- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η ομιλία του πρώην υπουργού Οικονομικών Αλέκου Παπαδόπουλου, στο διεθνές επιχειρηματικό συνέδριο: «Leadership Against Crisis: Public-Private Cooperation for Growth», που πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη (1η Ιουνίου 2011)
Κυρίες και κύριοι,
Σας καλωσορίζω και χαίρομαι που ήρθατε στη χώρα μου σε μία δύσκολη εποχή όπου το μέλλον της κινδυνεύει. Κινδυνεύει να παύσει να είναι η προέκταση των προηγουμένων τάσεων και εξελίξεων. Τι θα πει αυτό;
Η χώρα μου βρίσκεται σήμερα στη μετέωρη εκείνη, αλλά ίσως πιο άρρυθμη κατάσταση, όπου το βήμα που ετοιμάζεται να κάνει δεν ξέρουμε αν θα είναι προς τα εμπρός ή προς τα πίσω.
Προς την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωσή της ή προς την αμοιβαδοποίηση και τον κατακερματισμό. Προς την πλήρη ενσωμάτωση και το συγχρονισμό της με τον ανεπτυγμένο κόσμο ή προς την υποβάθμιση και την περιθωριοποίησή της.
Ας μη βιαστεί κάποιος να χαρακτηρίσει εκβιαστική αυτή τη διάζευξη.
Η γλώσσα των πραγμάτων έχει αμείλικτη διαύγεια, αλλά συσκοτίζεται από την χωρίς όρια σύγχυση του πολιτικού λόγου.
Η χώρα πορεύεται τυφλά, χωρίς σχέδιο δικό της, χωρίς στόχους, χωρίς ρυθμό. Κυριαρχεί μία προκλητική αδιαφορία για τις αιτίες που η Ελλάδα κατηφορίζει στο περιθώριο των ευρωπαϊκών χωρών με έντονα σημάδια παρακμής και έλλειψης δυναμισμού.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μια πραγματικότητα αλλάζει και ανατρέπεται μόνο όταν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή. Όταν την συνειδητοποιήσεις και την κατανοήσεις. Τα “ζωτικά ψεύδη” απλά την διαιωνίζουν. Όταν το πρόβλημα τίθεται, η λύση του δεν είναι μακριά.
Το τέλος του οικονομικού κύκλου, που άρχισε με τη σύγκλιση και την ένταξη στη νομισματική ένωση και η κρίση που βιώνουμε, απαιτεί επειγόντως μια νέα προωθητική δύναμη. Δεύτερος δρόμος για την Ελλάδα δεν υπάρχει πια. Αυτή είναι η ρεαλιστική αποτίμηση του κόσμου σήμερα, αυτή είναι και η πραγματικότητα του τόπου μας. Όσοι καλόπιστα ή κακόπιστα δεν το καταλαβαίνουν προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στη χώρα και το λαό. Χειρίστη όμως υπηρεσία προσφέρουν όλοι εκείνοι που βαδίζουν το δρόμο της ευκολίας. Όσοι με συνθήματα και λόγια κενά περιεχομένου αποπροσανατολίζουν την πολιτική διαμάχη και προτάσσουν ιδεολογικές σκιαμαχίες.
Γι αυτό ακριβώς με φοβίζουν ιδιαίτερα σημάδια πολιτικής ακρισίας από το διεθνές σύστημα. Όπως των δηλώσεων Λαγκαρντ, μ’ όλη την βάση που είχαν, στην εγκατάλειψη, από εμάς τους ίδιους, του μετώπου της φοροδιαφυγής στην τύχη του. Όπως τώρα, με την «διαρροή» των υπηρεσιών Μπαρρόζο προς Ρώϋτερς περί δήθεν αιτήματος Παπαδήμου για φρονηματισμό της Ελληνικής κοινής γνώμης μέσω δηλώσεων Βρυξελλών. Όταν το διεθνές σύστημα σου συμπεριφέρεται έτσι, κάτι κακό συμβαίνει μ’ εσένα.
Το 2012 εξελίσσεται σε μία όλως ιδιαιτέρως αποκαλυπτική χρονιά. Θα διαμορφωθούν νέες πραγματικότητες στο πολιτικό, στο κοινωνικό, στο οικονομικό και στο διεθνές πεδίο. Φοβούμαι ότι το 2012 θα διαφανεί η αδυναμία του πολιτικού μας συστήματος, εκ κατασκευής φοβικού και εξουσιαστικού, να χαράξει γραμμές στρατηγικού βάθους για την ανόρθωση της οικονομίας και των θεσμών. Εύχομαι και προσεύχομαι, η συνειδητοποίηση ότι η οικονομία μας περιέρχεται σταθερά σε «αργό θάνατο», να οδηγήσει στην εγκατάλειψη της μέχρι σήμερα χαμηλής πολιτικής διαχείρισης από την πολιτική της ελίτ και όχι μόνο.
Στην αυγή του 21ου αιώνα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα καινούργια της διλήμματα.
Ίσως να είμαστε κι εμείς μία σύγχρονη κοινωνία που στηρίζεται όμως σε παλιά θεμέλια, με χαμηλές αντοχές και με αδύναμους αρμούς, γεγονός που προδιαγράφει το μέλλον μας ιδιαίτερα επισφαλές, αν δεν προχωρήσουμε τάχιστα σε έναν συθέμελο εκσυγχρονισμό. Όμως εκσυγχρονισμό αληθινό. Όχι προσχηματικό. Όχι διακηρυκτικό. Όσο αφορά στο διεθνές πεδίο τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και ίσως πιο αβέβαια. Ό,τι ξεκίνησε σαν μια συνηθισμένη κρίση, σε μια περιφερειακή οικονομία, την Ελλάδα, εξαπλώθηκε από χώρα σε χώρα και απειλεί σήμερα να παρασύρει όλο το ευρωπαϊκό νομισματικό οικοδόμημα. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα: Μπορεί ακόμα να γλιτώσει η Ευρώπη από αυτή τη θύελλα; Θα αναγκαστούν ορισμένες χώρες να εγκαταλείψουν το ευρώ; Με τι τίμημα; Θα χάσουν τα Κράτη τη δημοσιονομική τους αυτονομία; Θα αναδειχθεί κάποιο ισχυρό Ευρωπαϊκό Κράτος ως leader της Ευρώπης; Μπορεί να διατηρηθεί ένα νόμισμα χωρίς Κράτος, το οποίο πάνω απ’ όλα στερείται πολιτικού προγράμματος;
Ας επανέλθουμε όμως στην Ελλάδα.
Εκτιμώ ότι επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια κάτω από τις σημερινές συνθήκες διαχείρισης της οικονομίας είναι ανέφικτη. Το Μνημόνιο, για να χρησιμοποιήσω την κωδική λέξη που εγκαταστάθηκε στο πολιτικό μας λεξιλόγιο και κάνει τόσο κακό, δεν οδηγεί πουθενά όπως υλοποιείται. Για να πετύχουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να απαλλαγεί η ελληνική οικονομία από κρατικές δραστηριότητες που την επιβαρύνουν. Σύμφωνα με μελέτες, το 30% περίπου του σημερινού Κράτους είναι περιττό και δεν εννοώ εδώ απλουστευτικά τους Δημόσιους υπαλλήλους.
Χωρίς συρρίκνωση του μεγέθους του Δημόσιου τομέα δεν υπάρχει δημοσιονομική προσαρμογή διατηρήσιμη. Δεν μπορεί να υπάρξει το σταθερό δημοσιονομικό περιβάλλον που εμπνέει εμπιστοσύνη. Ποτέ αυτό το μέγεθος του Δημόσιου τομέα δεν το χρηματοδότησε ο Ιδιωτικός τομέας με τους φόρους του. Πάντοτε ένα μέρος του μικρότερου ή μεγαλύτερου χρηματοδοτούνταν με δανεικά. Αν αυτό ίσχυε στις καλές εποχές του παρελθόντος τώρα πλέον είναι εντελώς ανέφικτο.
Έχω στέρεη πεποίθηση ότι όλα θα κριθούν εντός του 2012-2013. Ο οικονομικός παγετώνας που έχει επικαθίσει επί της χώρας και η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας με τις πολλαπλές δυσάρεστες κι επαχθείς οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, δεν οφείλεται, παρά την κυριαρχούσα άποψη, στο «πρόγραμμα προσαρμογής και αποκατάστασης της βιωσιμότητας της χώρας», που κάποιοι αρέσκονται να το ονομάζουν μνημόνιο. Αντίθετα, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν εφαρμόστηκε το πρόγραμμα, ότι για διαφορετικούς λόγους κυβερνήσεις και αντιπολίτευση απλώς υποδυόταν ότι εφαρμόζεται. Συνέπεια τούτου ήταν οι μεταρρυθμίσεις να εξαγγέλλονται και να μην εφαρμόζονται, οι στόχοι να μην επιτυγχάνονται και να επιβάλλονται νέα μέτρα, επαχθή και οριζόντια, που έπλητταν κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα. Όλοι το γνωρίζουμε. Όλοι το ζήσαμε. Δηλαδή από τη μια μεριά είχαμε ουδέτερους και αμήχανους κυβερνητικούς αποδέκτες και δήθεν εφαρμοστές του προγράμματος και από την άλλη πολέμιους αντιπολιτευόμενους.
Μάλιστα το φαινόμενο αυτό μεγαλώνει πολύ περισσότερο κατά τις προεκλογικές περιόδους που διανύουμε. Δεν υπάρχουν πλέον υπερασπιστές του προγράμματος προσαρμογής, έστω και με εύλογες επιφυλάξεις σε ορισμένα σημεία εκεί που πράγματι η τεχνοκρατική οίηση της τρόικας κυρίως επέβαλε κάποια μέτρα που δεν αντέχουν στην οικονομική λογική. Αντίθετα τα πολιτικά κόμματα σήμερα ανταγωνίζονται όχι επί τη βάσει ενός αξιόπιστου σχεδίου για το πώς θα βγούμε από την κρίση, αλλά επί τη βάσει των αποχρώσεών της διαφωνίας τους με το μνημόνιο! Μάλιστα έχουν οργανώσει μία ολόκληρη πολεμική ρητορική με βάσει αυτές τις αποχρώσεις, όπως «καταγγελία», «απαγκίστρωση», «επαναδιαπραγμάτευση» και «αναθεώρηση» η πιο ήπια. Άραγε θα πρέπει να υπενθυμίσει κάποιος ότι η παραμονή μας στο ευρώ είναι απολύτως συνυφασμένη με το συνολικό πρόγραμμα προσαρμογής που εκτείνεται σε δύο περιόδους α) στην περίοδο ισχύος των μνημονίων και που χρηματοδοτείται κυρίως από δάνεια κεφάλαια και β) στην περίοδο αποκατάστασης της βιωσιμότητας που είναι η περίοδος 2015-2020 που θέτει ως στόχο το λόγο χρέους/ΑΕΠ 120% για την επανένταξη της χώρας στις αγορές.
Να υπενθυμίσω εδώ ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκατάστασης, δηλαδή το 2015-2020, η μοναδική πηγή χρηματοδότησης θα είναι τα «ίδια» κεφάλαια που θα συνεισφέρει η Ελλάδα από τα πλεονάσματα που οφείλει να έχει δημιουργήσει μέχρι το τέλος της περιόδου προσαρμογής 2014, και από τα έσοδα από την αξιοποίηση εθνικών περιουσιακών στοιχείων. Όσο αφήνεται να δημιουργηθεί «χρηματοδοτικό κενό», τόσο εγκαθίσταται η χώρα στο αδιέξοδο.
Αν, μετά απ’ αυτά, θέλουμε να θέσουμε τη χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά, πρέπει να προχωρήσουμε αμέσως μετά τις εκλογές σε επώδυνες περικοπές τεράστιας έκτασης και βάθους στο δημόσιο τομέα, αλλά και σε εξορθολογισμό των δομών και του προσανατολισμού του. Τομές που απαιτούν σκληρές συγκρούσεις με συντεχνιακά κατεστημένα και οργανωμένα συμφέροντα.
Μόνο μέσα από την ήττα της υπερκρατικής αντίληψης, μπορούν να δημιουργηθούν νέες προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης. Μόνο έτσι θα απελευθερωθούν οι ενδογενείς δυνάμεις για εσωτερική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Μόνο έτσι θα γίνουμε ξανά θελκτικοί στις ξένες επενδύσεις.
Η χώρα έχει ανάγκη τώρα, πέρα από μνημόνια και έξωθεν προγράμματα, να συγκροτήσει άμεσα μία δική της στρατηγική βάθους που πρέπει να την εγγυάται με ορισμένες αρχές και οι οποίες πρέπει να τηρούνται απαραιτήτως.
α) Η χώρα ν’ αποκτήσει εθνικό προσανατολισμό. Αρκετά τυραννιέται χρόνια τώρα με τη διαμάχη των δυνάμεων αφενός της “καθ’ ημάς εσωστρέφειας”, και αφετέρου με τις δυνάμεις εκείνες που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και στη λειτουργία της ως σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
β) Η επόμενη δεκαετία θα απαιτήσει μια “νέα συμφωνία της ελληνικής κοινωνίας”, κυρίως με τον εαυτό της, για έναν καθολικό επανακαθορισμό όλων των λειτουργιών της χώρας (οικονομικών, εκπαιδευτικών, πολιτικών, κοινωνικών, διοικητικών και εν γένει θεσμικών). Το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας θα είναι οι εκτεταμένες, πειθαρχημένες, καθολικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις σε όλο το φάσμα των κρατικών λειτουργιών.
Η επιδίωξη αυτή όμως προϋποθέτει τον δικό της διαφωτισμό, προκειμένου να διασφαλιστούν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες και να γίνει αποδεκτός ένας καινούργιος μεταρρυθμιστικός δρόμος στη χώρα.
Οι πρωτοπόρες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ότι δεν μπορεί άλλο να βιοπορίζεται δανειζόμενο.
Η ίδια η κοινωνία πρέπει να ενστερνιστεί και να στηρίξει την πολιτική αντίληψη ότι μια νέα πορεία της χώρας είναι απολύτως συνυφασμένη με τη συνολική θεσμική της ανασυγκρότηση, όπως το επιβάλλουν οι σύγχρονες, ανταγωνιστικές συνθήκες.
Τονίζω με έμφαση ότι η χώρα πρέπει να αποκτήσει συγκεκριμένο προορισμό και πλεύση. Πρέπει να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε και κυρίως πως. Αυτό απαιτεί όμως ένα μεγάλο εθνικό consensus, μια μεγάλη εθνική συναίνεση. Ο ιστορικός λαϊκισμός, δεν έχει παράξει ποτέ consensus παρά μόνο εξουσιασμό, υποκρισίες και εθνικές περιπέτειες.
Θα ζήσουμε πολλά χρόνια υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Δεν πρέπει η χώρα να αφεθεί να σέρνεται και ο λαός να βαυκαλίζεται με αυταπάτες και ψεύδη που του καλλιεργούνται καθημερινά. Οι περιστάσεις απαιτούν ένα άλλο πνεύμα διακυβέρνησης.
Άλλο πράγμα η χώρα να έχει κυβέρνηση και άλλο να εξασφαλίσει κυβερνησιμότητα.
Κυβερνησιμότητα σημαίνει πειθαρχημένη προσπάθεια της κοινωνίας και πίστη σ’ ένα σκοπό.
Αυτό όμως απαιτεί ηγεσίες που εμπνέουν το λαό. Που τις εμπιστεύονται. Αν αυτό δεν υπάρχει έρχεται η έξωθεν επιβολή, η οποία είναι καταδικασμένη να υπονομεύεται από τις δυνάμεις του λαϊκισμού και των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων.
Δεν μπορεί η χώρα να πάει πουθενά με κυβέρνηση που λειτουργεί ως ουδέτερος παρατηρητής και ως δήθεν εφαρμοστής σχεδιασμών που κινούνται μόνο μέσα στα φορμαλιστικά χρονοδιαγράμματα των μνημονίων. Πρέπει οι ίδιοι εμείς ως χώρα να συγκροτήσουμε το δικό μας ολοκληρωμένο σχέδιο για έξοδο από την κρίση που μπορούμε το ονομάζουμε Πρόγραμμα 2020. Δεν θα είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ένα θαρραλέο και ριζοσπαστικό «Δεκαετές πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης», στην ουσία δηλαδή ένα σχέδιο αναγέννησης που θα οδηγήσει τη χώρα συντεταγμένα, πειθαρχημένα και χρονοστοχευμένα στην έξοδο από την κρίση. Από την αποξηραμένη σήμερα οικονομία μας σε μια οικονομία παραγωγική και βιώσιμη. Ένα σχέδιο που θα εκφράζει το συλλογικό καημό του λαού μας, πέρα από τα συνήθη πολιτικά παίγνια του συστήματος αλλά σχέδιο με την έννοια του «ανοιχτού βιβλίου» ώστε να μπορεί να επιτευχθεί εθνική συμφωνία με βάση το Πρόγραμμα 2020 των αποφάσεων και δράσεων που θα υπερβαίνει κόμματα και εκλογικές περιόδους. Θα ενσωματώνει βεβαίως τα μέτρα του μνημονίου, αλλά εκφράζοντας και τη δική μας θέληση να βγούμε από την κρίση, θα κινείται και πέραν αυτού και σε όλα τα πεδία της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής τη χώρας που δεν καλύπτονται από αυτό.
Όχι γιατί μας το επιβάλλουν, αλλά γιατί θέλουμε εμείς να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε.
Τότε και μόνο τότε θα μπορούσαμε αξιόπιστα να ζητήσουμε αλλαγές στους σχεδιασμούς των μνημονίων. Πριν λίγες μέρες, ο Σουηδός Πρωθυπουργός Γκόραν Πέρσσον είχε εξηγήσει σε μιαν άλλη διοργάνωση ότι – όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την μεγάλη κρίση της δικής του χώρας την δεκαετία του΄90, κύριο όπλο τους υπήρξε έναντι του διεθνούς συστήματος η αξιοπιστία. Προσέξτε το.
Θα δίνει λοιπόν το Πρόγραμμα έμφαση όχι μόνο στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας αλλά κυρίως στην αναθέσμιση της χώρας. Κανένα σχέδιο και κανένα μνημόνιο και κανένα πρόγραμμα εξυγίανσης και προσαρμογής και ανάπτυξης, δεν μπορεί να αποδώσει μέσα στη σημερινή αποθεσμοποίηση της χώρας, όπου πολλοί κρίσιμοι θεσμοί με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίστηκαν σε κακοήθη μορφώματα παραθεσμών.
Μόνο μ αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επιτευχθεί εθνικό consensus. Μόνο έτσι μπορούν να ληφθούν αποφάσεις εθνικών διαστάσεων. Μόνο έτσι θα έχουμε κατακτήσει την εθνική αυτογνωσία που είναι προϋπόθεση των πάντων. Μόνο έτσι δεν θα κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας με ψευτοσυναινέσεις, ημίμετρα και αλυσιτελείς δήθεν μεταρρυθμίσεις. Μόνο έτσι μπορούν να διασφαλιστούν κοινωνικές συμμαχίες και ισχυρές πολιτικές νομιμοποιήσεις.
Αυτή τη στιγμή πλέουμε χωρίς πυξίδα. Η συγχυσμένη ελληνική κοινωνία εμφανίζει σημάδια διαλυτικού φυγοκεντρισμού.
Η χώρα και η ελληνική κοινωνία έχει ανάγκη όσο ποτέ, να νιώσει, πέρα από τις μεγαλαυχίες και τους βερμπαλισμούς, ότι οι ηγεσίες της, και εννοώ εδώ όλες τις πάσης μορφής ηγεσίες του τόπου, της προσφέρουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση, επιτεύξιμο και λυτρωτικό όσο επώδυνο κι αν είναι.
Το ριζοσπαστικό πνεύμα και το περιεχόμενο αυτής της εθνικής συμφωνίας, που θα προκύπτει και θα επιβάλλεται από το «Δεκαετές Πρόγραμμα 2020» θα είναι αυτό που θα πρέπει να καθοδηγεί εφεξής τη χώρα και επί τη βάσει αυτού θα ελέγχονται οι εκάστοτε διαχειριστές. Και επί τη βάσει αυτού θα μπορούμε να κοιτάξουμε στα ίσια το διεθνές σύστημα, να τους κάνουμε να αντιληφθούν – δημόσια, μπροστά στην διεθνή κοινή γνώμη – τα αδιέξοδα της προσέγγισης που πρόχειρα και άκριτα επιβλήθηκε έως τώρα. Και να επανασχεδιάσει αποτελεσματικά την στήριξη της Ελλάδας. Όχι με δεκανίκια. Αλλά με ελευθέρωση των δυνάμεων του τόπου.
Ακούγοντάς με, απόλυτα δικαιολογημένα, ίσως να κάνετε τις σκέψεις ότι δεν απέφυγα κι εγώ, τον λόγο του ευσεβούς πόθου και ίσως της ουτοπίας μακριά από τον ρεαλισμό και την κατάσταση της χώρας. Γι αυτό θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Κανένα σχέδιο ανάπτυξης είτε δικό μας, είτε της τρόικας είτε και των δύο μαζί δεν πρόκειται να προσφέρει σημαντικά πράγματα αν δεν τελεί κάτω από τις εξής προϋποθέσεις:
1.Διαρκής, αταλάντευτος και ισχυρός πολιτικός βολονταρισμός (βουλησιαρχία), για την πειθαρχημένη και συντεταγμένη εφαρμογή του Προγράμματος εξόδου της χώρας από την κρίση. Φοβούμαι όμως ότι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης αποτελούν ακόμη μια οριζόντια μειοψηφία στις πολιτικές και στις κοινωνικές δυνάμεις της χώρας. Πηγαίνοντας στις κάλπες, οι Έλληνες ας το έχουν αυτό κατά νουν!
2.Το Πρόγραμμα αυτό θα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί εάν δεν υιοθετηθεί και ως επιχειρησιακό πρόγραμμα συγκροτημένο, σε υποπρογράμματα, που θα αντιστοιχούν σε κάθε μέτρο ή/και δράση ή/και μεταρρύθμιση που περιέχεται σε αυτό.
3.Αξιοποίηση της τεχνοκρατικής γνώσης. Θεωρώ ότι είναι αδύνατο η σημερινή Δημόσια Διοίκηση στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται ή την φέραμε, να μπορέσει να ανταποκριθεί στην συνθετότητα και πολυπλοκότητα αυτών των επιμέρους ειδικών προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Απαιτούνται παρακαμπτήριοι δρόμοι (bypass) και δομές έξω από την κλασσική δημοσιοϋπαλληλία. Προτείνω να συγκροτηθούν Ομάδες Διοίκησης Έργου (ΟΔΕ) για κάθε ειδικό υποπρόγραμμα ή μέτρο ή έργο που απαιτείται και περιλαμβάνεται στο Σχέδιο 2020. Τον θεσμό αυτό των ΟΔΕ, είχα την τιμή να θεσμοθετήσω το 1998 ως Υπουργός Εσωτερικών για την εκτέλεση ειδικών και σύνθετων προγραμμάτων στα οποία δεν μπορούσε να ανταποκριθούν οι δομές της Δημόσιας Διοίκησης όπως έργα πληροφορικής, Ολυμπιακοί Αγώνες, Καποδίστριας, αντιμετώπιση σεισμών, κ.λ.π. Συγκροτείται από εμπειρογνώμονες του ιδιωτικού τομέα, επιλεγμένους ικανούς δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Έχουν αποκλειστικό έργο τη διαχείριση και παρακολούθηση των προγραμμάτων μέχρι την ολοκλήρωσή τους.
Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου οι ΟΔΕ να ανταποκριθούν σήμερα στην αποστολή τους στον υπέρτατο βαθμό, αποτελεσματικά και γρήγορα, θα πρέπει να αξιοποιηθεί η τεχνοκρατική γνώση και εμπειρία που κομίζει ένας μεγάλος αριθμός εξειδικευμένων νέων επιστημόνων εντός και εκτός Ελλάδος, με μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών (Masters και Doctora) και με εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία. Οι εμπλουτισμένες πλέον ΟΔΕ θα είναι διαρθρωμένες κατά Υπουργεία, Οργανισμούς, Περιφέρειες και Δήμους. Η στελέχωση τους θα γίνει με βάση του 106 άρθρου του Συντάγματος. Ας μη προστρέξουν κάποιοι, που αρέσκονται στην εύκολη κριτική, να μιλήσουν περί «προσλήψεων» και «δημοσιονομικής δαπάνης», αφού υπάρχει δυνατότητα κάλυψής της ακόμα και από ειδικά Ευρωπαϊκά προγράμματα. Αν περιμένουμε πρώτα την αναβάθμιση των κλασικών Διοικητικών δομών της χώρας, τότε ας ξεχάσουμε τα φληναφήματα περί ανάπτυξης. Υιοθέτηση της στελέχωσης των ΟΔΕ από εξειδικευμένους τεχνοκράτες της νέας γενιάς φέρει και άλλα πλεονεκτήματα. Μπορεί, ως κομιστές μιας άλλης κουλτούρας, ευκολότερα να αποτελέσουν γέφυρα ανάμεσα στην ξεπερασμένη δημόσια διοίκηση και τις σύγχρονες ελληνικές επιχειρήσεις και να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Επίσης δίνεται η ευκαιρία να αναδειχθούν, και με κριτήρια αξιοσύνης και ικανότητας οι νέες ηγεσίες που θέλει η χώρα, τουλάχιστον σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Επίσης θα αποτελέσουν το ηγετικό πρόπλασμα για τη δημιουργία μίας σύγχρονης και αποτελεσματικής Δημόσιας Διοίκηση.
Επιτρέψτε μου τέλος να προτείνω όλως ενδεικτικά ένα μικρό αριθμό ειδικών μέτρων που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στο Σχέδιο 2020.
1.Να προωθηθεί μέσω αναθεώρησης ειδική συνταγματική απαγόρευση παραγωγής δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Προσοχή: όχι από την επιβολή του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου. Αλλά επειδή εμείς το χρειαζόμαστε το μέτρο. Είναι επιτακτικό να διαπεράσει τη χώρα και τους θεσμούς ένα νέο πνεύμα, ώστε να μη ζήσουμε ξανά τις σημερινές οικονομικές συνθήκες και τον ευτελισμό της χώρας μας.
2.Να καθιερωθεί συνταγματικό προνόμιο στον Υπουργό Οικονομικών για δικαίωμα άσκησης αρνησικυρίας (βέτο) επί των δαπανών στο σύνολο τις διοίκησης του κράτους.
3.Να καταργηθούν όλοι οι φόροι υπέρ τρίτων.
4.Να ανατεθεί, παράλληλα με τις εφορίες, ο φορολογικός έλεγχος των εταιριών που τηρούν βιβλία γ’ κατηγορίας σε πιστοποιημένα ιδιωτικά ελεγκτικά όργανα.
5.Να συσταθεί σύγχρονος, αυτόνομος Οργανισμός Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΟΕΔΕ). Για να παύσει η είσπραξη των εσόδων να είναι το πάρεργο των εφοριών.
6.Να δημιουργηθεί άμεσα αυτοτελές Σώμα Οικονομικών Επιθεωρητών, το οποίο θα διενεργεί ουσιαστικούς ελέγχους σκοπιμότητας των δαπανών στο σύνολο του κράτους.
7.Να καταργηθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο ως δικαστήριο και να μετατραπεί σε σύγχρονη, ευέλικτη, ανεξάρτητη ελεγκτική αρχή, όπως σ’ άλλες χώρες.
8.Να καταργηθούν τα προνόμια του δημοσίου τομέα και να προσαρμοστούν τα δεδομένα της λειτουργίας του προς αυτά του ιδιωτικού τομέα. Δεν μπορεί άλλο να σηκώσει ο ιδιωτικός τομέας τα “κεκτημένα” του δημόσιου.
Γνωρίζετε ότι περνάμε δύσκολα, και ότι τα ρίσκα και τα διακυβεύματα της χώρας μας είναι μεγάλα. Όμως, ανεξάρτητα από την κρίση και τις οδύνες που ενδεχομένως να περάσουμε τα επόμενα χρόνια, πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει την υπόθεσή της. Πάντως οφείλει – απέναντι στην ιστορία, απέναντι στα παιδιά της – να το προσπαθήσει. Όχι υποτακτικά και πειθήνια προς όποια ξένα κέντρα. Αλλά σοβαρά. Για τον εαυτό της. Εξάλλου είμαι οπαδός μόνο της δύσκολης αισιοδοξίας που χτίζεται με έργα και όχι με λόγια. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι η ελληνική κοινωνία και οι ηγεσίες της θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν χρόνο στη διάθεσή τους. Αν όχι, ας λογιστούνε ότι είναι άδικο να πάνε χαμένες κάποιες νέες γενιές Ελλήνων.