Πολιτικη & Οικονομια

Μαρία Ρεπούση: Κάθε προσπάθεια προβληματισμού για το εθνικό παρελθόν προσλαμβάνεται ως απειλή

Μια συζήτηση με την Μαρία Ρεπούση, ιστορικό και υποψήφια Α' Πειραιά της ΔΗΜ.ΑΡ.

Θανάσης Μήνας
ΤΕΥΧΟΣ 396
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μια συζήτηση με την Μαρία Ρεπούση

Κυρία Ρεπούση, το βιβλίο σας πραγματεύεται τη διαμάχη που ξέσπασε το 1925 γύρω από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επιχειρήθηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο υπό τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Έχω την εντύπωση, ωστόσο, ότι τα «Μαρασλειακά» σαφώς και  εγγράφονται στον κύκλο της διαμάχης γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, όχι όμως περιοριστικά. Μπορούμε να τα δούμε ως συνέχεια των «Αθεϊκών», των «Ευαγγελικών» ή των «Νοεμβριανών» και της «Μαύρης Πέτρας»;

image Στο βιβλίο μου αφηγούμαι τη διαμάχη που ξέσπασε το 1925 με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο η Ρόζα Ιμβριώτη δίδασκε την ιστορία στο Μαράσλειο. Η διαμάχη αυτή συμπαρέσυρε το σύνολο του μεταρρυθμιστικού δημοτικιστικού έργου. Υποστηρίζω ότι τα «Μαρασλειακά» είναι κάτι καινούριο ή, καλύτερα, ότι παρά τις συνέχειες από τις προηγούμενες διαμάχες υπάρχουν σημαντικές ασυνέχειες. Οι συνέχειες σχετίζονται με το διακύβευμα της γλώσσας με τις συνδηλώσεις του. Οι ασυνέχειες όμως είναι πολλές. Σχετίζονται αφενός με τη χρήση της ιστορίας που για πρώτη φορά αποτελεί κεντρικό τόπο της διαμάχης. Η ιστορία διχάζει την ενότητα των δημοτικιστών, γι’ αυτό και θεωρώ περιοριστικό για την ερμηνεία των Μαρασλειακών την ένταξή τους στο κύκλο της γλωσσικής διαμάχης. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι μετά τη μικρασιατική καταστροφή ο ελληνικός συντηρητικός κόσμος ανακαλύπτει το νέο του εχθρό, τους κομμουνιστές, που αυτή τη φορά είναι εσωτερικός. Επινοείται μια νέα ενότητα, αυτή των «μαλλιαροκομμουνιστών», που ενοποιεί τους δημοτικιστές με τους κομμουνιστές και λειτουργεί και απειλητικά και διασπαστικά για τη δημοτικιστική ενότητα. Το φύλο της Ιμβριώτη σε συνδυασμό με το κίνημα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών από τα γυναικεία σωματεία της εποχής είναι επίσης ένα νέο ριζοσπαστικό περιβάλλον που επεμβαίνει δυναμικά στη διαμάχη. Για να το πω διαφορετικά και ίσως ακραία, με τα «Μαρασλειακά» περνάμε από τον 19ο στον 20ό αιώνα, 25 χρόνια μετά. Δεν μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε με τα εργαλεία που διαθέτουμε από τις διαμάχες του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού.   

«Αληθινή πατρίδα είναι κυρίως η γλώσσα», σημείωνε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εμπνευσμένος από τον Χούμπολτ. Ποια είναι η διαλεκτική πατρίδας και γλώσσας; Στο βιβλίο το αξιοποιώ για να καταδείξω τη συνάφεια του γλωσσικού με το εθνικό και όχι περιοριστικά για την ταυτότητα της πατρίδας. Στο πλαίσιο του δημοτικισμού, η διαμάχη γα τη γλώσσα ήταν μια διαμάχη για την πατρίδα και το έθνος. Η διαλεκτική είναι προφανής. Διεκδικώντας ως γλώσσα της εκπαίδευσης τη γλώσσα του λαού, ήθελαν μια σύγχρονη εκπαίδευση ως όχημα για μια σύγχρονη πατρίδα.

Κεντρικός χαρακτήρας στο βιβλίο σας είναι η Ρόζα Ιμβριώτη: η εκπαιδευτικός που επιχείρησε να αποδομήσει την εθνοκεντρική αφήγηση της Ιστορίας χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία του ιστορικού υλισμού. Θα θέλατε να μας πείτε συνοπτικά σε τι συνίσταται αυτή η μεθοδολογία; Η Ρόζα Ιμβριώτη είναι ενήμερη για τον ιστορικό υλισμό που είχε διχάσει την ελληνική διανόηση ήδη από το 1907 με τη δημοσίευση του βιβλίου του Σκληρού «Tο Κοινωνικόν μας Ζήτημα». Ο ιστορικός υλισμός αναδείκνυε την πάλη των τάξεων ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας και έφερνε στο προσκήνιο τον οικονομικό παράγοντα για να ερμηνεύσει τις ιστορικές εξελίξεις. Η Ιμβριώτη, μιλώντας στην επίμαχη συνεδρίαση του Μαράσλειου διδασκαλείου, θέλησε να θέσει το ερώτημα της επίδρασης που είχαν οι οικονομικοί όροι στην έκρηξη της επανάστασης του 1821. Το ερώτημα, όπως το έθεσε, παρέπεμπε στον ιστορικό υλισμό. Όπως όμως υποστηρίζει σε σειρά άρθρων της στο εκπαιδευτικό περιοδικό «Αναγέννηση», δεν ήταν ο ιστορικός υλισμός η προβληματική την οποία υιοθετούσε. Η Ιμβριώτη, όπως και ο υπόλοιπος στενός πυρήνας του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, ήταν βαθιά επηρεασμένη από τα προοδευτικά κινήματα της εκπαίδευσης στο δυτικό κόσμο, κυρίως της Γερμανίας. Η Ιμβριώτη είχε πρόσβαση στη σχετική βιβλιογραφία. Στο ζήτημα της ιστορίας στην εκπαίδευση, τα κινήματα αυτά πρότειναν να υιοθετηθεί η έννοια του πολιτισμού ως κεντρική έννοια της σχολικής ιστορίας, αντί της έννοιας του έθνους. Αυτή την άποψη υποστήριζε κατά κύριο λόγο η Ρόζα Ιμβριώτη. Αυτό φυσικά σήμαινε πλήρη ανατροπή του εθνικού σχολικού αφηγήματος. Να προσθέσω επίσης εδώ ότι η Ιμβριώτη δεν ήταν ακόμα κομμουνίστρια. Σε μια επιστολή της στον Δελμούζο, όταν ο πόλεμος μαινόταν εναντίον της, του δήλωνε ότι με αυτά που περνούσε θα αναγκαζόταν στο τέλος να γίνει κομμουνίστρια.

Ο πυλώνας αυτής της εθνοκεντρικής αφήγησης της Ιστορίας είναι η Επανάσταση του 1821 (και τα συμπαραμαρτούντα της Μεγάλης Ιδέας): μια επανάσταση που είχε ως πυρήνα και την αστική τάξη. Ωστόσο, η ιδεοληψία του αλυτρωτισμού δείχνει να αντέχει στο χρόνο. Η όποια απόπειρα αναθεώρησης της δεδομένης ιστορικής αφήγησης συναντά εμπόδια – π.χ. το βιβλίο διδασκαλίας της Ιστορίας για τη ΣΤ΄ Δημοτικού. Ακόμα και η τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΙ αναφορικά με το 1821 αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία ή και με δυσφορία από σημαντική μερίδα του κοινού.

Ποιες αναλογίες εντοπίζετε ανάμεσα στο χωροχρονικό περιβάλλον των «Μαρασλειακών» και στο σήμερα; Η επανάσταση του 1821 ήταν πράγματι ο πυλώνας της εθνικής γενεαλογίας. Όπως υποστηρίζω και στο βιβλίο μου, η διαχείρισή του από την πλευρά του εθνικού κράτους είχε επιτρέψει την απόλυτη εργαλειοποίησή του στο βωμό ενός συνεχούς, αδιάσπαστου και ηρωικού ελληνισμού που όδευε προς την εθνική του ολοκλήρωση. Η επανάσταση του 1821 επέτρεπε την αναδρομική αναπαράσταση ενός σκλαβωμένου έθνους που αντιστεκόταν αναμένοντας τις κατάλληλες συνθήκες για να επαναστατήσει, εδραίωνε την εικόνα του σκότους για την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, δικαίωνε την αντίσταση κατά των κατακτητών και την πίστη στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας. Το 1821 συμβόλιζε επίσης την αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού με την ορθοδοξία, συμβολισμό που το βασιλικό διάταγμα του 1838 είχε επισημοποιήσει ορίζοντας την 25η Μαρτίου εθνική και ταυτόχρονα θρησκευτική εορτή εις το διηνεκές. Η μεταφορά του 1821 στις σχολικές αίθουσες, καθώς και στα διδασκαλεία, συμβόλιζε την απόλυτη κυριαρχία του. Η αμφισβήτηση αυτού του Εικοσιένα ισοδυναμούσε με απειλή για την εθνική ιστορία και την εθνική ταυτότητα.

Για να περάσουμε στο σήμερα, δεν υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές αναφορικά με την πρόσληψη της επανάστασης και τη διδασκαλία της στα σχολεία. Η σχολική ιστορία παραμένει συνολικά σε μεγάλο βαθμό μια εθνική ελεγεία. Οι όποιες προσπάθειες έγιναν –για ν’ αλλάξουν τα πράγματα και να γίνει περισσότερο αναστοχαστική η ιστορία που διδάσκουμε στα σχολεία– συνάντησαν απίστευτες δυσκολίες και τελικά ματαιώθηκαν. Θεωρώ την υπόθεση του εγχειριδίου της Στ΄ Δημοτικού μια τέτοια προσπάθεια. Νομίζω ότι ο βασικός λόγος πρέπει να αναζητηθεί στην ποιότητα των δημόσιων και πολιτικών χρήσεων της ιστορίας που έχουμε στη χώρα μας και στην κυρίαρχη ιστορική κουλτούρα που αυτές οι χρήσεις τροφοδοτούν. Κάθε προσπάθεια προβληματισμού για το εθνικό παρελθόν προσλαμβάνεται ως απειλή, υφαίνονται θεωρίες συνωμοσίας, κατασκευάζονται  προδότες…

Ιστορία, εκπαίδευση, φύλα – το τρίπτυχο που έχει οργανικό ρόλο στην αφήγησή σας για τα Μαρασλειακά. Θα ήθελα να σταθούμε στο τρίτο: η Ρόζα Ιμβριώτη δεν διώχθηκε μόνο επειδή ήταν αριστερή ή συγχρονίστρια, αλλά και λόγω του φύλου της; Το φύλο της Ιμβριώτη λειτούργησε πολλαπλά για το διωγμό της. Υπονόμευσε την επιστημοσύνη της, την ικανότητά της να διδάσκει ιστορία στο Μαράσλειο, τη σοβαρότητά της ως καθηγήτρια ιστορίας. Δεν μπορεί μια γυναίκα να είναι ιστορικός ή να διδάσκει ιστορία, υποστήριξαν κάποιοι αντίπαλοί της. Η ιστορία είναι από τη φύση της πατριωτική και η διδασκαλία της ανήκει σε πραγματικούς πατριώτες που είναι από τη φύση τους οι άνδρες. Το φύλο της Ιμβριώτη επέτρεψε επίσης να κατηγορηθεί η διεύθυνση του Διδασκαλείου που της ανέθεσε το μάθημα της ιστορίας. Ήταν απόδειξη και της επιπολαιότητας και της έλλειψης πατριωτισμού της. Η ρητορική αυτή αγγίζει ακόμα και το στενό πυρήνα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Γενικά η Ιμβριώτη, λόγω του φύλου της, γίνεται ο εύκολος στόχος στα Μαρασλειακά. 

Συζητήθηκε η απουσία σας από τη Βουλή στη διάρκεια του ενός λεπτού σιγή στη μνήμη της γενοκτονίας των Ποντίων. Όμως «η απουσία κάποιων από τους βουλευτές οφείλεται σε καθαρά πρακτικούς λόγους» ανακοίνωσε η ΔΗΜ.ΑΡ. Εσείς η ίδια ξεκαθαρίσατε ότι «ο σεβασμός μου στη μνήμη του Ποντιακού Ελληνισμού είναι δεδομένος και δεν επιτρέπω σε κανέναν να τον αμφισβητεί». Γιατί επιμένουν να σας στοχοποιούν; Ποιοι είναι οι σημερινοί γλωσσαμύντορες; Θα ήθελα εδώ αντί για δική μου απάντηση να δανειστώ την ερμηνεία που δίνει ο Γιώργος Στόγιας σε ένα κείμενο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο με τον τίτλο «Οι τόνοι λάσπης προς τη Μαρία Ρεπούση δεν στοχεύουν μόνο εκείνη». Γράφει: «Στο  πρόσωπο της Μ. Ρεπούση, […] επιθυμούν να χτυπήσουν –να πατήσουν και να αποτελειώσουν, για να είμαι ακριβής– κάθε φωνή που αγωνίζεται στην κατεύθυνση ενός αναστοχασμού πάνω  στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας αλλά και προς έναν εξορθολογισμό της εξωτερικής μας πολιτικής». Και συνεχίζει: «Πληρώνουμε τον ύπουλο νεοσυντηρητισμό της δεκαετίας του ’90. Του “Μακεδονικού”, της λατρείας του Μιλόσεβιτς, της κατακραυγής για τη σύλληψη του Οτσαλάν, της σταυροφορίας για τις ταυτότητες, του “ταπεινωτικού συμβιβασμού” στα Ίμια, της ανάληψης των Ολυμπιακών. Ό,τι κάποτε ήταν light, γαλάζιο, σχεδόν ποιητικό, ηρωικό, λαϊκό, ενίοτε αριστεροδέξιο, σήμερα είναι χυδαίο στο διαδίκτυο και κυκλοφορεί με μαχαίρια και σιδηρογροθιές στους δρόμους».