηκε και πέθανε η Φρίντα Κάλο, φωτογραφίες της, μόνη, μαζί του, παντρεύονταν, χώριζαν, ξαναπαντρεύονταν. Έλεγε γι’ αυτόν ότι η ενέργειά του και η δημιουργικότητα σπάνε ρολόγια και ημερολόγια. Τον θαύμαζε, τον αγαπούσε, τον μισούσε, τον λάτρευε. Θα νομίζετε ότι υποφέρω, έγραφε. Οι όχθες πονάνε όταν περνάει ο ποταμός; Κι αυτός μετά το θάνατό της γράφει σ’ έναν τοίχο: Κερίδα Φριντίτα, έφυγες και μ’ άφησες μόνο μου 20 χρόνια. Στον καταπράσινο κήπο μετά, στη μεσημεριανή ζέστη, επισκέπτες πίνουν πορτοκαλάδα, αγοράζουν σουβενίρ από την εποχή του έρωτα και της επανάστασης, χιλιάδες χρόνια πριν, Αμερικάνες τουρίστριες κοιτάζουν τους πίνακες και τις φωτογραφίες της Φρίντας, oh my gosh, την ξέρω, η Σάλμα Χάγιεκ δεν είναι αυτή στη φωτογραφία;